Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Προς τις γυναικες.

Ερχονται. Φοράνε όμορφα ρούχα. Ομορφα αρώματα.
Ντύνονται με αυτό το φως, το άπλετο φως της γοητείας τους.
Φεγγουν τα πρόσωπα τους ανάμεσα στα μούσια τους ή ανάμεσα στο δέρμα τους.
Ομορφα δέρματα: Αλλα απαλά, άλλα σκληρά.
Ομορφες καρδιές.
Με ευαισθησίες, με μία αλήθεια που γυρεύουν να βρούν, μ ένα ψέμα που θέλουν ν ακούσουν.
Με μια παιδική αθωωτητα κρυμμένη μέσα στο αντρικό σαρκίο.
Δεν τους επιτρέπεται να λυγίζουν.
Πρέπει να είναι δυνατοί, σκληροί, προστατευτικοί.
Και μέσα στα μάτια τους το βλέπεις: Σου ζητάνε τρυφερότητα τις πιο πολλές φορές, αλλά για να το δικαρίνεις πρέπει το βλέμμα σου να κοιτάζει βαθιά. Πέρα από τη λαγνεία. Αρχικά φαίνονται λάγνοι, πρόστυχοι, τιποτένιοι, σκληροί, ωμοί, κυνικοί. Απελπισμένοι είναι. Μην τους παρεξηγείς. Εγκλωβισμένοι μέσα στο ρόλο τους. Μόνοι, κατάμονοι μέσα στο κορμί τους, που τους ξελογιάζει, που τους παρασύρει. Σ αυτό το κορμί που λογική δεν ξέρει, μόνο τα γράμματα της αφής.
Κι εσύ είσαι εκεί. Και δεν πρέπει να τους αφήσεις να χαθούν μέσα στη μοναξιά τους. Καταβάθος το επιζητούν. Επιζητούν την μοναξιά. Φοβούνται. Φοβούνται την θηλυκή τους πλευρά. Φοβούνται όλα αυτά που μπορείς εσύ να σημαίνεις για εκείνους. Γι αυτό το κάστρο, Γι αυτό το τείχος. Γι αυτό δεν σ' αγαπάνε εύκολα. Μπορείς να τους προδώσεις. Το ξέρουν. Δεν το αντέχουν εύκολα, όχι τόσο εύκολα όσο εσύ.
Σου ζητάνε. Σου ζητάνε σαν μικρά παιδιά. Τα μάτια τους πυρκαγιές στο σκοτάδι, τα μάτια τους απελπισμένα. Τα μάτια τους υπέροχα. Λάμπουν στο φως. Σε κοιτάζουν και λάμπουν. Και σε φοβούνται. Και εσύ δεν βλέπεις. δεν βλέπεις τίποτα. Μόνο χάνεσαι. Χάνεσαι στις δικές σου σκέψεις και συνεχώς διατυμπανίζεις πόσο κενοί είναι. Εσύ είσαι κενή ,κούκλα μου. δεν βλέπεις. Ασε τους άντρες μέσα στη φοβερή ερημιά του πλήθους. Ασε τους μόνους τους αν δεν μπορείς να πας κοντά τους. Αν δεν μπορείς να δεις από την μέσα πλευρά τους. Αν τους τρομάζεις. Αφησε τους μέσα στο δικό τους μαρτύριο. Αλλιώς πλησιάσε τους και παρ τους αγκαλιά. Και μην τους σκοτώνεις το παιδί μέσα τους. διασκεδασε τους. Γίνε η μάνα τους. Γίνε η φωτιά τους. Γίνε όσα μπορείς γι αυτούς. Μόνο γι αυτούς. Κι άσε τους φεμινισμούς. Δεν υπάρχεις, κούκλα μου, χωρίς αυτούς. Δεν υπάρχεις. Δεν πηγαίνεις πουθενά.
 Γιατί έχουν υπέροχα στόματα. Προσφέρουν ευτυχία. Χείλη μαγικά, στόματα θερμά, γλώσσες που καίνε και γυρνάνε. Θέλουν να σε καραβροχθίσουν. Θέλουν να σε συντρίψουν. Να σε σώσουν ή να σε σκοτώσουν. Μπορούν. Μεταξύ μας, το ξέρεις. Σου ασκούν εξουσια. Το κορμί σου σε εξουσιάζει. Είναι η βιολογία σου. ΤΟ ξέρεις. Αλλά είσαι γυναίκα. ΤΟ ελέγχεις ευκολότερα. Αυτοί δεν μπορούν. Η φύση τους έκανε αυθόρμητους, μόνους, με σώμα περιτοιχισμένο. Εσύ είσαι η δυνατή. με το ανοιχτό σώμα. Γεννάς. Γεννάς μωρά. Ζωές. Τους γεννάς κι αυτούς από την αρχή. Και κάθε μέρα κι εσύ γεννιέσαι απο την αρχή. Αυτοί δεν μπορούν. προσκολούνται. Θέλουν μάνα. Θέλουν ερωμένη. Θέλουν στοργή. Κι εσύ θες στοργή. Αλλά σ εσένα είναι κοινωνικά αποδεκτό. Σ αυτούς, όχι. Γι αυτό, σου λέω, τυλιξε τους στην αγκαλιά σου. Ασε τα πολλά λόγια. Δεν χρειάζονται. Πλησιασε τους με ο,τι έχεις. Μην σκοτώσεις τη φωτιά. Η φωτιά αναγεννεί. 

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

Σιχαμένε, με σημάδεψες. Είσαι τόσο καιρό μακριά κι όμως το φάντασμά σου είναι στο μυαλό μου. Συγκρίνω τους πάντες μαζί σου. Κι αυτό το αγόρι έχει πάλι το όνομά σου. Τα ενδιαφέροντα σου. Τις συνήθειες σου. Μπάσταρδε, νομίζω ότι σε ξαναγνωρίζω από την αρχή. Εσένα σ ενός άλλου το σώμα, που δε διαφέρει και πολύ από το δικό σου. Και το σκηνικό τόσο ίδιο. Σχεδόν παρόμοιος ο τρόπος προσέγγισης, σχεδόν ίδια η αφή. Σχεδόν ίδια όλα. Γαμώτο. Φύγε από μέσα μου. Φύγε. Θέλω να προχωρίσω.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Ερωτική σκηνή.

Ερωτικό στόμα, χείλη σαρκώδη,  σχεδόν πάντα άβαφα τις νύχτες,
ανοιγόκλειναν συνεχώς και αδιαλείπτως. Μιλάει πολύ, κινεί πολύ αυτούς τους μύες του στόματος. Εκφραστικό στόμα.
Θα μπορούσες να γράψεις πολλά γι αυτά τα χείλη.
Τα όχι κατακόκκινα, τα όχι συνηθισμένα, τα όχι αυτά των περιοδικών.
Απαλά χείλη.
Και πίσω από τα χείλη, μία πρόστυχη υπεκφυγή.
Δόντια αραιά στην πάνω γνάθο.
Αυτή η μικρή ατέλεια, υποθέτω, ότι την ενοχλούσε,
αλλά ήταν δύσκολο να  διορθωθεί.
Αυτό το σημάδι στο στόμα της προκαλούσε  στους άντρες σχεδόν πυρετό.
Η φαντασίωση του καθενός ήταν διαφορετική κάθε φορά βλέποντας τα δόντια αυτά.
Τόσες φαντασιώσεις, όσοι κι οι άντρες της ζωής της, αυτούς που κουβαλάει πάνω στο κορμί της.
Γιατί κι όλους πάνω μας τους καβαλάμε, μου έλεγε. Δεν την καταλάβαινα. Ούτε την αντρική φαντασίωση καταλάβαινα μέχρι που είδα την εξής σκηνή.

Εκείνη καθισμένη σε μία καρέκλα ψηλή σ' ένα άδειο μαγαζί- ναι, από αυτά τα λυπημένα μαγαζιά, που οι μόνοι κάθονται προς ανακάλυψη του εαυτού τους παρέα με ποτό ή αγνώστους- . Εκείνος μέσα από το μπαρ την πλησιάζει. Δεν αγγίζει τίποτε πάνω της. Μόνο μια αδιόρατη κίνηση που υποδείκνυε, μάλλον, πως δεν ήταν και τόσο άγνωστοι αυτοί οι δύο. Μία  κίνηση συνηθισμένη μόνο στις κρεβατοκάμαρες τις "αμαρτωλές" των ανθρώπων που το αίμα καίει: Με το χέρι του της άγγιξε το στόμα και μετά τα δόντια της. Μόνο αυτό. Καμία άλλη κίνηση. Ανεπαίσθητη. Σχεδόν απαρατήρητη. Μόνο εγώ ως παρατηρητής παρατήρησα το βλέμμα του. Τίποτα το φτηνό. Ούτε το χυδαίο. Μόνο πηγαία έλξη. Εκείνη δεν τον κοίταξε κατάματα. Υποθέτω ότι την ξάφνιασε. Ίσως ευχάριστα.

Πλησίασαν ακόμα περισσότερο, τα στόματα ενώθηκαν. Νομίζεις ότι εκείνη την στιγμή θα έπεφτε ένα jazz κομμάτι κι αυτοί αγκαλιασμένοι θα στροβιλίζονταν στην δίνη της έλξης. Οχι του έρωτα. Δεν ήταν ερωτευμένοι. Ηταν έλξη. Καθαρή έλξη, ειλικρινής, ανθρώπινη. Θα χόρευαν για αρκετή ώρα ανάμεσα σε φιλιά, αγκαλιές, κινήσεις του σώματος που δείχνουν πως επιθυμούν την ένωση. Κι ύστερα η πιο μεγάλη στιγμή του ανθρώπου θα λάμβανε χώρα. Απλά, αβιάστα, καθημερινά. Χωρίς εξηγήσεις, χωρίς συνέχειες, χωρίς προλόγους. Ο μόνος πρόλογος το χέρι του στο στόμα της. Αυτή η αδιόρατη πράξη, αυτή η προστυχότερη ίσως πράξη, το πιο ξεκάθαρο ερωτικό κάλεσμα.





Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Λείπεις-Λύπη.

Τι μου λείπει απο σένα λοιπόν; Ολοι ρωτούν και θέλουν να μάθουν κι ακόμα κι εγώ στιγμές στιγμές αναρωτιέμαι. Μου λείπει η αφή σου. Μου λείπου τα δάχτυλα σου που διέτρεχαν την πλάτη μου ενώ πέφταμε για ύπνο. Τα χείλη σου που άγγιζαν το μέτωπο μου εντελώς φιλικά,θα έλεγα, εντελώς τρυφερά. Μου λείπει η μυρωδιά σου. Αυτή η μεθυστική μυρωδιά λεμόνι, αποσμητικό αντρικό και μαλακτικού που έπλενες τα ασπρόρουχα σου. Μου λείπει η εικόνα σου κάθε πρωί- εκείνα τα πρωινά που ήμασταν μαζί τέλοσπάντων -. Να σε κοιτάζω έτσι, να κοιμάσαι γαλήνιος τον ύπνο του δικαίου,να είσαι έτσι βασιλεμένος, γαληνεμένος κι εγώ να μην σ' αφήνω στην ησυχία σου, ειδικά εκείνες τις πρώτες φορές που σε ξυπνούσςα χαιδεύοντας το πρόσωπο σου-μόνο αυτό, τόσο αθώα κάποιες φορές. Και μου έλεγες ότι σου είχε λείψει ένα τόσο παιδικό άγγιγμα. - Σχεδόν παιδί με γνώρισες και τώρα μ έχεις κάνει μία γυναίκα, μια κομματιασμένη γυναίκα σίγουρα.- Μου λείπει η εικόνα σου να σηκώνεσαι από το κρεβάτι και τα μαλλιά σου να πετάνε- μία χρυσόξανθη φωλιά μελισσών- και να τρέχεις στον καθρέφτη να τα στρώσεις κι εγώ να σε κοροιδεύω μόνιμα για την αφάνα σου. Μου λείπει να γυρίζεις σπίτι από το τρέξιμο και να χαμογελάς μ αυτό το αθώο σου χαμόγελο- το χαμόγελο του θριάμβου - και να τσατίζεσαι στιγμιαία που δεν άναψα θερμοσίφωνα κι εγώ να θυμώνω τάχα που τάχα φωνάζες- μήπως προλάβαινες να φωνάξεις; φώναζα εγώ και για τους δύο. Γενικά, όλα εγώ τα έκανα και για τους δύο. Εγώ τσακωνόμουν για δύο, εγώ αγαπούσα για δύο, εγώ φανταζόμουν για δύο. Εσύ αμέτοχος. Λάμβανες την αγάπη μου. Ποτέ δεν μ αγάπησες, το ξέρω. Βαριά κουβέντα, Το ξέρω. Αλήθεια είναι. -
Μου λείπει να μου λες "πιές νερό, δεν ήπιες όλη μέρα σήμερα. ή βγες έξω, μην είσαι όλη μέρα σπίτι. Αρκουδάκι, θα σε βγάλω να πάρεις αέρα. ' Αυτές οι φράσεις με σκοτώνανε. Κάθε φορά σ ερωτευόμουνα από την αρχή όταν τολμούσες να τις ξεστομίζεις. Κι ας μην καταλάβαινες γιατί. -έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν καταλάβαινες-. Μου  λείπουνε οι τεράστιες βόλτες μας στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, στην Πλάκα, στου Φιλοπάππου. Κι οι τεράστιες βόλτες τις καθημερινές στη Καστέλα, ν ατενίζω την θάλασσα από ψηλά και να σε κοιτάω και να σκέφτομαι εσύ είσαι η θάλασσα μου. Εσύ που δεν μπορώ ποτέ να σε αγγίξω. Πού ποτέ δεν μπόρεσα να σε περιορίσω, ούτε με την αγάπη μου μπόρεσα να σε δεσμεύσω. Γαλήνια θάλασσα εσύ. Ορμητικός ποταμός εγώ. Και κάπου εκεί στο δέλτα ανταμώναμε. Και κάποιες φορές, τις πιο πολλές, σκληρό ήταν το αντάμωμα. Επρεπε τα δικά μου νερά να μην είναι τόσο ορμητικά,για να μην σε ταρακουνήσουν. Κι άλλοτε το μπορούσα κι όταν το μπορούσα πιεζόμουν εγώ, για να μην πιεστείς εσύ. Αδικος κόπος. Η ορμητικότητα μου ερχόταν πολλές φορές και γινόταν πραγματικότητα.. Κλάματα, φωνές, "δεν μ αγαπάς" σου έλεγα. Στο τέλος έπαψα και να διαμαρτύρομαι. Αποξένωση. Δεν είχε νόημα. Και πόσο σε μισούσα. Πόσο σε μισούσα εκείνες τις στιγμές που ένιωθα πως δεν έχει νόημα καν να διαμαρτυρηθώ ή να κλάψω. Απογοητευτικό τέλος. Ετσι τελειώσαμε. Ετσι κι αλλώς. Σιωπηλά. Εκκωφαντική σιωπή. Μας βόλεψε. Και τους δύο, κακά τα ψέματα. Εσύ δεν ήθελες να μιλήσεις. Εγώ δεν ήθελα να ακούσω.
Αλλά και τα λόγια τι νόημα έχουνε; Περισσότερο δεν πονάνε; Από τις πράξεις κρίνεις, δεν χρειάζεσαι όμορφα περιτυλίγματα να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Ενα πάθος που τέλειωσε. Το κηδέψαμε μαζί; Οχι, μόνο εγώ έχω πενθήσει έστω και κάποιες μέρες, κάποιες στιγμές που σε σκέφτομαι. Εσύ άραγε τι να κάνεις; Αυτό που φαντάζομαι. Κι είναι αυτό που φαντάζομαι, που με κάνει αλήθεια να σε μισώ.  Σε μισώ, σε θέλω. το ίδιο είναι. Αλλά πίσω πώς να γυρίσω ; Αποκλείεται. -
Μου λείπουνε τα βράδια του Σαββάτου που έξω είναι - 8 κι εγώ σε περίμενα να έρθεις. Είχα καθαρίσει το σπίτι, είχα μαγειρέψει 2-3 φαγητά που σ αρέσουν, είχα γίνει ωραία-μόνο  και μόνο για ΣΕΝΑ- και η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Κάθε λεπτό αναμονής ήταν ένας αιώνας. Κι ύστερα χτυπούσε το κουδούνι και δεν μπορούσα να μην χαθώ στην αγκαλιά σου, να μην παραλύσω στο αγγιγμά σου. - κολακευόσουν όταν στο έλεγα αυτό, το θυμάμαι. Ακόμα κι αυτό το ηληθιο ιριαμβευτικό συο βλέμμα μου λείπει-. Μα πιο πολύ η αφή σου, η φωνή σου. Να με ξυπνάς για να μου πεις ότι έχω ουρά, ότι έτσι με είδες στον ύπνο σου. Να με φωνάζεις Ρόρη απο την αρχή του δρόμου, Να σ ακούω να γελάς, να θυμώνεις, να διαμαρτύρεσαι.
είναι αλήθεια. Για σένα βρήκα καινούριες λέξεις. Καινούριες συμπεριφορές. Καινούριες μάσκες. Μάσκες; Οχι, χωρίς στρατηγική ήρθα κατά πάνω σου και σ' έχασα με τις υπερβολές μου, με τον τρελό έρωτα μου - αυτόν που με έκανε δεδομένη. Πού ποτέ δεν έπαιξα με τακτικές. Αυτό φταίει. Πού τα έδωσα όλα. ή ίσως που διάλεξα εσένα. - Τόσα γράμματα. Τώρα θα είναι στο ντουλάπι με τις αναμνήσεις σου. Το μισώ αυτό. Σου είχα πει να μη με βάλεις ποτέ εκεί μέσα. Αλλά θα με βάλεις. Μισώ αυτό το ντουλάπι με τις αναμνήσεις σου. Ζηλεύω ακόμα κι εκείνο το πρώτο κορίτσι που φίλησες και το μόνο που ήθελα ήταν να θες μόνο εμένα-γαμώτο, τόσο εγωιστικό - και όλες οι άλλες να μην υπάρχουν κάν για σένα. Να είναι κατώτερες ή καλύτερα αδιάφορες. Γιατί για μένα, τουλάχιστον, όσο μου τροφοδοτούσες τον έρωτα ή όσο κοιμόμουν όρθια, δεν υπήρχαν άλλοι άντρες. Ηταν τόσο λίγοι μπροστά στην λάμψη σου. Εσύ ήσουν το ποίημα  που υπήρχε ολοζώντανο στην ζωή μου, ήσουν η ενσάρκωση ενός μυθιστορηματικού ήρωα, του δικού μου ήρωα. Και τελικά, τι ; επεσες από το βάθρο σου. Αλλά δεν έφτιαγες εσύ. Εγώ σ' ανέβασα, εγώ σε κατέβασα.
Αλλά η αγαπημένη η αφή σου μου λείπει. Γαμώτο. Και ελάτε να μου πείτε όλοι εσείς οι τάχα μου κουλτουριάρηδες και συναισθηματικοί, ότι δεν αγαπάμε με το σώμα. Μόνο μ' αυτό ερωτευόμαστε. Χωρίς αυτό ποτέ. Αν δε νιώσεις το κορμί να πονάει από έλλειψη, ποτέ δεν ερωτεύτηκες. Να κάτι τύποι σαν εσένα, μώρό μου. Είμαι σίγουρη πως δεν πονάει το κορμί σου. Γι αυτό σου λέω. Αντίο.


Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Αττικό δειλινό.

Ωρα δειλινού κι οι σκέψεις ανακατεμένες, ενώ το ημίφως κυριαρχεί στο δωμάτιο και η φθινοπωρινή δροσιά σε χαιδεύει ολόκληρο. Ετσι, όπως πέφτει η νύχτα στο Παγκράτι γίνεται ο κόσμος πιο γλυκός. Ο ουρανός έχασε σχεδόν το γαλάζιο του χρώμα, ενώ τα σύννεφα βάφτηκαν γκρίζα και στο βάθος λίγο πορτοκαλί. Πορτοκαλί της αισιοδοξίας και της γλυκιάς ανάμνησης. Θυμίζει πράγματα ετούτος ο ουρανός. αυτός ο αθηναικός ουρανός που τους χωράει όλους; ευτυχείς και λυπημένους, μόνους και ζευγαρωμένους, καλλιτέχνες, πλανώδιους, ξένους και ντόπιους. Ανθρωποι. Ανθρώποι πολλοί. Είμαστε τόσοι πολλοί κι όλοι χαμένοι στις σκέψεις μας και την καθημερινότητα μας. 
Και κάπου ανάμεσα σ' αυτούς υπάρχει εκείνος που θα σ' αγαπήσει για αυτό που είσαι και με τον τρόπο που θέλεις να σ' αγαπήσει. Και μπορεί να σε ψάχνει. Μπορεί ακόμα και να σε έψαχνε τότε που έπαιρνες άξαφνα αεροπλάνα χωρίς να το καλοσκεφτείς-παροσμήσεις της στιγμής- για να βρεις κάποιον που, λεει, τον αγαπούσες πολύ και με πάθος και ταπείνωση, αλλά εκείνος δεν σ' αγάπησε ποτέ του. Κι η απόδειξη ήταν το φευγιό του: Αναπάντεχο, χωρίς αφορμή, ανέρειστο και ανέλπιστο. 
Και δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα για να το εμποδίσεις. Κι ούτε προσπάθησες καν, γιατί δεν έχει νόημα καμία προσπάθεια για να καταπνίγεις τον άλλον, για να τον καταδυναστεύσεις. Κι ας το κάνεις μέσα στον πανικό σου, μέσα στο έρωτα σου τον μεγάλο. Οταν η μπόρα κοπάζει, τα μάτια κοιτάζουνε καθαρά,- τότε και μόνο τότε- συνειδητοποιείς τα λάθη σου που πηγάζουν βέβαια από τα πάθη σου. - Κι άλλωστε τι διαφορά έχει το λάθος από το πάθος; Ενα γράμμα. Τόσο λεπτή η διαχωριστική γραμμή- . Καμία προσπάθεια, λοιπόν. Μοναξιά. Απέραντη ερωτική μοναξιά. Αλλά και προτύτερα πώς ήταν ; Ακόμα χειρότερα. Να είσαι δίπλα του και τόσο έρημη. Σχεδόν απογοητευμένη από τον άντρα που αγάπησες. Τον πρώτο άντρα που αγάπησες στην πραγματική ζωή. Τους άλλους τους αγάπησες μέσα από τις λέξεις, τα βιβλία σου, τις γραφές σου.- Ρομαντισμός αθεράπευτος, ηλίθιος και κενός νοήματος. Σχέσεις και εξαρτήσεις χωρίς πραγμάτωση να πέσει φωτιά να τις κάψει, αν δεν καίγονται τα σώματα, λοιπόν. - Και το κεφάλαιο Α έληξε κι αυτό άδοξα. 
Αλλά πρέπει να ξέρεις να φεύγεις, όταν το τέλος είναι μονόδρομος. Κι εσύ έφυγες. Και κατα βάθος απαλάχτηκες, γιατί αυτόν τον έρωτα, που το ένιωθες σαν εξάρτηση, η λογική σου δεν τον άντεχε. Και πάλευε το λογικό  με το θυμικό: Αγώνας άνισος βέβαια. Η παρόρμηση συχνά κερδίζει στην ηλικία σου. Αλλά μάλωνες με τον εαυτό σου. Δεν άντεχες την αυτοταπείνωση. Και τώρα που η ιστορία έληξε ανέκτησες εκείνο το κομμάτι που σου έλειπε, εκείνη την χαμένη ενέργεια που ξόδευες ακόρεστα σ εκείνον. Εκείνον τον εαυτό σου μάλλον αποκτάς που ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες. Και μάλλον συνειδητοποιείς πόσο δυνατός μπορείς να είσαι. Πόσο διεγερτικό είναι να πατάς στα πόδια σου. Και φοβάσαι. Φοβάσαι πια τους έρωτες, άμα είναι να σε εξουσιάζουν. Κι απ΄την άλλη σκέφτεσαι: Αμα ο έρωτας δεν σ' εξουσιάζει, τότε τι έρωτας είναι ; Αμα δεν νιώθεις πως ο κόσμος γεμίζει, επειδή Εκείνος υπάρχει, τότε είσαι ερωτευμένος; Ε, μάλλον όχι. Τότε είσαι απλά ζευγαρωμένος. 
Φυματική αγάπη κι αυτή με αυτόν που δε σ αγάπησε, αυτή που λέγαμε πριν. Αλλά... Δεν... Δεν σε σκότωσε. ή έστω όχι ολοκληρωτικά. όχι αυτήν την φορά. Κι όμως πόσες φορές έχεις πεθάνει για αγάπες; κι ειδικά για την αγάπη του; Θυμάσαι ; Είδες; Ζεις ακόμα. 
Γι αυτό λέμε πως κάτω από τον Αττικό ουρανό είναι εκείνος... Εκείνος που σε ψάχνει, που σε αναζητεί, εκείνος που θα σε αγαπήσει. Γι αυτό, τον πόνο μπορείς να τον αφήσεις καταμέρος. καταμέρος κι η οργή. Καταμέρος όλα. Χαλάλι του. Χαλάλι σου.  

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Και... Θα πέθαινα να φορέσω το πουκάμισό σου...

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

χωρισμός.

Και παλι στα ίδια, στην ίδια κατάσταση σχεδόν: Μπαλκόνι, με λίγη περισσότερη δροσιά απ την την προηγούμενη φορά, με παγωμένη μπύρα, μουσική,βιβλία για φάρμακα,να προσπαθώ να ξεχάσω και  να σε διαγράψω,αλλά αυτήν την φορά μία για πάντα από την ζωή μου. Μόνο που αυτή τη φορά νιώθω πιο δυνατή και πιο αποφασισμένη. Μόνο που αυτή τη φορά είχα πατήσει ένα μεγάλο pause στα συναισθήματα μου λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων,λόγω φόβου αν θες, να βυθιστώ πάλι μεσα στον μεγάλο μου πόνο.
Εχουν όλα παγώσει πια μεσα μου, είμαι ένας βόρειο πόλος, ένας τεχνοκράτης, μια κυνική, ωμή. Η μάλλον αυτό που σου λέω είναι αυτό που θέλω να γίνω, γιατί μόνο έτσι είσαι ευτυχής: Οταν δεν περιμένεις τίποτα από τους ανθρώπους κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μην απογοητεύεσαι.
Λυπάμαι για όλα όσα συνέβησαν. Μάλιστα λυπάμαι και για όλα όσα  δεν συνέβησαν μεταξύ μας. Αφού πια δεν έγινε το θαύμα της ένωσης των κόσμων κι ευτυχία απείχε πολλά χιλιόμέτρα. Δεν ξέρω σε τι μετράς εσύ τον πόνο σου. Εγώ τον μετρώ σε δάκρυα, σε κείμενα που ξεχειλίζουν απογοήτευση, αλλά κι απ την άλλη σε νέες δυναμικότερες αποφάσεις, σε νέα μεγαλύτερα σχέδια. Σε νέες μεγαλύτερες προσδοκίες, σε νέες καλύτερες επιλογές.
Kι αυτή τη φορά δεν έχω κλάψει και ξέρω ότι αυτό δεν είναι καθόλου αναμενόμενο... Γιατί ένας μεγάλος έρωτας έλαβε τέλος. Ισως ο ένας από τους μεγαλύτερους έρωτες που είχα ως τώρα στην ζωή μου έχει αδειάσει, με έχει αδειάσει, με έχει κομματιάσει. Κι όπου με άγγιξες, πονάω. Δεν νιώθω το σώμα μου πια σαν δικό μου, το νιώθω σαν έναν ξένον οργανισμό που πρέπει να ελέγξω με το μυαλό μου. Γιατί αυτό ορίζω εγώ σαν δύναμη, Αλλά και σαν αξιοπρέπεια.  Να και τώρα που σου γράφω, νιώθω τόσο παγωμένη μέσα μου. Ανοσία. Και καταλαβαίνω ότι το μόνο μου λάθος είναι να διαλέξω εσένα. Αλλά ήταν τόσο δυνατό που δεν μπορούσα να αντισταθώ. Ακουσα το σώμα μου, δεν άκουγα την μέσα μου φωνή που μου φώναζε "ΜΗ". Δεν άκουσα τίποτα. Υπερέβην τα όρια μου, τα έσπασα. Συμβιβάστηκα. Εβαλα τόσο νερό στο κρασί μου και ήπια μόνο νερό. Κι όλο το ευχαριστώ για το κομμάτιασμα, ήταν η προδοσία. Μεγάλη προδοσία.

Θυμάμαι την Πανσέλληνο που είχαμε δει μαζί εκείνον τον Αύγουστο. Εκείνη ήταν η πρώτη μέρα που μεθυσμένος είπες ότι μ' αγαπάς. Δεν το εννοούσες. Πού ξέρεις εσύ από αγάπες; Εσύ δεν έχεις φτερά σπασμένα στον ώμο, δεν έχεις καμία τρύπα στην καρδιά, καμία ανάγκη να σε σώσουν. Δεν κατάφερα να σε σώσω ούτε από τον ίδιο σου τον κυνικό και κενό εαυτό. Παραμένει εκεί να στέκεται και να ξοδεύεται σε κορμιά, χωρίς ουσία, χωρίς νόημα. Μπροστά σου από δω και πέρα παραμονεύει το κενό. Μόνο που εσύ όλα ετούτα τα θέλησες. Και μάλιστα τα διάλεξες. Τίποτα από εδώ και πέρα δεν θα είναι το ίδιο. Και αλήθεια τι θα συγκριθεί με την αγάπη που σου είχα; Που σε έβλεπα και με επιανε ζαλάδα;Που σε κοιτούσα σαν αρχαίο έλληνα Θεό, που σε πρόσεχα λες κι ήσουν το πιο ευθραστο βάζο σε υαλοπωλείο.

Δεν ζηλέυω εκείνη που τώρα φλερτάρεις. Την οικτήρω, γιατί θα την παραπλανήσεις και αυτήν, όπως εμένα. Θα ντυθείς με τον μανδύα του ερωτεύσιμου, του ουσιαστικού ανθρώπου και το μεσα σου κενο θα το ντύσεις με ρόλους... Κι έτσι θα εξαπατηθεί κι εκείνη. Μακάρι να μπορούσα να την προειδοποιήσω. Είσαι ένα τέρας. Ενα τέρας πολικό, έχεις μεσα σου μια μεγάλη Ρωσσική Στέπα, χωρίς κανένα ίχνος ομίχλης ή έρεβους. Είσαι φωτεινός. Γιατί δεν έχεις πονέσει ποτέ εσύ.
Κι εγώ μέσα μου έχω έρεβος, πόνο, λύπη, χάος, μεγάλο ακάλυπτο κενό. Αλλά είμαι κι ανεξάντλητη, είμαι πάλι έτοιμη να χαθώ. Αλλά αυτήν την φορά θα αξίζει η θυσία. Θα αξίζει; Και πώς μπορείς να διαλέξεις για ποιόν θα θυσιαστείς; Η Ιφιγένεια πάντως δεν διάλεξε τίποτε. Οι επιλογές της ήταν μία μεγάλη αυταπάτη. Κι όμως δεν με λένε Ιφιγένεια.

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

ταξίδι.

Ταξιδεύω, ταξιδεύω και δεν ξέρω που πηγαίνω. Ξέρω όμως που θέλω να φτάσω και για πρώτη φορά δεν είναι κάτι το αδιόρατο. Ταξιδεύω ξέροντας ότι το μεγάλο ξέφωτο είναι ο προορισμός. Ταξιδεύω ξέροντας ότι το τέλος είναι θηλυκότητα. Το τέλος είναι η ενηλικίωση. Να ξέρεις να διεκδικείς εκείνο που πραγματικά αξίζεις, να ξέρεις να διεκδικείς εκείνη την ευτυχία, για την ακρίβεια δε ευδαιμονία. Γιατί η ευτυχία είναι προσωρινή. Δεν υπάρχει μέτρο να την μετρήσεις. Ομως, όταν ξέρεις ότι η χαρά έχει αρχή μέση και τέλος, τότε είσαι ένας χαμένος από χέρι. Το θέμα είναι να βρεις εκείνο που σταθερά θα σου χαρίζει μία ευτυχία, μία αν όχι σταθερή πορεία, αλλά μία πορεία που θα είναι στρωμένη σε έναν δρόμο ίσιο. Καλά, έστω. Ας έχει κι ανηφοριές, για να ζορίζεσαι λιγάκι. Αλλά στο τέλος να νιώθεις μία ικανοποίηση. Η ευδαιμονία είναι μία απόφαση που παίρνεις κάθε μέρα που ξυπνάς.
Τώρα πρέπει να κάψω κάθε ηλίθια προσδοκία μου από τους ανθρώπους. Να κάψω κάθε ηλίθιο τίποτα που περίμενα. Ταξιδεύω στον δρόμο της αγάπης. Στον δρόμο της αγάπης προς τον εαυτό μου. Δεν απαιτώ να με σώσει κανείς άλλος. Θέλω να με σώσει, αλλά τώρα ξέρω: Δε μπορεί.
Είμαι άπειρη βέβαια και μπορώ να ξοδεύω λιγο από το πολύ μου σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους, αλλά τώρα το θέμα είναι να καταλαβαίνω.
Εκείνο που με τρομάζει είναι μη με πιάσει πια η λύσσα να δίνω σ όποιον τύχει. Αυτό με τρομάζει.
Μέσα στον τρόμο ζούνε όλοι. Ζούμε όλοι. Δε θέλω να φοβάμαι. Ακόμα κι φοβάμαι, θέλω να αγγίζω τους φόβους μου, να ξεπερνάω τους φόβους μου, να μη με τσακίζουν. να τους τσακίζω εγώ.
Και μπορώ! Θα το κάνω! 

τίτλοι τέλους

hey, honey, you love him, but it's time to go....
Ηρθε λοιπόν κι αυτή η ώρα. Ούτε κλάματα, ούτε αντίο, ούτε τίποτα. Μόνο μια πικρή σιωπή, μία αδιάφορη σιωπή. "Φυλάξου, φυσάει αδιαφορία". Κι αφού λοιπόν ο άνεμος δεν είναι ούριος, αλλά ούτε και δυνατός, το φευγιό είναι ένα γεγονός αναπόφευκτο. Όταν κάτι έχει λήξει μέσα μου εδώ και τόσο καιρό, δεν έχω τίποτα πια να κάνω παρά να αποχωρίσω. Αποχωρώ για να βρω την χαμένη μου αξιοπρέπεια. Νόστος στον εαυτό μου. Η ώρα είχε ήδη έρθει. Ηταν προετοιμασμένο το έδαφος για πολύ καιρό. "όχι δεν έχει κλάματα. Κλαίνε όσοι ακόμα στο βάθος ελπίζουν". Πάντα όταν φεύγεις βρίσκεις εκείνο σου το κομμάτι που ήταν χαμένο.
Θυμάμαι την πρώτη μου φυγή, την πρώτη ουσιαστική μου φυγή. Εκείνη με κομμάτιασε. Ηταν ένα κομμάτι από μένα αυτός ο άνθρωπος, ήταν η φαιά μου ουσία, για την ακρίβεια δημιουργούσε τον εγκεφαλό μου, με έπλαθε, με τρυπούσε. Με διαμέλιζε κάθε μέρα αργά και σταθερά. Επί δύο και κάτι χρόνια έσερνα του κουφάρι μου μαζί με τις αναμνήσεις μου. Ποιές ουσιαστικές αναμνήσεις δεν ξέρω. Μη με ρωτάς. Εκ τοτε συνειδητοποίησα την δύναμη μου, αφού μπόρεσα να ζήσω με αυτές τις βαθιές αναμνήσεις, αφού μπόρεσα να βγω στην ουσία από το κάστρο μου, από αυτή τη βαθιά ερημιά μου. Εκείνη η απουσία ήταν που με έκανε να πλησιάζω κοντύτερα τους ανθρώπους, να τους μιλώ ουσιαστικότερα. Ηταν αυτή η απουσία εκείνη που με οδήγησε στο να γίνομαι σιγά σιγά αυτό που είμαι.
Αυτή εδώ η απουσία θα μου πεις, ειναι πιο λίγη; Αφού ήταν μία κανονική σχέση αυτή εδώ. Με αρχή, μέση και τέλος. Κάθε μια απουσία πονάει, κάθε μία απουσία βιώνεται διαφορετικά. Πονάει ίσως κι αυτή η απουσία ή βασικά δεν ξέρω αν πονάει, Αλλά ακόμη κι πονάει είναι μεγαλύτερη αυτή η δίψα του να ζήσεις. Του να ανακτήσεις πάλι τον δυναμισμό σου. Του να πάψεις να είσαι ένα μεγάλο, τεράστιο κουρέλι, που άγεται και φέρεται πίσω από έναν μεγάλο έρωτα. Μεγάλος ο έρωτας, γι αυτό κι η υπομονή τόση. Αλλά φτάνει πια η ατομική προδοσία. Με πρόδωσε μια. πρόδωσα χίλιες φορές τον εαυτό μου. Κι αυτό τώρα που το σκέφτομαι πόνεσε πολύ περισσότερο από την δική σου προδοσία. Σε άφησα να με πατήσεις, με τον δικό σου τρόπο πάντα. Οχι εμφανώς ή έστω δεν το έβλεπα. Αλλά πώς να το δεις; Οταν ο έρωτας κι η σάρκα σε τραβάνε σ μια μεγάλη παράνοια. Σ ένα μεγάλο βαθύ λάκκο γεμάτο με μέλι. Κι όμως. Και το αγκάθι έχει μέλι~!
Το θέμα είναι να μην χαρίζεις κάστανα στην ζωή σου. να μην συμβιβάζεσαι σε καταστάσεις που σου δίνουν μία προσωρινή χαρά, αλλά ο βαθύτερος εσώτερος πόνος που σου προκαλούν είναι περισσότερος. Και για να το μάθω αυτό έπρεπε να εξευτελιστώ, να μην σεβαστώ καν τον ελάχιστο εαυτό μου. Ντρέπομαι που το λέω. Ντρέπομαι που έμαθα έτσι. Οχι, όχι κανέναν άλλον, αλλά τον εαυτό μου. Με σκόρπισα σ' έναν άνθρωπο που ήταν λίγος για να αντέξει αυτό το πολύ. ισως να μην αξιωθει ποτέ στη ζωή του αυτό το πολύ μου να το ξαναπάρει από καμία άλλη. Ισως πάλι να βρεθεί μία αφελής που θα του δώσει ό,τι έχει και δεν έχει, αλλά σίγουρα θα μάθει μετά ότι δεν αξίζει. Δεν αξίζει. Πόσο σχετικό είναι όλο αυτό. λες και δίνεις για τον άλλον. Για σένα δίνεις, γιατί σε κάνει να νιώθεις καλά. ΑΛλά κι ο άλλος το απολαμβάνει. Και λυπάμαι που το λέω, αλλά όταν δίνω έχω την ανάγκη να παίρνω και πίσω. Δεν είπα να τα βάλουμε στη ζυγαριά και να τα χαλάσουμε στα κιλά, αλλά στους τόνους θα τα χαλάσουμε. Και δεν ζύγιαζε ετούτο εδώ το πράγμα.
Εμένα μέσα μου έβραζε ένα καζάνι, ένα ηφαίστειο δυνατό με τεράστιο κρατήρα. Εκείνος μέσα του είχε μία μονάχα φλόγα και μάτια που δεν έβλεπαν τίποτα από την δική μου εσώτερη θλίψη, τίποτα από τον δικό μου απεγνωσμένο εαυτό, που ήθελε σαν τρελός να αγαπηθεί. Ηθελα να με σώσει. πίστευα ότι θα με σώσει από τις μαύρες μου σκέψεις. πίστευα ότι θα με βοηθούσε να είμαι δυνατή. Οτι μαζί θα είμαστε ανίκητοι. Τελικά, ΕΊΜΑΙ ΑΝΙΚΗΤΗ. Εκείνος ηττήθηκε.
Μιλώ τόσο αλλαζονικά, το ξέρω. Αλλά νιώθω δυνατή. Για πρώτη φορά στην ζωή μου ίσως. Νιώθω ότι πατάω στα πόδια μου. Οτι ξέρω που πηγαίνω. Οτι πλέον όταν θα ξέρω που να επενδύσω ή όχι, που αξίζει να πεθαίνω ή όχι. Και φοβάμαι μήπως κάνω τα ίδια λάθη. Αλλά ίσως τώρα θα ξέρω πως να τα αναγνωρίσω, πως να τα αποφύγω. Ελπιζω ότι θα ξέρω. Γι αυτό ώρα σου, καλή.
Πέρασες κι εσύ. Αυτό ήταν. Δεν μου λείπεις. Με έκανες ακόμα δυνατότερη. Ακόμα πιο σίγουρη, ακόμη πιο ουσιαστική, ακόμη πιο "όμορφη". Και όλο το θυμο που έχω για σένα, χαλάλι σου. Εγινε πια αδιαφορία σχεδόν. Επιτέλους!

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα κυθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε, σίγουρα δεν θα τα βρούμε ποτέ μαζί, γιατί εγώ μπήκα στο πλοίο,αλλά εσύ έμεινες να με κοιτάζεις να φεύγω. κι έφευγα και η αλήθεια είναι ότι βαθιά μέσα μου ήθελα να κάνεις κάτι για να μείνω, ένα μεγάλο άλμα να με προλάβεις. Αλλά όλο έτρεχα τόσο μπροστά και εσύ πίσω να με κοιτάζεις, όλα αυτά τα χρόνια. λίγο που συγχρονίστηκαμε, λίγο που ταιριάξαν οι ανάσες μας, αλλά λίγο. ολα ηταν λίγο απο σένα .
Και το χειρότερο είναι ότι δεν πονάει πια. Δεν είχα άλλη υπομονή, κανένα άλλο κουράγιο  να μένω πίσω, να με κρατάς πίσω δέσμια σ έναν έρωτα που δεν μπόρεσες ποτέ να μου ανταποδώσεις έτσι όπως άξιζε στον δικό μου βαθύ έρωτα.
Θυμάμαι εκείνον τον πρώτο σεπτέμβρη του 2012. Εβρεχε έξω. καθόμουν στο μεγάλο διπλό κρεβάτι και πάλευα να κοιμηθώ είς μάτην. Μακριά σου όλα τόσο δύσκολα. Προσπάθησα να πνίξω εκείνη την βαθιά μου επιθυμία για σένα μέσα σε γραφές, να σε πλησιάσω μέσα από αυτές. Κι ήταν μάταια. Ποτέ δεν πήρα απάντηση, ούτε μία ουσιώδη και βαθιά προσέγγιση των συναισθημάτων σου. Δεν είναι ότι δεν την ήθελες, είναι ότι δεν είχες. Δεν ξέρω αν μου έδωσες τα πάντα σου. Δεν θέλω να είμαι άδικη. μπορεί και να τα έδωσες, όσο κι αν εγώ τα αμφισβητώ.
Τελικά εκείνο που χαράζει βαθιά την καρδιά και την έχει κάνει ένα μεγάλο παγόβουνο, είναι ότι εσύ δεν είχες τίποτα να δώσεις.Δεν είσαι γεννημένος για να δίνεις. Είσαι γεννημένος για να παίρνεις, για να σκορπιέσαι δεξιά και αριστερά, σε κορμιά διάφορα, σε κορμιά πολλά. Ανούσια να περιφέρεις του κουφάρι σου στην γη αυτή, χωρίς ποτέ να σκέφτεσαι βαθύτερα την πραγματικότητα. Η δική σου πραγματικότητα: Η επιφάνεια. Δεν ψάχνεις ποτέ βαθύτερα αίτια. Κι εμένα άραγε πώς να με θυμάσαι; Σαν τη Μαρίνα. οτι δήθεν τάχα μου δεν έφταιγα εγώ, αλλά εσύ. Δίκιο θα έχεις.
Μόνο που δεν μαθαίνεις ποτέ από τα παθήματα σου, από αυτές τις γυναίκες που σ αφήνουν πίσω τους και προχωρούν μπροστά. Θα είσαι για μία ζωή ένας άνθρωπος κενός.
Να αυτές είναι οι αιτίες που χαίρομαι που τελειώσαμε. χαίρομαι που βρήκα το κουράγιο να φύγω ή έστω που με άφησες να φύγω. Ετσι είναι καλύτερα για μένα. Για σένα πάλι δεν ξέρω. Ισως καλύτερα. ισως πια σε καταπίεζα, ίσως ήθελες απλά να σκορπίσεις λίγο σπέρμα παραπάνω σε διάφορα αιδοία. Δικαιώμα σου. Ο καθείς παίρνει ό,τι του αξίζει.


Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Ελα κοντά μου να σου πω κι εσένα όλα μου τα όνειρα. Ελα κοντά να μου δείξεις ΕΣΥ πώς αγαπάνε,  πώς νιώθουνε, πώς ξεχνάνε.... Ελα κοντά να σου πω όλα μου τα λάθη, όλα  μου τα πάθη...Ολα μου τα όχι και τα ναι... ολα όσα θέλω να ξορκίσω, κι όμως έρχονται κοντα μου. Ελα κοντά μου να σου δείξω την πανσέλληνο, έλα κοντά μου να γίνεις όσα θέλω... Και μετά να με απογοητεύσεις κι εσύ. να ένα άλλο προδομένο όνειρο, ένα άλλο προδομένο ιδανικό, ένας άλλος προδομένος έρωτας. Ελα κοντά μου να σου δείξω πώς είναι η αγάπη η μεγάλη, πώς είναι να σ αγαπήσουν και μετά να σε προδώσουν.

Και μετά αφού μπορει και να ερχόσουν, έμεινες μόνος στο κρεβάτι, χωρίς την ανάσα μου... Χωρίς να δοκιμάσεις  έστω την ανάσα μου ή το δέρμα μου, χωρίς να  δοκιμάσεις να νιώσεις κάτι πιο βαθύ....Εκεί μόνος και αποκρουστικός σχεδόν, προσπαθώντας κι εγώ εσένα να πλησιάσω, πες μου τι κέρδισα.

Ονειροπόλος, αλλά πού ταξιδεύεις; Ξέρεις τι ; είσαι κι εσύ όπως οι άλλοι που αγάπησα, που κανείς δεν ήταν τόσο αθώος... Είσαι άλλη μία παρένθεση ανολοκλήρωτη... Μία παρένθεση, ούτε καν τελεία. Αλλά βέβαια. Πού να ξέρεις εσύ από όλα τούτα?
Μακάρι να ερχόσουν να δεις κι εσύ...αλλά κι εσύ θα ανέβεις στο σύννεφο σου και θα ερωτευτείς πάλι από την αρχή τον εαυτό σου... Οπως έκανε κι ο άλλος...

Αχ αυτός ο άλλος.. Να ήξερες μόνο πόσος έρωτας υπήρχε και πώς σκοτώθηκε... Να ήξερες μόνο... το μέσα μου...

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Αυτό τα βάθος θα μας φαεί, αυτή η μανία να εμβαθύνουμε στους ανθρώπους... Για να βρούμε τι τελικα; Δεν είναι τα βράχια που υπάρχουν μέσα τους που μας πληγώνουνε-τούτα έστω είναι κάτι, είναι μια παρηγοριά. Κείνο που μας θλίβει είναι πως βρίσκουμε μέσα τους το απόλυτο τίποτα, το απόλυτο λευκό-tabula rasa-. Καμία ευαισθησία, κανένα βάθος, κανένα όραμα. Μόνο στόχοι κι όχι όνειρα για πράγματα πρόσκαιρα, για πράγμα της επιφάνειας, τι θα φας, τι θα πιείς, ποιό κορμί θα γλεντήσεις.
Κι εμείς μέσα μας είχαμε μια κρυφή ζωή, πολλές κρυφές ζωές, όνειρα, φαντασιώσεις, αγάπες βαθιές. Η γραμμή του ορίζοντα για μας σήμαινε τόσα πολλά, μα πάνω από όλα εκείνη τη μεγάλη αγάπη με εκείνον τον άνθρωπο που σε γεμίζει, γεμίζει το κενό της κρυφής θλίψης μας... Για τους άλλους ήταν απλά μία γραμμή του ορίζοντα, τίποτε άλλο, μόνο συμβατικά χρώματα που σημαίνουν το τέλος. Κι είχαμε πλέξει στο μυαλό μας τόσες ωραίες ιστορίες για το τέλος του ορίζοντα, που δεν είναι τέλος, μα έτσι μας φαντάζει.
κι αυτό το χτικιό, αυτή η κατάρα να θυμάσαι είναι που σε κάνει να οπισθοχωρείς, σε κάνει να βουλιάζεις όλο και πιο βαθιά. Μα χειρότερο είναι τούτο το ασυμβατο: Να νοσταλγείς κάτι που δεν το έχεις ζήσει, που δεν πέρασε ποτέ από τα ματια σου ή αν πέρασε ήταν αμυδρό θαμό, σαν ένα απαλό γαλάζιο, σχεδόν αδιόρατο στο τέλος του ουρανού-αν ποτέ τελειώνει ο ουρανός.
Για ποιό νόστο να μιλήσουμε; Σε ποιά πατρίδα να γυρίσουμε, αφού ποτέ δεν πήγαμε εκεί. Τι είναι δηλαδή; Μία νοστλαγία για την χώρα του πουθενά. Για μία χώρα που υπάρχει κάπου βαθιά μέσα μας, κι όλο την ψάχνουμε.... Μάλλον αυτή η χώρα έχει απροσδιόριστη μορφολογία, άστατο κλίμα, χρώματα μάλλον διάφανα που άλλοτε λάμπουν κι άλλοτε γίνονται θαμπά.
Ετούτη η νοσταλγία, λέμε, είναι σαράκι που σου προσφέρει την τραγική αίσθηση του ανικανοποίητου. Να έχεις τη μισή γη στα πόδια σου και να ζητάς και την άλλη μισή. Κι ακόμα περισσότερα. Να μη σου αρκεί κανένας πλανήτης. Κι όλο να ζεις με τη νοστλαγία, μ' αυτό που σε πνίγει... Και καταβάθος να πηγαίνεις ευθεία στον πνιγμό σου, αλλά να φοβάσαι. Κι ως άλλη Μαρία Νεφέληνα "φοβάσαι και να σ' αρέσει". Μα τι τροχοπέδη ο φόβος... κι όμως η ηδονή τον ξεπερνάει... Για το καλό μας.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Στην εποχή του ψεύδους...

Ζο'υμε στον κόσμο που όλα είναι, όπως φαίνονται. Για την ακρίβεια δε, στον κόσμο που το οντολογικό στοιχείο δεν υπάρχει, υφίστανται μόνο τα φαινόμενα. Οι ρίζες ενός δέντρου, για παράδειγμα, στον κόσμο που ζούμε σήμερα, δεν υπάρχουν, αφού δεν είναι εύκολα ορατές και δεν τα ξεχωρίζεις στο νοητό σου μικρόκοσμο.
Ζούμε στον κόσμο της υποτιθέμενης ομορφιάς, της νοητής αρμονίας και κάλους. Οι περισσότεροι από τους γύρω μας ή ακόμα κι εμείς οι ίδιοι κάποιες φορές κοιτάμε το ευνόητο, την εύληπτη όμορφη εικόνα. Ελάχιστοι ψάχνουμε κάτω από αυτήν την ιδεατή εικόνα του συνανθρώπου μας. Ενα ωραίο μαλλί, επιμελημένο από το κομμωτήριο, ακριβά ρούχα, ωραία πόδια, μακριά χέρια, αντρικές πλάτες μεγάλες και ύψος, μα κυρίως ύφος μπλαζέ. Αυτά είναι τα συνθετικά της ομορφιάς του 2015. Και δυστυχώς αυτά ήταν πάντα. Ας μην το εντοπίζουμε χρονικά, γιατί είμαστε σχεδόν όλοι τόσο κοντόφθαλμοι ή αόμματοι, αν θέλετε να το δεχτείτε, που δεν μπορούμε να διακρίνουμε τα μάτια των ανθρώπων, το χαμόγελο.
Κυρίως δε ζoύμε στον κόσμο της "σωματολαγνείας", αφού πια η ομορφιά ορίζεται με βάση το σώμα σου. Κι αυτό βεβαίως εκ πρώτης άποψης μοιάζει να είναι φυσικό, προοδευτικό, απαλαγμένο από τις χριστιανικές αντιλήψεις που πολεμούν την ανάγκη του ανθρώπου για σωματική επαφή και την μετουσιώνουν σε αμαρτία. Κι όμως, αυτή η φανταστική αγάπη προς τα σώματα στο βάθος σημαίνει ένα απίστευτο μίσος για το μη τέλειο. Καθημερινά στην τηλεόραση παρατηρούμε τα τέλεια κορμιά, κορμιά που στην πραγματική ζωή υπάρχουν σπάνια. Κι είναι λογικό. Εμάς βλέπετε δεν είναι η δουλειά μας να διαφημίζουμε μαγιό, ούτε να γυμναζόμαστε καθημερινά. Κι όλη αυτή η προσκόλληση στην τελειότητα, που υποτίθεται ότι υπάρχει κάπου εκεί έξω, αλλά δεν είναι εφικτή, εμείς την μεταφράζουμε σε μίσος για τα κορμιά μας.
Τι ; Εχεις αντίρρηση ε ; Ναι, αλλά σε είδα να στέκεσαι στον καθρέφτη με καμπουριασμένη πλάτη, σαν να ντρέπεσαι για το λεπτό σου σώμα και για την μικροσκοπική σου πλάτη. Κι εσένα σε είδα να κοιτάς παντού εμμονικά τους καθρέφτες επικεντρωμένη στην κυτταρίτιδα σου, να τρέχεις σε ινστιτούτα ομορφιάς να αφαιρέσεις τα μαύρα στίγματα από το πρόσωπό σου υποβαλλόμενη σε τεράστια ποσότητα καρκινογόνου ακτινοβολίας. Σε είδα κι άλλες φορές στην εφηβεία σου να κλαις και να νιώθεις εγκλωβισμένη μέσα στο σαρκίο σου, σε είδα να το κακοποιείς, να θες να σπάσεις το καλούπι του, να καταναλώνεις χάπια,να υποφέρεις, που τελικά δεν είσαι αυτό που ήθελαν να είσαι.
Δεν έχεις καταλάβει όμως κάτι: Ετσι σε θέλησαν, ανασφαλή, φοβισμένο, μοναχικό, καταβεβλημένο, δυσαρεστημένο με την εικόνα σου. Είσαι ένα γρανάζι ολόκληρης της βιομηχανίας της ομορφιάς. Σκέψου για ένα λεπτό, πόσες εταιρίες πώληση καλλυντικών θα είχαν κλείσει αν εσύ δεν ήσουν ανασφαλής; Πόσα κομμωτήρια; πόσα κέντρα αδυνατίσματος; κι ακόμα σε ακραίες περιπτώσεις πόσες φαρμακοβιομηχανίες που παράγουν αντικαταθλιπτικά;
Τα έχεις σκεφτεί όλα αυτά ε; Ναι, το ξέρω. Κι εσύ το ξέρεις, αλλά δυσκολεύεσαι πολύ να ζεις εκτός κοινωνίας, δυσκολεύεσαι πολύ να ακούς την αρνητικά σχόλια για την εμφάνιση σου. Γιατί δυστυχώς ακόμα σε νοιάζει η γνώμη τους.Δυστυχώς! Το ξέρεις, βέβαια, πως εσύ τους έδωσες το δικαίωμα να σε κρίνουν, πως εσύ ένιωσες μειονεκτικά για τους δικούς σου λόγους και τώρα είναι σε θέση ισχύος. Γιατί έτσι είναι μάτια μου οι  άνθρωποι: Μόλις καταλάβουν τους φόβους σου, παίζουν μαζί τους. Κι έτσι κι εσύ γίνεσαι άλλο είναι υποχείριο. Έτσι είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως κι η διπλωματία: Οσο πιο αδύναμο το άλλο μέρος δείξει ότι είναι, τόσες περισσότερες υποχωρήσεις το υποχρεώνουμε να κάνει.
Κι ας παρακάμψουμε, λέμε, αυτή την σαχλή προβληματική της εξωτερικής μας εμφάνισης, Ας επικεντρωθούμε στην προσωπικότητα, στην εργασία μας. Πάλι το ζήτημα του φαινόμενου εαυτού ανακύπτει και μάλιστα με μεγαλύτερες επιπτώσεις. Μεγαλώσαμε σ΄έναν κόσμο που το τι μάρκα αμάξι έχεις καθορίζει  το αν είσαι καλός στην δουλειά σου. Το αν φοράς κοστούμι, ορίζει το αν είσαι φερέγγυος στις συναλλαγές σου.Ακόμα δε χειρότερα, το αν προβάλλεις την οικογενειακή σου γαλήνη στα κοινωνικά δίκτυα, καθορίζει για τους τρίτους αν την βιώνεις κιόλας.
Ζούμε σε μία κοινωνία όπου όταν διατυμπανίσεις ότι έχεις γνώσεις είτε ειδικού είτε γενικού περιεχόμενου αυτομάτως αναγορεύεσαι σε προφέσορας. Ζούμε στην εποχή που το πολιτικώς ορθό είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσεις. Το φαινομενικά πολιτικώς ορθό. Στην Ελλάδα του 2015 είναι πολιτικά ορθό να αποδεχόμαστε τους ομοφυλόφιλους, τις ανύπαντρες μητέρες, τις σεξουαλικά ενεργές γυναίκες, τους μετανάστες. Ναι, όλοι τους αποδεχόμαστε, αρκεί όλοι αυτοί να μην προκαλούν, αρκεί όλοι αυτοί να είναι μακριά απο εμάς. Δεν θέλουμε τίποτα από αυτά να συμβαίνει στα παιδιά μας ή εν γένει στον εγγύτατο κοινωνικό μας περίγυρο. Πάλι δηλαδή σημασία έχει το να φαίνεσαι κοινωνικά προσαρμοσμένος, να μην ξεφεύγεις από τις επιταγές του κοινωνικώς φέρεσθαι.
Ζούμε στην κοινωνία της υποκρισίας.Περιτριγυριζόμαστε από "τυφλούς" ανθρώπους, από ανασφαλείς ανθρώπους έτοιμους να μας κρίνουν για τις ανθρώπινες αδυναμίες μας, για τις- όμορφες στο κάτω κάτω- ατέλειες μας. Δυστυχώς αυτός είναι ο κανόνας, δυστυχώς αυτός είναι ο μέσος άνθρωπος. Και προσωπικά δεν θέλω να ξανακούσω πως η οικονομική κρίση οδήγησε σε επαναπροσδιορισμό των αξιών μας και στο τέλος του φαινόμενου εαυτού μας. Τουναντίον μάλιστα, εξ αιτίας του τεράστιου πλέον ανταγωνισμού στις αγορές του κόσμου, όπως στην αγορά εργασίας, η "ανάγκη" για αυτοπροβολή οξύνθηκε, η ανάγκη για επιβεβαίωση του "πόσο εναλλακτικοί και political correct" είμαστε έχει  κι αυτή διογκωθεί. Κι έτσι οι πιο πολλοί παίζουμε έναν ρόλο που δεν έχει γραφτεί για εμάς, έναν ρόλο ψεύδους, έναν ρόλο "καλής εικόνας".
Πάρε κι εσύ αυτόν τον ρόλο, οικειοποιήσου τον, απόσωσε τον με γλαφυρότητα...
Κι ύστερα...γύρνα σπίτι σου και κλάψε, κλάψε για όλες τις στιγμές που άφησες να φύγουν έτσι, ταξιδεύοντας μαζί με το φαινομενικό σου εγώ... Και σκέψου... το πραγματικό σου εγώ είναι ευτυχισμένο; Σκέψου το αργά το βράδυ,με κλειστά φώτα, στο δωμάτιο σου. Μόνο τα μεσάνυχτα οι αλήθειες ξυπνούν.... Σαν τα φαντάσματα, στην εποχή του ψεύδους...


Σάββατο 2 Μαΐου 2015

η θέα.


Μὰ τώρα αὐτὸς εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀνώνυμος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος

Ανοιχτή μπαλκονόπορτα βλέπει σ έναν συννεφιασμένο ουρανό,
σ ένα σκονισμένο μπαλκόνι. 
Το μικρό τραπεζάκι, χωρίς τραπεζομάντηλο, 
κι οι καρέκλες χαλασμένες. 
Μόνο η πολυθρόνα είναι εκεί. 
την θυμάσαι αυτή τη πολυθρόνα; 
Ανήκε σ έναν φίλο από τα παλιά, 
μου την είχε αφήσει σπίτι, αλλά θα την έπαιρνε πίσω.
Τελικά την ξέχασε. - 
ή την άφησε επίτηδες, για να τον θυμάμαι; 
μήπως έχει τύψεις που εξαφανίστηκε χωρίς καμία εξήγηση; -
Βεβαίως και δεν θα μάθουμε ποτέ. 
Τι σημασία έχει άραγε τώρα ;
Ο αποχωρισμός είναι η φυσική κατάληξη των ανθρωπίνων σχέσεων. 
Καμία εμπάθεια. 

Τοπίο ανιαρό από τη μπαλκονόπορτα. 
Τζάμια βρεγμένα από τις σταγόνες, 
μηχανοκίνητα κορνάρουν, ένας κίτρινος γερανός κινείται ρυθμικά πάνω κάτω. 
Η Ροδόπη απέναντι συννεφιασμένη, κρύβεται από τα σύννεφα.
Κοιτάζω έξω σκεπτόμενη...
Το σπίτι είναι μεγάλο κι όμως δεν με χωράει. 
Η πόλη είναι μεγάλη κι όμως  δεν με χωράει. 
Καμία πόλη ως τώρα δεν μου έφτασε,
ούτε άνθρωπος.
Εσύ είσαι μακριά, αλλά δεν με φτάνεις. 
Κι εδώ να είσαι, πάλι μακριά είσαι.
πού είναι το σημείο που δύο μικρόκοσμοι ανταμώνονται ; 
στο σημείο μηδέν μάλλον. 
Τόσοι ανιαροί μικρόκοσμοι τριγύρω...
κι εσύ αναμένεις τον άλλο σου μισό μικρόκοσμο, 
παρ όλο που ξέρεις πως δεν υπάρχουν άλλα μισά.

Ανώφελη που είναι η αναμονή,
Αφού κανείς δεν θα σε σώσει, λοιπόν,
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω....
 Με κατάλαβες; 

Κι αυτή η μελαγχολία, η αίσθηση του ανολοκλήρωτου ενυπάρχει στο χώρο, 
εμφανίζεται μέσα σ αυτό το μεγάλο σπίτι, 
που φορές-φορές γίνεται το καταφύγιο μου, 
κι άλλες φορές η φυλακή μου. 
Φυλακές με τοίχους δεν υπάρχουν,
μόνο φυλακισμένα μυαλά. 
Ακατάστατο σπίτι, παρατημένα βιβλία, παρατημένα ρούχα και σημειώσεις 
στον καναπέ. 
Παρατημένος κι ο εαυτός κάπου ανάμεσα σε μελαγχολικες βαθιές σκέψεις
Κι ακόμα αναρωτιέμαι αν ο Σαρτρ το έθεσε σωστά: 
" η κόλαση είναι οι άλλοι" ; 
Γιατί αυτή η βαριά κατηγορία να τους βαρύνει; 
Είναι άδικο. 
Η κόλαση είμαστε εμείς. 
Εμείς κι άγγελος, εμείς κι ο διάβολος.
Εμείς η νύχτα, εμείς η μέρα, 
εμείς η χαρά, εμείς η θλίψη. 
Σήκωσε τώρα το φορτίο σου με υπομονή και θάρρος,
για να βγάλεις φτερά, να οδηγηθείς στον δικό σου παράδεισο. 

Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Μποτίλια Στον Άνεμο: Εντουάρντο Γκαλεάνο: Έσπασε ο καθρέφτης της Λατινι...

Μποτίλια Στον Άνεμο: Εντουάρντο Γκαλεάνο: Έσπασε ο καθρέφτης της Λατινι...: Διπλή απώλεια για την παγκόσμια λογοτεχνία: Γκρας και Γκαλεάνο Μαύρη Δευτέρα για την παγκόσμια λογοτεχνία η Δευτέρα του Πάσχα Πρώτος...

Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Μεγάλη Παρασκευή.

Απόψε ο Αθηναϊκός ουρανός θα είναι όμορφος πολύ.
Στην Πλάκα θα έχει ήδη τελειώσει η περιφορά του επιταφίου.
Να γιορτάζουμε κι εμείς την περιφορά του θανάτου, που  πηγαινοέρχεται στις ζωές μας.
Μα τι παράδοξοι άνθρωποι.
Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλη θλίψη για τους Χριστιανούς,
μεγάλη η θλίψη για το Ναζωραίο Ιησού.
Ο δικός μου Ιησούς υπήρξε ο προδομένος μαραγκός: Ενας άνθρωπος που αψήφισε την καθεστηκυία τάξη της εποχής του, ένας άνθρωπος που έκτισε την θανατική ποινή ως τιμωρία για τις ιδέες του.

Το νησί μου είναι παγωμένο. Ερημος τόπος! Πάσχα στη μέση του χειμώνα σ ένα ορεινό χωριό. Αδεια η εκκλησία, πέντε- έξι άνθρωποι κι ο παπάς κι ο ψάλτης να ψάλουν τα εγκώμια με  τις παραφωνίες του, την ανοιχτή τους όμως καρδιά. Ο δρόμος προς το κοιμητήρι περνάει απ την άδεια πλατεία. Ο πλάτανος στέκει μόνος του, ερημωμένος, σχεδόν παραπονεμένος στην μέση της πλατείας. Το καφενείο νομίζεις ότι είναι κλειστό, έτσι όπως γρήγορα περνάς. Μα αν κοιτάξεις προσεχτικά θα δεις το τζάκι να καίει και μία ανοιχτή τηλεόραση. Εδώ δεν φτάνει ο πολιτισμός. Το ραδιόφωνο δεν πιάνει ελληνικούς σταθμούς. Λίγους τουρκικούς. Η γλώσσα των γειτόνων άγνωστη σε μας. Είσαι στο πουθενά, στον έρημο τόπο, στο νησί σύνορο με την Τουρκία. Βρίσκεσαι κάπου στο πουθενά.
 Εδώ δεν φτάνει ο πολιτισμός, όπως όλοι οι λοιποί τον εννοούν. Εδώ έχει κρασί, μικρή παρέα απλή, πολιτικά σχόλια βασισμένα σε γενικολογίες. Κατά βάση εδώ έχει κοινωνιοδικείο. Ολοι δικάζουν την υπαιτιότητα του διαζυγίου σου, την ηθική σου υπόσταση κυρίως, τους φίλους σου. ΔΙκάζεσαι κάθε μέρα για τις πρωτοπόρες απόψεις σου, που διαφέρουν από την κοινή λογική της επαρχίας, γιατί δεν είσαι όμοιος.τους, γιατί ίσως ξέρεις κάτι παραπάνω ή γιατί επιζητάς την ελευθερία σου.

Στην πόλη του Καρλοβασου αγριο βράδυ χειμωνιάτικο,επιτάφιοι όλων των εκκλησιών συναντιούνται κάπου στο κέντρο. Στολισμένοι με τα λίγα φώτα τους, ο κόσμος τους ακολουθεί, η φιλαρμονική του δήμου παίζει τα πένθιμα κομμάτια. Τελειώνει κι η λειτουργία. Το κενό τώρα. Η ώρα πήγε δώδεκα. Οι δρόμοι πρέπει να είναι άδειοι. Ο καιρός είναι άγριος κι η θάλασσα ξερνάει φίδια, καθώς λέμε.
Ερημος ο τόπος.

Παράξενος τόπος, συνεχώς με διώχνει, αλλά πάντα με τραβάει στην επιστροφή μου. Είναι η κατάρα μας: Να αγαπιόμαστε όταν είμαστε μακριά, και κάθε που συναντιόμαστε να μη με αγκαλιάζει το νησί, να μην είναι τρυφερό και φιλόξενο. Ισως φταίνε κι οι άνθρωποι του. Ισως πάλι φταίω κι εγώ.
Κι όμως, πολύ εσωτερική μοναξιά απόψε.
Το ξέρω αυτό το συναίσθημα. Καλύπτεται με ένα ποτό σ ένα μπαρ που σ εμπνέει, παρέα με κάποιον που εκεί γνωρίζεις. Και πού ξέρεις; Ισως να είναι στο μυαλό σου. Υπάρχει μία σπάνια περίπτωση.
ΤΟ σύνηθες είναι να πίνεις το ποτό σου και να επιστρέφεις βαριεστημένα σπίτι.
Σ αυτόν τον έρημο τόπο, το καράβι αργεί. Δεν θα έρθει. Εχει απαγορευτικό. Απαγορευτικό μάλλον έχει κι η σημερινή μου διάθεση. "Τα καφένεια όλα κλειστά", κλειστά για μένα μόνο, αφιλόξενα, χωρίς να προσφέρονται για τη νύχτα, όπως θα ήθελα να την περάσω.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Νυχτερινά

1
tι παράξενα που είναι ΄όλα και πόσο ρευστά.
Κι αυτό θα περάσει, όμως, όπως έλεγε κι η Κλωντ. ΠΟιό αυτό ; Δεν ξέρω. Κάτι  με έπιασε σκοπτόμενη την ματαιότητα κι είμαι νηφάλια. Παράξενο. Ξύπνα περίπου 17 ώρες, με τόσες πολλές δραστηριότητες μέσα σε 2 μέρες. Τόσες συναναστροφές χθες, σήμερα, κι όχι σκόρπισμα.

Αραγε η αίσθση του θανατου να μας παρηγορεί ή να μας τρομάζει; ΕΜένα και τα δύο.

Και δεν μπορώ να αποφασίσω τι θέλω να είμαι σε αυτή τη ζωή, ακόμα κι αν ο λογικός εαυτός μου, μου λέει ότι πρέπει να αποφασίσω τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω. Μόνο το πρόβλημα είναι ότι μεγάλωσα, ότι δεν ξέρω θέλω να είμαι. Ταξιδιάρα ψυχή, από φωλιά σε φωλιά, από κορμί σε κορμί, αλλά ταυτόχρονα με μια αίσθηση απόλυτης σιγουριάς σε μία φωλιά που πάντα θα ξέρω ότι γυρνάω. Είμαστε όλοι άπληστοι. Αυτό θέλουμε όλοι. Να χανόμαστε και μετά πάλι να βρισκόμαστε στα ίδια, στα σίγουρα ίδια. Στην ίδια ασφάλεια. "οι φόβοι σου κι οι φόβοι μου στο ίδιο το τραπέζι". Τελικά τι κάνω στη ζωή μου; Δεν έχω αποφασίσει. Είμαι μία φοιτητρια  ή έχω ένα διεστρεμένο λογικό μυαλό μιας 30 που κολλάει σε καταστημένα; ΠΟυ θέλει επαγγλεματικές επιτυχίες, λεφτά, σταθερότητα, καλό γκόμενο ή ένα τρελό μικρό που περιφέρεται απο πόλη σε πόλη, χωρίς σταθερές, γιατί μέσα της δεν υπάρχουν και δεν την ενδιαφέρουν οι συμβατικότητες; Η μήπως τελικά όλα αλλιώς τα φτιάξαναe και αναγκάζεσαι να  μπεις σε τρυπάκι και να υποχωρήσεις; Μήπως από τώρα υποχωρώ;
μήπως κάναμε τις συμβατικές επιλογές μας ; Και τι είναι οι συμβατικές επιλογές;
2
κι ΕΣΕΝΑ που με μετέτρεπες σε μαριονέτα σου κάποτε μ ένα χαμόγελο, πού σε έχασα; Από πρίγκιπας έγινες άλογο. Το βάθρο σου κατέρευσε. Στο γκρέμισα. Πάλι ψέματα σου είπα ή ψέματα μου είπες ; Με εξαπάτησα ενστικτωδώς. Το κορμί μου δεν είναι χωρισμένο από το μυαλό μου, βέβαια. Αλλά το μυαλό εξουσιάζει, το μυαλό δημιουργεί βάθρα και τα γκρεμίζει. Αχορταγή στην μυθιστορηματική ηδονή. Ζωή σαν μυθιστόρημα γίνεται; Γίνεται, αλλά σε μία πορεία μοναχική. Μονη σε ζωγράφισα με κόκκινο και μπλε. Πιστεψα στυο βάθος του μαθηματικού  νοητικού σύμπαντος σου. Τελικά οι αριθμοί δεν είναι αρκετοί ή το σύμπαν σου δεν είναι τόσο μεγάλο. Εμένα δεν μου φτάνει αυτό το μικρό επαρχιακό σύμπαν. Αυτό το μοναχικό, αποστειρωμένο και προγραμματικσμένο σύμπαν. Εϊναι ιδιόρρυθμο. Δε συστέλλεται και δε διαστέλεται. Εϊναι ακίνητα τ αστέρια του; ΑΛλά απ την άλλη τόσο άχαρο σύμπαν υπάρχει ; Μήπως εγώ δεν βλέπω τις εκρήξεις του, τις εκλείψεις του; Προσπάθησα πολύ να διαστείλω τον ουρανό σου, να βαθύνω το νου σου. Εψαξα μέσα στο σύμπαν σου για μαύρες τρύπες. Τι είναι αυτό που είδα ; Ανυπαρξία μάυρου, φωτεινό πλάσμα είσαι. Υπάρχεις; Νοητικά ο εαυτός σου ποιός είναι ; ΠΟύ ναι οι εαυτοί σου ; Εγώ μόνο καθε μέρα σε ένα λεπτό διαστέλλομαι, συστέλομαι, πάλομαι; Πώς γίνεται; Δεν είμαι καν αστέρι. Ισως είμαι σύμπαν, όπως εσύ. ΕΣΥ, ΕΣΥ. ΕΣΥ.
 Εμένα κάπου με είχα ξεχάσει. Κάποτε απλά με πείραζε το πήγαινε- έλα σου. Τώρα με πειράζει η βόρεια πορεία σου, πορεία προς βόρειο πόλο. ΠΟρεία ; Μην υπερβάλλω κιόλας. Το δικό μας σύμπαν μένει ακίνητο. Κι εγώ έκανα πολλές φορές απόπειρες να το μετακινήσω πάντα προς την διαστολή, αλλά εσύ συνέστειλες. Τώρα κι εγώ στην αναπάντεχη ακινησιά μένω. Ψάχνω για άλλα σύμπαντα.
Υπάρχουν; Να ξέρεις, αυτό με τρώει. Ως τώρα κανένα σύμπαν δεν συστέλλεται αρκετά ή έστω τόσο όσο το δικό μου. Μόνο οι φόβοι μεγαλώνουν. Κι εγώ γαμώτο, πάλι δεν φοβάμαι. ή μάλλον φοβάμαι, αλλά προτιμώ την διαστολή. Είναι χαρούμενη κίνηση, είναι πηγή ζωής. Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνουν. Ο πίτερ πάν μου χάθηκε στο δρόμο; Αν έχει χαθεί, είναι ακόμα μόνος κι υποφέρει. Εχω μία ιδέα σε ποιό σύμπαν μπορεί να ζει, αλλά δεν μπορώ να πάω ως εκεί . Δεν μ αφήνει.
Λέω ο Πιτερ Παν λες και πιστεύω στο πρίγκιππα. Οχι, δεν είναι ένας ο Πίτερ Παν. Μιλάω για τον προσωρινό, τον επερχόμενο ή έναν προηγούμενο. Μιλάω για τον πρώτο Πίτερ Παν της ζωής μου. Σκόρπισε τη μαγεία του κι έφυγε. Ε ναι, μετά από τόσα χρόνια τον νοσταλγώ αυτόν τον μικρό με το βέλος του. Αλλά δε μου λείπει. Μιλάω για άλλον πίτερ παν. Εϊναι στο δρόμο; ή τον συνάντησα και τον άφησα να φύγει; ή με άφησε να φύγω; Η μήπως είσαι εσύ;; Κάποτε προσέφερες μαγεία... Μα... κι αυτό θα περάσει...
3
Πρώτε μου αγνέ έρωτα, πρώτε μου γητευτή, σου απέδωσα τόσες φορές φορους τιμης. Τωρα από την απόσταση του χρόνου σε κοιτάζω. Επεσες τώρα από το βάθρο σου ή όχι ακόμα ; ξερεις τι μου λείπει; εκείνη η αγνότητα μου. πάλι εγωιστικό παραλήρημα. Μου λείπει να ρθει ένας σαν εσένα, αλλά στα τωρινά μου μέτρα, στις τωρινές μου γραμμές. Να με διαστείλει. ολοι οι ακολουθοί σου κι εσύ με διαφθείρατε. Χάθηκα στο δρόμο. Και καμία αιδώ, καμία λύπη, ομως. Τιμή είναι και καμάρι μου η αμαρτία. Μα ίσως να πονάει, η πουτάνα. Μα την ζητάω. Θέλω την άλωση, όπως εσύ έκανες. Με έσωσες. ΠΛατωνική αγάπη, αλλά τέτοια, σαν εσένα, τόσο να με πονέσει, δεν ξαναγνώρισα, όπως το είπες.
Σε ποιά τούνδρα τώρα είσαι χαμένος ; Ποιό χασίσι σε φτιάχνει και τι βάθρα χτίζεις πάλι; Αρσενικέ μου εαυτέ, τι δράμα να γεύεσαι; ΠΟιά γοητεία σε έχει πάρει; Ποιά θλιβερή Κυριακή μακριά μου βιώνεις; Και το ξέρω. Δεν υπήρξα να σένα. Ημουν ένα δύο τρία χιλιάδες γράμματα, φθόγγοι που ξεψυχούσαν γραμμένοι απ το Αιγαίο. Ημουν η Μαρία Νεφέλη σου, ήσουν ο θιασώτης μου. Με έσπρωχνες και στο γκρεμό μαζί σου. α κατάφερες. Βαδίζω από τότε ανάμεσα σε χαρτιά, λέξεις, εικόνες, αλλά ξέρεις τι; Με έμαθες να μη φοβάμαι. Και στο χρωστώ. Με έμαθες να αλλάζω. Και στο χρωστώ. Με πόνεσες. Σ ευχαριστώ. Ο πρώτος θάνατος στη ζωή μου δεν ήταν του Ιωάννη, ήταν ο δικός σου. ΠΟνάει πάντα η πρώτη φορά, μάγκα μου και καραγκιόζη μου, αλήτη τρυφερέ μου. Κι όμως, έτσι απόψε, να γινόμουν 16 ξανά, να ζήσω πάλι από την αρχή ο,τι ομορφόερο και πικρότερο έχω ζήσει. Την πιο βαθιά σου μαχαιριά να μου δώσεις.
ή μήπως τώρα εσύ στα 3ο σου να ρθεις να ξανασυστηθούμε;
Ξέρεις σε νοστάλγησα και τούτο που πονάει πιότερο; Ούτε που μπορώ να σου το πω.

Θα σου έγραφα το πιο όμορφο παραμύθι, αφού από αυτό τρέφεσαι. Μα θα ήταν αλήθεια. Πως σ αγάπησα, λέει, πολύ, πως σε θέλησε και το κορμί πολύ, και πως δεν με πρόδωσε ποτέ κι οι τύψεις τότε θα έπαυαν να σε κυνηγούν; Πηγή της έμπνευσης μου; Ξέρεις πόσο καιρό έίχα να σου γράψω. Πόσα χρόνια εκλογίκευσης, άπειρου έρωτα, αχάλινωτου έρωτα, φτηνιάρικου,κυνικού, τρυφερού, σκληρού, πουτανίστικου και κοριτσίστικου; Τώρα με χορτασμένο ήδη το κορμι, θα σου μιλούσα. ΟΧι, όπως τότε,ανήξερη, αλλά τώρα πια υποψιασμένη. τώρα πια λίγο πιο ψεύτικη, αλλά κι αληθινή.
Να κράξω τ όνομα σου, το σχήμα των χειλιών σου να σχηματίσω στο τετράδιο. Εντονη η έλλειψη σου. Σε χωράνε απόψε οι γραφές και δεν τελειώνουν. Θα πιω ένα μπουκάλι βότκα, όπως έκανες. ΠΟιητή των όνειρων μου, ήσουν η πλήρης μυθοποίηση χωρίς συνείδηση. Τλωρα μυθοποιώ με συνείδηση. Μα αν σ είχα μπροστά μου, ξέρεις τι θα έκανα; Λόγια χωρίς ουσία κι έρωτα κυνικό. Και θα είχα τόσα να σου πω, αλλά με σένα δεν λαλεί κανείς, μόνο σου γράφει. σου γράφει σ αδύναμες στιγμές, στις στιγμές του φόβου. Μοναξιά νιώθω και σε θυμάμαι,υποθέτω. Απέραντη, τρομακτική, απολαυστική, μαζοχιστική δική μου μοναξιά. Κι ας με αγαπάνε. ΟΙ φίλοι μου σε μισούνε. Η φίλη μου σε μισεί. Περιμένω ακόμα το κυκλάμινο. ούτε που θέλω να πάω πια στο Παρίσι.Εκτός αν πάμε μαζί. Εσύ μου το εσύστησες. Εσύ ήταν να με πας. Κι η Θεσσαλονίκη πάντα έχει τ άρωμα σου. Πόσα χρόνια περάσανε κι όλο κοιτάζω την Αγίου Δημητρίου, έξω από το πρεξενείο της Τουρκίας, μήπως και σε δω να κατεβαίνεις από το σπίτι σου. Σιγά μη μένεις ακόμα εκει΄! Κάθε φορά σε περιμένω, αλλά δεν έρχεσαι. Δεν θα μένεις εκεί, υποψιαζομαι. Iσως είσαι και στις Βρυξέλλες σου, ίσως είσαι και στο νησί σου. Ιόνιε έρωτα, αιώνια ανάμνηση, όπως όλες. Τη μνήμη μου να σκότωνα. Ακκλα γιατί ; δεν με πονάει. δεν κακοφορμίζει η πληγή.έκλεισε. Μα θυμάμαι, πως άνοιξε. ¨πκρή παραθαλάσσια αοριστιία, θα κοιτάζεις μια θάλασσα".
Σε βρήκα απόψε, το σπίτι γεμάτο. Ολοι κοιμούνται. Πίνω. Είμαι πάλι 17 και φοβάμαι. . δεν ξέρω τι ακριβώς, όχι τις πανελλήνιες τώρα. Την ενηλικιωση.Μπορείς να βοηθήσεις;
Η αρχή πάντα γίνεται τέλος λοιπόν; Δεν περίμενα ότι θα σου απευθυνω το λόγο μετά από τοσα χρόνια; Μετά από τόσα κορμιά. κΙ όμως. Σε κάθε μοναξιά μου είσαι παρών. Εσύ μου έμαθες την ερωτική μοναξιά. Εσύ και το ερωτικό μαζί κι ας μην ξέρω την γεύση σου, αλλά τι λέω; Ψεύδομαι. Είμαι πόρνη. Σωματικά πόρνη και μ αρέσει. Και σένα σ αρέσει. Ξέρω ότι δεν θα το παραδεχτείς, όμως, αλλά σου αρέσει η νοητική διαστροφή μου. Φυσικά! Τι μας έδεσε εμάς; Η αγάπη στο ψέμα, η αγάπη στη μαγεία. Αλλά άθελα μου σε πίστευα... Και... "σ αγαπάω για πάντα, μ ακους;" Σ ακούω. Πάντα, όλα αυτά τα χρόνια. είμαι μια θεατρίνα του κώλου, μια διεφθαρμένη γράφουσα, ένα υποκείμενο που δεν υπάρχει. Κι αύριο το πρωί άλλα θα σου έλεγα. Ξέρεις, αυτά που έλεγες κι εσύ.
Ευχαριστώ για τις στιγμές. Αντίο. Και θα εξαφανιζόμουν φορώντας σοβαρό μπλε σκούρο ταγιέρ και πατώντας γκάζι στο αμάξι που δεν έμαθα ακόμα να οδηγώ. Διαβόλοι μέσα μου, μπήκανε απόψε κι ακούνε στο όνομα σου, μόνο.
Λοιπόν, κοίτα σύμπτωσις. Ο τωρινός μου, υποτίθεται έρωτας, στο θέατρο που πήγες με την τότε αγάπη σου, είχε πάει με μια πρώην του. Κι οι δύο οι μεγάλοι μου έρωτες μ αφήσατε μόνη. Κι εγώ έλιωνα μόνη. Ελιωνα μέσα στην απόλαυση μου, στην μεγάλη αυτοκαταστροφη. Δεν θα θυμάσαι υποθέτω, αλλά εγώ έδινα πανελληνιες εξετάσεις τότε. Διάβολε, θα με κατέστρεφες. Και μετά, εξω από το ΔΗΠΕΘΕ, τόσα χρόνια μετα, ούσα καψούρα, άκουσα την φωνή σου. είπες ότι θα ρθεις...ακόμα σε περιμένω. Ψέμα σου το είναι σου, ψέμα, μα γλυκό,λατρεμένο ψέμα. Παραλοιρώ απόψε και το ξέρω και δεν έχω μεθύσει ακόμα.
Αλλά την ακούω με την σκέψη σου. Οχι, δεν είναι σαρκικό. ΕΣΥ,μου γάμησες τον εγκέφαλο,αλλοι μου πήδηξαν το κορμί. Τόσο κυνικά και μην προσβάλλεσαι. Δεν πόνεσε τόσο καμία προδοσία, όσο η δική σου. Και σκέψου, πως  ο επόμενος πρίγκιππας, μετά από σένα ήρθε σε 5 έτη και με πρόδωσε όπως εσύ με άλλον τρόπο. Ο δικός σου σκληρότερος τρόπος. Μ το χει το αίμα μου η προδοσία. Κι εγώ πρόδωσα. Αρκετούς ανθρώπους. αι μνήμαι δεν προδόθηκαν όμως. Ενα τραγούδι της Κανα από τον καιρό της λύπης μου μου είχες χαρίσει και στην υγεία σου.
Κοιταζα τα γράμματα σου.... Με αγαπούσες φαίνεται μια Κυριακή.....

ήταν μαι Κυριακή που  πονούσες και δεν είχες άλλον τρόπο να σωθείς, παρά να αγαπήσεις. Κι εςγώ έτσι κάνω, αγαπάω...
Αγαπάω δίχως όριο, δίχως πρεπει, όπως εσένα. Μόνο που τώρα πια έχω μάθει να γεννιέμαι ξανά, όπως εσύ. Ξανά και ξανά.... Θα με κάνεις πάλι βασίλισσα; Πωπω, δεν μπορώ να σταματήσω να σου απευθύνομαι... " σε ξεριζώνα απ την καρδιά, ριζώνεις στην αυλή μου..."
Ριζωσε, έλα, καστανέ μου βασιλιά, στο κάστρο της βασίλισσας σου, έλα. Τρυφερό υποκειμένι που γράφει. Στην πραγματικότητα πίσω απ τις οθόνες είναι μια ύπαρξη αναρχική εκ φύσεως, αλλά υπάκουη στον αγαπητικό της., Κι ούτε που νιώθει ήττα.

το ξέρεις, άραγε; Δεν μ αρέσει να χάνω. Ως τλωρα εσένα έχασα και το έκανα πόνο και σημαία μου. Ποτέ ξανά άλλοτε. Ακομα και τον ξανθό πρίγκιπππα, δεν τον εχω χάσει. εγώ η βασίλισαα του τίποτα. Αλλά στο λέω αλήθεια, εγώ δεν ξέρψ αν τον αγαπάω και να με βοηθούσες θα περίμενα, αλλά κανείς δεν ξέρει τι τρέχει με εσένα.

Σ ευχαριστώ για όλα τούτα. για την έμπνευση, για το μεράκι, για τον πόνο.
το ξέρω πως αυτό το γράμμα απρόσμενα τελειώνει, όπως εσύ κάποτε με ξέγραψες... Μα μη μου κρατάς κακία...Δεν έχεις το δικαίωμα...