Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Ταξίδευα στη βόρεια χώρα σου για χρόνια.
Κατήργησα την απόσταση για σένα.
Απο μακριά άκουγα την φωνή σου να πάλλεται στο τηλέφωνο,
μαγικά σήμαρα έφταναν στη μεριά μου και η φωνή σου έκανε τη ψυχή μου να πάλλεται και αυτή,
όπως το κύμα του ήχου όταν ταξιδεύει από το στόμα σου στο αυτί μου.
Κατήργησα τα σύννεφα για σένα,
κι όλον εκείνο τον υπαρξιακό μου πόνο,
την ανελέητη μοναξιά,
που κάθε άνθρωπος βιώνει εσωτερικά,
αφού ο έρωτας είναι ο μόνος τρόπος να σωθείς από τη μοναξιά σου
ή έστω να έχεις την αυταπάτη της σωτηρίας.
Ευτυχώς που υπάρχει η ομορφιά-
αυτή είναι η πιο γλυκιά αυταπάτη-
Οικειοθελώς αυταπατούμουν και παραμυθιάζομουν,
κι αν χρειαστει και βρω το έδαφος πρόσφορο,
θα ζήσω γι άλλη μια φορά μέσα σ έναν ψεύτικο κόσμο
- αφού η πραγματικότητα είναι πεζή, άδεια, μισερή-
Κανείς δε ζει με πραγματικότητες, αφού αυτές από μόνες τους μας μετατρέπουν σε απαρηγόρητα σώματα που περιφέρονται μόνα τους μέσα στον κατακαλόκαιρο.
Χρειάζονται πολλά μπουκάλια κρασια και ελάχιστες σταγόνες έρωτα,
ώστε να δημιουργήσεις κόσμους από την αρχή
-αν φυσικά έχεις την ικανότητα να χαθείς μέσα στον έρωτα-
Εσένα πάλι η ψυχή σου ήταν το πιο παγωμένο στοιχείο της ύλης που έχω γνωρίσει,
δίχως φαντασίες, δίχως υπαρξιακές αγωνίες, δίχως μεταφυσικές ιδιότητες.
Το σώμα σου από την άλλη ήταν ο πυρήνας ενός ηφαιστείου,
ορμούσα καταπάνω σου, και με έκαιγες αργά και βασανιστικά,
μα τόσο ηδονικά που δεν μπορούσα να αντισταθώ στο βάσανιστήριο εκείνο.
ήταν βάσανο να λεει ο νους να φύγω,
και το σώμα να μην υπακούει και να παραμένει,
παραδομένο στις ηδονές του.
Με τραβούσες αμέσως στην δίνη σου με τα χείλη σου
κι εγώ ερχόμουν.
Με σκότωνες τόσο γλυκά με εκείνο το πρωινό γέλιο του
κι όταν έπεφτε πάνω σου το λιγοστό χειμερινό φως
γινόσουν ένας στίχος ενός ποιήματος
που κανένας ποιητής ομοίο του δεν έχει γράψει -
τα λόγια μικρά κι άναξια για τις περιγραφές της ομορφιάς σου,
ειδικά της ομορφιάς όπως την αντιλαμβάνεται μία ερωτευμένη ύπαρξη-
Ολα αυτά γίνανε μία ανάμηνηση πια, που δε πονάει πολύ,
κάποτε μόνο ματώνει για λίγο η πληγή
και τότε σταγονές ανεπαίσθητες αίματος εμφανίζονται στην ψυχή μου.
Αλλά δεν είναι τούτο η λύπη μου.
Η λύπη μου ειναι που ζω με αυτές τις πια θολές αναμνήσεις έρωτα,
ενώ μπροστά το τοπίο έρημο και άνυδρο φαντάζει.
Μόνο ευτυχισμένα νερά των οργασμών μου υπάρχουν,
μα η ψυχή δεν έρχεται σε οργασμό
και το σώμα μόνο του δεν αρκεί.
Αλλο ζητάει η ψυχή για να τραφεί,
κι όχι κορμιά μόνο νεανικά και αντρειωμένα.
Κινήσα μαζί σου στην βόρεια χώρα,
ταξιδεύοντας προς την παγωμένη σου ψυχή,
ελπίζοντας να ανάψω μία φλόγα μέσα της,
μα μάταιος κόπος...
Η Σιβηρία ακόμα και το καλοκαίρι είναι παγωμένη...