Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ημερολόγιο.

Αποκαμωμένη πια από τα ξενύχτια, τις οινοποσίες, τα ατέλειωτα γλέντια και τις κοινωνικές επαφές,
επιστρέφω σ' εμένα για άλλη μία φορά. Ο πυρήνας της ψυχή μου καίγεται από μία φωτιά, κακιά φωτιά, κόκκινη, μοχθηρή, φθονερή, που κατατρώγει και σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα της.
Στέκομαι μακριά από αυτήν την πύρινη εστία. Δεν έχω τη δύναμη να την αντιμετωπίσω. Δεν έχω τη δύναμη να δω τι είναι αυτό που με κατατρώγει, με σπαράζει, με πετάει στα τάρταρα.

Ταξίδεψα για χρόνια σ ένα σωρό κορμιά, σ ένα σωρό αισθήματα, σ ένα σωρό μαγικά βράδια και δεν είμαι αλώβητη, ούτε αβλαβής. Μήπως είμαι σώα όμως ; Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει μέσα μου.
Ένας θυμός και μία οργή αγρεύουν και εκτονώνονται σε άσχετες στιγμές που πάσχω από έλλειψη συνειδήσεως. Ίσως αυτό είναι μία βαθύτερη ανάγκη και υπαιτίως φέρνω τον εαυτό μου σε κατάσταση τέτοια. Δεν ξέρω τι να τραγουδήσω, δεν ξέρω που να ακουμπήσω. Πρέπει να πάψω να ελπίζω σε μεγάλους έρωτες, σε καλούς συντρόφους και σε άλλες τέτοιες ψευδαισθήσεις. Με πονάει η μοναξιά στην οποία διαβιώνω, αυτή η μοναξιά του ύπνου, αυτή η μοναξιά της αγκαλιάς. Χρόνια τώρα δε βρήκα μια αγκαλιά να με χωράει, μήτε ένα κρεβάτι ζεστό, μήτε μία ψυχή καθαρή. Θέλω μια καρδιά ανέγγιχτη ή έστω όχι τόσο κακομαθημένη σαν τη δική μου. Αποζητάω μάταια ένα ζευγάρι χέρια να κλειστώ μέσα τους και να αρχίσω να κλαίω για όλα όσα πια πονάνε.

Έχω διώξει σχεδόν όλα τα άτομα που με έγδαραν άθελα τους. Απομακρύνομαι. Κείτομαι μέσα στην σπηλιά μου, στο δικό μου ιερό. Παρουσιάζω μία εικόνα φενάκη. Ο καθρέφτης είναι όμορφος, γελαστός, φοράει κόκκινο κραγιόν και φόρεμα, φιλάει όμορφα και είναι αισιόδοξος. Εγώ πάλι δε μοιάζω σε τίποτα μ αυτό που βλέπεις μπροστά στον καθρέφτη. Εγώ είμαι ξεγραμμένη, διαλυμένη, με ελπίδες ματαιωμένες, με φτερά τσακισμένα, αλλά μ ένα πείσμα σχεδόν αρχέγονο, που έρχεται από τα βάθη του σώματος μου. Έχω οργή, η φωτιά μου βράζει, δε ξέρω τι θα κάψω ακόμα εκτός από τον εαυτό μου. Φοβάμαι εκείνους που θέλουν να δουν μέσα μου. Δάκρυα κυλάνε από τα μάτια μου. Δεν έχει λυγμούς, ούτε φωνές. Μόνο σιωπή τριγύρω, φάκελοι χαρτιών, υποχρεώσεις, φιλόδοξα σχέδια, μεγάλα γλέντια, υποκριτικές ηδονές- καμία ηδονή δεν τρέφει την ψυχή μου.

Εδώ κάτω είναι σκοτάδι. Είμαι ο ποταμός Αχέροντας. Είμαι η Μήδεια, αλλά δεν σκότωσα τα παιδιά μου. Σκοτώνω τον εαυτό μου ίσως από το μεγάλο πείσμα μου. Αυτή η απομόνωση μ έχει πικράνει, αυτές οι αλλεπάλληλες ματαιώσεις των ελπίδων μου μ έχουν κάνει σκληρή σαν πέτρα. Μοιάζουν όλα τόσο μάταια, η αλήθεια είναι τόσο σκληρή και πικρή, αλλά δεν μπορώ να την δεχτώ. Η ελπίδα είναι μία σκρόφα που κυκλοφορεί τις νύχτες στα μυαλά μας. Είναι μία πόρνη που εκδίδεται στη Συγγρού και εκδίδει και εμάς μαζί της. Γίνεται ο νταβατζής μας, μας εξαπατά, δεν μας πληρώνει ούτε ένα ευρώ, κι ας μας έχει εκπορνεύσει στην ψύχρα.

Χειμώνες άνυδροι πέρασαν δύο, οδεύουμε προς τον τρίτο άνυδρο χειμώνα. Τα καλοκαίρια είναι μικρά, μόνο φαινομενικά λάμπουν, κάποτε για ώρες, άλλοτε για μέρες. Δεν βαστάνε αιώνες οι χαρές. Μια στιγμή μονάχα οι χαρές σε σηκώνουν από το λήθαργο. Μόνο για μία στιγμή. Ύστερα αυτοεξαπατάσαι. Τεχνητός ο ήλιος, παράγεται από χημικά στοιχεία το φως του. Υποκριτικά τα χαμόγελα.

Αν αξίζει κάτι στη ζωή μόνο ο έρωτας είναι. Μόνο γι αυτό το μεσοδιάστημα ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο. Ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο. Η λοιπή πραγματικότητα είναι πεζή, και κυνική, διέπεται από τον θάνατο. Κάθε μέρα είμαστε πιο κοντά στο αποτρόπαιο αυτό γεγονός. Κάθε μέρα που δεν ζούμε έναν έρωτα είμαστε πιο νεκροί κι από μία κούκλα. Κάθε μέρα που δεν λιώνουμε από επιθυμία πάνω στα σεντόνια μας, δε ζούμε, παρά αναπνέουμε. Κάθε μέρα που δεν μπορώ να χάσω το μυαλό μου εξ αιτίας κάποιου, είμαι ένα νεκροζώντανο πλάσμα, που υποτίθεται ότι μάχεται για τα δίκαια της κοινωνίας. Είμαι ένα αδύναμο, πληγωμένο αγρίμι, που δεν ξέρει που να επιστρέψει, γιατί η φωλιά του είναι άδεια. Κάθε φορά που δε με μεθάει ένα φιλί, ντρέπομαι. Ντρέπομαι να διεκπεραιώνω μία διαδικασία αναπαραγωγής μόνο και μόνο για κάποιες στιγμές ηδονής- " άλλα ζητάει η ψυχή, για άλλα κλαίει"- . Θέλω εκείνον τον άνευ όρων έρωτα, εκείνον τον ιερό έρωτα που σε κάνει μούσα, που σε μεταρσιώνει σε persona sacra, θέλω εκείνη την τρυφερή αγωνία, εκείνη τη μανία, εκείνη την απονενοημένη και ένοχη στιγμή που ανήκει μόνο σε δύο ανθρώπους. Διαφορετικά, να μη περιμένουμε έλεος από πουθενά, αν ο έρωτας δεν μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξη μας. 

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Αθήνα.

Βρααδιάζει στην  Αθήνα... στην πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου. Περπατάω μόνη μου στην Ασωμάτων, κοιτάζοντας την αστική παρακμή τριγύρω. Τα κτίρια παραμελλημένα , θυμίζουν μία παραίτηση. Στο βάθος και στο τέλος της οδού, κοιτάζω τα καφενεία κι από πάνω μας ένα φεγγάρι φωτίζει τα ερωτευμένα ζευγάρια, τις γελαστές παρέες, τα χρόνια μας που περνάν και πίσω δεν γυρνάν. Νομίζω πως μυρίζω γιασεμί στη γειτονιά. Χαμογελάω περπατώντας και ακούγοντας κάποιο τραγούδι της Νικολακοπούλου. Ενας ταρίφας χωμένος μέσα στο κίτρινο ταξί του με προσπαρνάει. Η κόρνα ουρλιάζει.Ο διπλανός δρόμος πολυσύχναστος, αδιάφορος, κουραστικός. Η Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου. Η πόλη με τις αντιφάσεις. Η πόλη- σύμβολο της ελευθερία μου, της συναισθηματικής μου ελευθερίας, το γεωγραφικό μήκος και πλάτος στο οποίο μπορώ να εκφραστώ. Υστερα βαδίζω στα εξάρχεια σε μία ταράτσα στην Χαριλάου Τρικούπη. Είναι αργά κι αύριο πρέπει να ξυπνήσω για τη δουλειά, αλλά δε με νοιάζει. Θυσιάζω λίγο ύπνο για το φωτεινό φεγγάρι που φωτίζει το Λυκαβητό. Αμάξια πηγαίνουν κι έρχονται- μόλις που διακρίνω τα φώτα τους. Δάσος στο λόφο, το εκκλησάκι φωτισμένο, ένας βράχος που μοιάζει σμιλεμένος και καλοσχηματισμένος. Φώτα  από τα γύρω σπίτια. Τα άδεια μπαλκόνια- που πήγε όλος αυτός ο κόσμος ; Μάλλον θα κοιτάζει μία οθόνη κρυστάλλων. Τεχνολογία: μέσο απομόνωσης και κατάλοιπο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αεράκι δροσερό του φθινοπώρου με ηδονίζει. Η ζωή προχωρά- τα χρόνια δεν γυρνάνε πίσω, μήτε οι στιγμές.
Βραδιάζει στην Αθήνα και κάπου εσύ γελάς μάλλον. Σ έψαξα σ όλους τους δρόμους του κέντρου, αλλά δε σε βρήκα, αγάπη μου.Αρχίζει να βρέχει. Βρέχει γέλια, βρέχει δάκρυα, βρέχει χαρά, βρέχει και θλίψη. Πίσω από μία ρεκλάμα μπορεί να ταξιδεύεις σ ένα ταξίδι που κανείς δεν έρχεται, γιατί φοβάται το πάθος σου. Ενα ταγκό παίζει σ εκείνο το μπαρ που ακόμα δεν ξέρω το όνομα του και συ μ ένα μυδιάμα κοιτάζεις τους θαμώνες να πίνουν το ουίσκι τους. τα τροχοφόρα της Πατησίων μαρσάρουν ανελέητα, αναπτύσσουν γκάζια. οι άστεγοι στην πλατεία Αμερικής ετοιμάζονται να πλαγιάσουν- άλλοι αγκαλιασμένοι, άλλοι μόνοι. Ο άνθρωπος σου μέσα σε τόσα εκατομμύρια κόσμου μάλλον με σκέφτεται σαν ένα πλάσμα που δεν υπάρχει. Σαν μία αγάπη που αδικήθηκε από τον χρόνο κι από τις συνθήκες ή σαν μία τύχη που δεν την συνάντησε ακόμα. Η ελπίδα εξασθενίζει κι ο Σαββόπουλος στο walkman κλαίει μ ένα ζειμπέκικο βαρύ. Εδώ κάτω στα εγκόσμια δε κλαίει κανείς. Η ζωή συνεχίζεται, ο χρόνος άχρονος δεν ταυτίζεται με το παρόν, μα με φαντασιώσεις μέλλοντος. Απολαμβάνω την ονειροπόληση, χάνομαι σ δρόμους άγνωστους... Τα φιλιά γίνονται όλο και περισσότερα κι οι εραστές της μία βραδιάς βαδίζουν προς τα μικρά βρώμικα διαμερίσματα τους. Κι η Αθήνα παραμένει η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου. Κι η Νεφέλη φοράει ακόμα το μικρό κουρέλι  από φεγγαρόφωτο στα μαλλιά της... ενώ οι άνθρωποι σκοτώνονται " για ένα πουκάμισο αδειανό.. " 

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Αυγουστος...

" μες στην αγκαλιά μου ο,τι ακριβότερο
κι ο κόσμος ένα βότσαλο μικρό... 
Κι εσύ μου λες να ξεχαστώ 
τον Αύγουστο να σβήσω από τους μήνες
μα κι αν τις μνήμες πολεμώ
στον Αύγουστο με πάνε 
πάλι εκείνες" 




Ενα αυγουστιάτικο πρωινό
μέσα στον κατακαλόκαιρο 
κείτεσαι σ ένα κρεβάτι διπλό
πάνω σε πάλλευκα σεντόνια
με τα παράθυρα ανοιχτά 
την θάλασσα στο βάθος 
και το αγέρι να αγκαλιάζει 
το κορμί σου απαλά. 
Οι μνήμες χορεύουν
έναν αργόσυρτο ρυθμό
νοσταλγικό.
Εικόνες σώματος λευκού
δέρματος απαλού.
Αναμνήσεις υγρών, 
παθιασμένων φιλιών. 
Αναμνήσεις ιλίγγου-
ερωτικού πάθους, 
τότε που τα σώματα πάλευαν 
να κατακτήσουν την αθανασία. 

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Ταξίδευα στη βόρεια χώρα σου για χρόνια.
Κατήργησα την απόσταση για σένα.
Απο μακριά άκουγα την φωνή σου να πάλλεται στο τηλέφωνο,
μαγικά σήμαρα έφταναν στη μεριά μου και η φωνή σου έκανε τη ψυχή μου να πάλλεται και αυτή,
όπως το κύμα του ήχου όταν ταξιδεύει από το στόμα σου στο αυτί μου.
Κατήργησα τα σύννεφα για σένα,
κι όλον εκείνο τον υπαρξιακό μου πόνο,
την ανελέητη μοναξιά,
που κάθε άνθρωπος βιώνει εσωτερικά,
αφού ο έρωτας είναι ο μόνος τρόπος να σωθείς από τη μοναξιά σου
ή έστω να έχεις την αυταπάτη της σωτηρίας.
Ευτυχώς που υπάρχει η ομορφιά-
αυτή είναι η πιο γλυκιά αυταπάτη-
Οικειοθελώς αυταπατούμουν και παραμυθιάζομουν,
κι αν χρειαστει και βρω το έδαφος πρόσφορο,
θα ζήσω γι άλλη μια φορά μέσα σ έναν ψεύτικο κόσμο
- αφού η πραγματικότητα είναι πεζή, άδεια, μισερή-
Κανείς δε ζει με πραγματικότητες, αφού αυτές από μόνες τους μας μετατρέπουν σε απαρηγόρητα σώματα που περιφέρονται μόνα τους μέσα στον κατακαλόκαιρο.
Χρειάζονται πολλά μπουκάλια κρασια και ελάχιστες σταγόνες έρωτα,
ώστε να δημιουργήσεις κόσμους από την αρχή
-αν φυσικά έχεις την ικανότητα να χαθείς μέσα στον έρωτα-
Εσένα πάλι η ψυχή σου ήταν το πιο παγωμένο στοιχείο της ύλης που έχω γνωρίσει,
δίχως φαντασίες, δίχως υπαρξιακές αγωνίες, δίχως μεταφυσικές ιδιότητες.
Το σώμα σου από την άλλη ήταν ο πυρήνας ενός ηφαιστείου,
ορμούσα καταπάνω σου, και με έκαιγες αργά και βασανιστικά,
μα τόσο ηδονικά που δεν μπορούσα να αντισταθώ στο βάσανιστήριο εκείνο.
ήταν βάσανο να λεει ο νους να φύγω,
και το σώμα να μην υπακούει και να παραμένει,
παραδομένο στις ηδονές του.
Με τραβούσες αμέσως στην δίνη σου με τα χείλη σου
κι εγώ ερχόμουν.
Με σκότωνες τόσο γλυκά με εκείνο το πρωινό γέλιο του
κι όταν έπεφτε πάνω σου το λιγοστό χειμερινό φως
γινόσουν ένας στίχος ενός ποιήματος
που κανένας ποιητής ομοίο του δεν έχει γράψει -
τα λόγια μικρά κι άναξια για τις περιγραφές της ομορφιάς σου,
ειδικά της ομορφιάς όπως την αντιλαμβάνεται μία ερωτευμένη ύπαρξη-
Ολα αυτά γίνανε μία ανάμηνηση πια, που δε πονάει πολύ,
κάποτε μόνο ματώνει για λίγο η πληγή
και τότε σταγονές ανεπαίσθητες αίματος εμφανίζονται στην ψυχή μου.
Αλλά δεν είναι τούτο η λύπη μου.
Η λύπη μου ειναι που ζω με αυτές τις πια θολές αναμνήσεις έρωτα,
ενώ μπροστά το τοπίο έρημο και άνυδρο φαντάζει.
Μόνο ευτυχισμένα νερά των οργασμών μου υπάρχουν,
μα η ψυχή δεν έρχεται σε οργασμό
και το σώμα μόνο του δεν αρκεί.
Αλλο ζητάει η ψυχή για να τραφεί,
κι όχι κορμιά μόνο νεανικά και αντρειωμένα.
Κινήσα μαζί σου στην βόρεια χώρα,
ταξιδεύοντας προς την παγωμένη σου ψυχή,
ελπίζοντας να ανάψω μία φλόγα μέσα της,
μα μάταιος κόπος...
Η Σιβηρία ακόμα και το καλοκαίρι είναι παγωμένη... 

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Σαρκιο αδύναμο

το σώμα μου: το σώμα μου είναι βουτηγμένο στην αμαρτια. Εχω κατέβει στις πύλες της κολάσεως, τις έχω ανοίξει κι έχω καεί μέσα στις φωτιές της, για να εξέλθω πάλι και να ανυψωθώ στα παραδείσια πάθη. Σ εκείνον τον κήπο της Εδέμ, που όμως δεν είναι ο χριστιανικός ανέραστος κήπος, αλλά περιέχει την ερωτική ένταση σε όλο της το μεγαλείο. Εχω νιώσει όλες εκείνες τις φωτιές να με καίνε σύγκορμή και να βασανίζουν το παραμικρό κύτταρο του κορμιού μου. Εχω βουτηχτεί στο μέλι από την κορφή ως τα νύχια. Εχω ζήσει τις απονενοημένες στιγμές του πάθους και της ηδονής. Εχω λατρέψει με πάθος αντρικά κορμιά κι έχω ζήσει την απόλυτη ευτυχία εξ αιτίας τους. Ειμαι έρμαιο της σαρκας μου, είμαι έρμαιο των ασυγκράτητων άλλων άντρών που ορμούν πάνω μου θέλοντας να με κατασπαράξουν μ εκείνη την ασφυκτική, αλλά απολαυστική κτητικότητα που διακατέχει το αντρικό φύλο τις στιγμές του απονενοημένου έρωτα.Ως μία δούλη της σαρκικής ηδονής, πιστεύω ότι ο έρωτας είναι η πιο δυνατή χειραψία προς τη ζωή και πραγματώνεται μέσα από την επικοινωνία δύο σωμάτων. Ειμαι στα σίγουρα μία ηδονοθηρική σκύλα, που καθηλώνεται και προσκυνά τους καλούς εραστές της, που τους προσφέρει σπονδές και που με μία πειθήνια υπακοή αποδέχεται ότι εκείνοι ξέρουν τι ξεκλειδώνει τα σώματα. Ισως η παραπάνω προσέγγιση, να μου προκαλεί μία ενοχή- μία ενοχή αποκύημα της ανδροκρατίας, η οποία θέλησε την γυναίκα να μην ενδιαφέρεται για τις σαρκικές ηδονές. Κατασκευάσματα των αρσενικών, ώστε να μην υπάρχει σεξουλαική ποικιλία για τις γυναίκες προκειμένου να μην κατανοούμε το αν και κατά πόσον είναι καλοί εραστές. Ξέρω ότι έχω λιώσει σε κρεβάτια με λευκά σεντόνια, κατακαλοκαίρο, σαν ένα κεράκι που λιώνει με την πρώτη φλόγα του σπίρτου. ΠΟιά είναι εκείνη η στιγμή που νικιέται ο θάνατος, αν όχι αυτή που δύο άνθρωποι γίνονται ένα; Ποιά είναι η μεγαλύτερη δικαιοσύνη στον κόσμο, αν όχι η στιγμή του ταυτόχρονου οργασμού; Τι άραγε μπορεί να οδηγήσει στην πολυπόθητη αθανασία- δηλαδή στην αποβολή του φόβου του θανάτου- αν όχι οι στιγμές της ηδονής ; Και ποιά είναι εκείνη η αίσθηση η τοσο ισχυρή που να είναι μπορεί να υπερκεράσει την ηδονή του έρωτα ; Οσο κι αν ψάξω, τιποτα ανταξιο της δεν βρισκω. Και σκέψου με, Ιούνη μήνα στην Αθηνα, σ ένα γραφείο άδειο από ηδονές και μια ερωτική σάρκα διασκορπισμένη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και παρ΄όλα αυτά διψασμένη... - Κι ήπια πολύ νεράκι σήμερα-

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Αναποληση

Δείλα πέφτει το φως της αυγής κι εγώ βαδίζω αργά μέσα στην πιο δική μου πόλη,
πάνω στα πεζοδρόμια που κρατάνε τις πιο όμορες στιγμές της νιότης μου. Κοιτάζω γύρω μου, δε βλέπω κανέναν. Η μεγάλη πλατεία παραδόξως είναι άδεια. Υστερα στήνω αυτί προσεχτικά. Μα το μόνο που καταφέρνω να ακούσω είναι η ησυχία της νύχτας. Ηρεμη ελληνική επαρχία,σκέφτομαι,πόσο μου έχεις λείψει. Στην πρωτεύουσα δεν υπάρχει ησυχία ούτε αυτές τις ώρες. ή κι αν υπάρχει, πρέπει να ψάξεις πολύ για να τη βρεις. - άσχετο, που εγώ ήθελα να κάνουν όλοι ησυχία, για ν ακούσω τη φωνή σου μόνο- . Κοιτάζω το μπαλκόνι του παλιού μου σπιτιού. ΠΟιός να μένει άραγε εκεί ; Κι ενώ είναι τόσο εύκολο ναμάθω, δεν θέλω να την έχω αυτήν την πληροφορία.
Αναπολώ τις στιγμές μου σ αυτήν εδώ την πόλη. Πόσα πρωινά μας βρήκανε με φίλους να κουβεντιάζουμε για τον θεό, για την ομοφυλοφυλία, για την πολιτική, για το σεξ... Πόσο αστεία θέματα πλέον όλα αυτά. Μοιάζουν τόσο αυτονόητες οι θέσεις μας πλέον. Αχ,πλέον γίναμε ενήλικοι άνθρωποι.ΑΠοκ΄τησαμε ενήλικες ζωές. Δε κοιμόμαστε πια το πρωί, αλλά ξυπνάμε το πρωί. αποκτήσαμε και ενήλικες συμπεριφορές. υποκριτικές, ξενέρωτες, ταχα μου λελογισμένες - κουραφέξαλα, δεν θα γίνω ποτέ ενήλικη κατά βάθος. θα μαι πάντα το παιδί που κοκκινίζει όταν λέει το ποίημα του, κι όσο για τον παροσμητισμό μου... μακάρι κάποτε να καταφέρω να τον ελέγξω-
Αυτή ηπρωινή υγρασία σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις μου φέρνουν μία μελαγχολία, μία νοσταλγία για όλα όσα ζήσαμε σ αυτή τη πόλη. Ενα αγόρι βαδίζει  προς το μέρος μου  και κάνω να τον χαιρετίσω, μα τον κοιτάω και δεν τον ξέρω. Φυσικά, οι δικοί μου γνωστοί ή τριαντάρισαν ή εικοσιπεντάρησαν. Γρήγορα πέρασαν τα χρόνια. Βαδίζω προς τον ξενύχτι της καρδιάς μας, εκεινον που πάντα μας ταίζε μετά από τα ούζα. Με βλέπει και χαίρεται. Αντικρίζω ένα μαγαζί άδειο.παλιά ήταν γεμάτο. πιάνουμε κουβέντα. Είμαι συγκρατημένη, μάλλον θα φταίνε κι οι 10 ώρες ταξίδι, εκείνος όμως δεν είναι. Με κερνάει μπύρα και μου λεει πως όταν χρειαστώ θα ναι εκεί. Αχ, βρε Κομοτηνή, να αυτά ζήσαμε στα σπλάχνα σου, γι αυτό δε ξεκολλάει το μυαλό μας από σένα.
Οι δρόμοι αυτοί κρατούν κάτι από την αθωότητα μου, την οποία θέλω να ελπίζω ότι δεν έχω χάσει, σε αντίθεση με πολλούς και μη εξαιρετέους άλλους "φίλους" - ποιός έκλεψε την αθωότητα ρε ρεμάλια ; - Αχ οι δρόμοι αυτοί, ξέρουν όλα μου τα μυστικά, τα μεθύσια μου και στα σίγουρα ξέρουν και τα βήματα Σου, το σχήμα των ποδιών Σου, εχουν ακούσει τη φωνή Σου.
 Αυτή η πρωινή υγρασία, εισχωρεί στα κόκαλα μου. Αυτές οι δικές μας στιγμές όμως με κάνουν να κρυώνω ακόμα περισσότερο. Παγώνω στην ιδέα ότι ζεις ακόμα μέσα μου, μετά από τόσα χρόνια. Είναι πασίδηλο βέβαια ότι το σώμα δε ξεχνάει. Κι εγώ μόνο έτσι σ ερωτεύτηκα κι η αλήθεια είναι ότι άλλο τρόπο δεν ξέρω. ΠΟιός ερωτεύεται χωρίς το σώμα ; Αστικές κουλτουρο-υποκρισίες τις οποίες προσπάθησα να ασπαστώ κι εγώ. Κόπος μάταιος... " Δώσ μου το ρίγος το παλιό...." Ακινητοποιημένη μία ολόκληρη Κυριακή πρωί στο κρεβάτι στην Αθήνα, τραγουδούσα αυτό το κομμάτι και ο νους μου δε πήγαινε σε άλλον άντρα. Αλλά δε ριγώ πια. Μόνο κάτι στιγμιαίες παρορμητικές αναλαμπές, που ακόμα κι αν θέλω να τις αφήσω να γίνουν φωτιά, το υποτιθέμενο αντικείμενο του πόθου μου- λέμε τώρα... ποιού πόθου ; - θα είναι στον κόσμο του. Εσύ βέβαια μια χαρά τα χεις βρει με την άλλη. Ο μόνος λόγος που τη ζηλεύω είναι για τις απίστευτες στιγμές μαζί σου στο κρεβάτι. Για τίποτα άλλο.
Μακάρι να μπορούσες να μου φέρεις πίσω όλα αυτά που μου έχεις πάρει. Είμαι θυμωμένη. Απογοητευμένη και σίγουρα δεν θα ήθελα τώρα να είμαι μαζί σου- όχι αν το πάρουμε λογικά. Αν το σώμα μιλήσει, βέβαια, θα του βάλλω φίμωτρο. Μα έτσι κι αλλιώς τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται. Οριστικά και αμετάκλητα έβαλες ΜΟΝΟΣ σου τελεία στην ιστορία αυτή,όταν έπαψε πια να σε βολεύει. Φευ. Δεν θέλω να τα θυμάμαι. Μόνο το ρίγος το παλιό... Αυτόν τον τρελό πόθο, αυτή την παραφροσύνη, εκείνες τις στιγμές που μέθαγα από σένα, εκείνη την παράλυση που σου προσφέρει ο έρωτας, εκείνη την ανάγκη της ιδιωτικότητας, εκείνη την επιθυμία που δε σβήνει ούτε κι αν κάνεις έρωτα όλη μέρα... Να αυτά θέλω να τα σκέφτομαι. Και κυρίως θέλω να ελπίζω ότι ίσως τα ξαναζήσω κάποτε- αν και πολύ αμφιβάλλω.

Στην υγειά σου

κι ας μας γάμησες.


Υ.γ δεν είχα καλύτερες λέξεις, ούτε τρυφερές λέξεις. μόνο ένταση έχω, θυμό και πόνο. 

Τετάρτη 3 Μαΐου 2017

Στο Αστικό λεωφορείο

Στους τεράστιους δρόμους, όπου περιφέρεται κάθε μέρα, προκειμένου να τακτοποιήσει κάποια γραειοκρατικά ζητήματα του επαγγέλματος της, επικρατεί το απέραντο χάος.οι δρόμοι της πόλης αυτής είναι πολυσύχναστοι από αυτοκίνητα που άλλοτε τρέχουν,άλλοτε κολλάνε στην κίνηση και δεν κάνουν βήμα παρακάτω και τότε οι οδηγοί σφυρίζουν σαν τρελοί, καμιά φορά μουτζώνονται κιόλας. Διάφοροι πεζοί στην οδό Πατησίων πασχίζουν να περάσουν την διάβαση του δρόμου κατευθυνόμενοι προς κάποιο σταθμό του μετρό ή του ηλεκτρικού. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς την άνοιξη σ αυτήν εδώ την πόλη ζέχνουν ιδρώτα και απλυσιά. Τσουβαλιάζονται οι άνθρωποι ο ένας πλάι ή πάνω στον άλλον, σαν τις παστές σαρδέλες στο κονσερβοκούτι. Άλλες φορές από μέσα τους μπορεί να αλληλοβρίζονται. 
Κάποιες φορές θέλει να ανοίξει κι εκείνη το στόμα της και να ξεστομίσει τις πιο ποταπές βρισιές, άλλοτε με κάποια αφορμή και άλλοτε μόνο για να ξεσπάσει κάπου.Μόνο που δεν το κάνει ποτέ, αλλά αντ αυτού  φροντίζει να προσέχει καλά τη τσάντα της, ώστε να μην πέσει θύμα κλοπής.Καμιά φορά, παρατηρεί τους γύρω της.Μοιάζουν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Άλλος είναι χαρούμενος, άλλος είναι λυπημένος, άλλος είναι όμορφος και καλοφτιαγμένος και άλλος απεριποίητος και άσχημος. Κάποιες φορές σκέφτεται τι μπορεί να νομίζουν οι άλλοι για εκείνη. Μάλλον ότι πρόκειται για καμία που κάνει δουλειά γραφείου, ειδικά όταν είναι ντυμένη με το αυστηρό επιβεβλημένο στυλ που απαιτεί η εργασία της. " Είμαι μία αντίφαση, σκέφτεται. Ενας άνθρωπος μάλλον αντισυμβατικός που είναι ντυμένος με τα πιο συμβατικά, αστικά ρούχα. Ύστερα το σκέφτεται βαθύτερα: Δηλαδή την αντίθεση μας στις συμβάσεις την αποδεικνύουμε μόνο και μόνο από τα ρούχα μας ; Κι ο Μπελογιάννης ακόμα πρέσβευε ότι πρέπει να είμαστε ντυμένοι καλά, ώστε να ακουγόμαστε στην αστική τάξη. Κι αυτό είναι σωστό. Δεν θέλει να αποκαλύπτει με το ντύσιμο της στοιχεία του χαρακτήρα της. Η ουσία μας είναι για όσους ανήκουν στο ίδιο στρατόπεδο με όλους εμάς." 
Κάποτε κλείνει τα μάτια. Νιώθει ότι τα πόδια της δεν την βαστάνε, μίας και περπατάει από τις 8 το πρωί μέχρι τις 3 το μεσημέρι κι έχει αντιμετωπίσει ήδη τη δυσκαμψία του ελληνικού δημοσίου. Για ένα ρημάδι χαρτί, ναι μόνο για ένα, έχει ξοδέψει τρείς ώρες από τη ζωή της. Στο μεταξύ, όταν περπατάει ή όταν είναι αφηρημένη υπάρχουν σκέψεις που τις έρχονται στο μυαλό. Είχε κάποτε έναν φίλο συνθέτη που της έλεγε ότι ακούει στο νου του μουσικές. Εκείνη πάλι ακούει λέξεις, δηλαδή σκέψεις, οι οποίες ζητάνε μάλλον δικαίωση. Ζητάνε να εκφραστούν με κάποιο τρόπο, μα την ώρα που θα γυρίσει σπίτι, και θα είναι ήδη πολύ κουρασμένη, δεν θα μπορέσουν όλες αυτές οι σκέψεις να αναπραχθούν στην ακριβή και αρχέγονη μορφή τους. Ήθελε ένα τσιγάρο. Σήμερα ήταν οργισμένη εξ αιτίας της κούρασης ή μάλλον εξ αιτίας της αναισθησίας των ανθρώπων. 
Έχει απογοητευτεί από το ανθρώπινο είδος. Λέξεις και σκέψεις πολιτικού ενδιαφέροντος περνάνε από το μυαλό της-από τον σκληρό δίσκο της. Κάποιοι που νομίζουν ότι κυβερνούν τον ανυπεράσπιστο αυτό τόπο "με τις χρυσές ελιές", τα απέραντα λιβάδια και το ανεξαντλητο γαλάζιο κλείσανε, λέει, συμφωνία. Διαπραγματεύτηκαν, λέει, για πόσα θα μας ξεπουλήσουν- και στις αρένες του κόσμου, μάνα μου Ελλάς, (..)τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς...- Είμαστε μία χώρα ξεπουλημένη αυτήν την στιγμή, ο αέρας που αναπνέουμε είναι υποθηκευμένος, οι πλουτοπαραγωγικές μας πηγές παραδεδομένες στις μεγάλες εταιρίες, που σαν κοράκια περιμένουν τον αδύναμο,ώστε να τον εξαγοράσουν. Μόνο που δικανικά να το δούμε η σύμβαση αυτή είναι καταπλεονεκτική και πάσχει ακυρότητα.Μα ποιό δίκαιο ; Και ποιά δικαιοσύνη; και τι εστί δίκαιο ; Μήπως δεν είναι θέμα ερμηνείας η έννοια της δικαιοσύνης. Αυτή η σχετικότητα που διέπει τις ερμηνείες δικαίου, αλλά και κάθε βιοτική σχέση μπορεί να την οδηγεί σιγά σιγά στην απογοήτευση. 
Υστερα το μυαλό της πηγαίνει στις διαπροσωπικές ανθρώπινες σχέσεις. Μήπως εκεί δεν είναι οι άνθρωποι βαθιά καταπιταλιστικοί ; Ο ισχυρός προσπαθεί να επιβληθεί στον άλλον, να αντλήσει δύναμη, αυτοπεποίθηση. Με λίγα λόγια ο μέγας Νίτσε έχει δίκιο, όσο κι αν δεν θέλει να το παραδεχτεί, " Ερωτας είναι η θέληση για δύναμη" ή έστω το απόσταγμα της σοφίας είναι αυτό. 
Κι όμως, συλλογίζεται τώρα λίγο πιο αισιόδοξα, υπάρχουν άνθρωποι που είναι έστω κάπως πιο ισορροπημένοι ή μάλλον για να το θέσει πιο σωστά : το ίδιο ανισόρροποι με εκείνη κι ακόμα σωστότερα της ίδια αντίληψης για την ζωή. Δεν ξέρει αν είναι πολλοί, αλλά σίγουρα έχει γνωρίσει κάποιους και θα γνωρίσει μάλλον και ακόμα περισσότερους. Αυτό στα σίγουρα είναι μία κάποια σοβαρή ανακούφιση. 
Τελικά, φτάνει στον προορισμό της, σε αυτή την άθλια δημόσια υπηρεσία. Χαμένη στις σκέψεις της παραλίγο να χάσει τη στάση, αλλά τελευταία στιγμή είδε μία που της έμοιαζε στο ντύσιμο, και σαν χαμένη την ακολούθησε. Ανοίγει το μπλοκάκι με τις αγγαρείες, ώστε να θυμηθεί σε ποιόν απαίσιο μίζερο και δυστυχισμένο γραφειοκράτη έχει να πάει σήμερα. Ωρα 12.00. Ο φάκελος έκλεισε επιτυχώς. Ωρα 12.00. οι σκέψεις της αυτής ώρας ποτέ δεν καταγράφηκαν επ ακριβως. Μόνο τα φαντάσματα τους μείναν εδώ ως ένα ελάχιστο και πενιχρό αποτύπωμα. 

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Μίλα μου

Σώπα,
μη μιλάς άλλο για θάνατο,
μίλα μου για τα παιδιά,
για το πώς παζουνε στους δρόμους,
το παιχνίδι με το κόκκινο τόπι.

Σώπα,
μη μιλάς άλλο για χειμώνες,
μίλα μου για καλοκαίρια ηλιόλουστα,
για εύφορες κοιλάδες,
για ανθισμένα μοσχομυριστά τριαντάφυλλα.

Σώπα,
μη μιλάς άλλο για θλίψεις,
μίλα μου για τες χαρές,
που ζουν ανάμεσα μας,
μιλά μου για την ξανθή,
που ορίζει την καρδιά σου.

Σώπα,
μη μιλάς άλλο για τσακισμένα σκαριά,
μίλα μου για γερά ιστιοφόρα,
που αρμενίζουν θάλασσες γαλήνιες,
για ειδυλιακά αιγιοπελαγίτικα ηλιοβασιλέματα

Σώπα,
μη μιλάς άλλο για τις δυσυχείς ημέρες .
Μίλα μου για οιωνούς ευοίωνους,
για σημεία μακρινά των πουλιών,
για όμορφες απόκοσμες πόλεις.

Σώπα,
κι άκου του κόσμου τη βουή,
το συρφετό αυτό το κόσμου,
το χαρούμενο πήγαινε- έλα της ευτυχίας.

Σώπα,
μη ψεύδεσαι άλλο πια.
Μίλα μου για τους ψιθύρους της βροχής,
για τα ιδρωμένα σεντόνια,
για τα ευτυχισμένα νερά,
για τα εύρωστα σώματα.

Σώπα,
κι άκου του συρφετό της ευτυχίας. 

Το τραπέζι

Ας  πιούμε:
 Θα σε κεράσω απ’ το νέκταρ της ηδονής,
 θα με κεράσεις κονιάκ του αποχαιρετισμού.
 Θα σε κεράσω γλυκό νερό του ποταμιού,
 θα με κεράσεις θάλασσα αλμυρή
- μα με τις αλμυρά νερά κανείς δε ξεδιψάει.

Ας φάμε:
Θα σου προσφέρω  σάρκα νόστιμη, νεανική
Θα μου προσφέρεις  δέρμα σκληρό
Θα σου προσφέρω τον κόκκινο λωτό
Θα μου προσφέρεις την απονενοημένη στιγμή
-          Μα σαν  θα φύγεις την αυγή
Ποιανού η  πείνα θα χορτάσει; 


Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Φύση.

Ανυπεράσπιστα πλάσματα,
έρμαια της ανθρώπινης κτηνωδίας,
θύματα της εκμετάλλευσης μας,
υποκείμενα στις αμφιθυμικές μας διαθέσεις
είναι τα ζώα.

Κι όσα είναι  εξημερωμένα,
μας κοιτούν στα μάτια,
εκδηλώνοντας μας όλη τους την αγάπη
με όσα μέσα έχουν,
με όσα χάδια τους υπαγορεύει το ένστικτο τους.

Και τ άλλα πάλι τ αγρίμια,
γίνονται επιθετικά κάθε φορά που επεμβαίνουμε
στο ζωτικό τους χώρο.
Εμείς οι βάνδαλοι,
εμείς οι πολιτισμένοι,
κόψαμε τα δέντρα,
για να χτίσουμε εργοστάσια,
αποξηράναμε τις λίμνες,
για να πάρουν την θέση τους απαίσιες πολυόροφες πολυκατοικίες,
ώστε να στεγάσουν την αστική μελαγχολία μας.
Σαρώσαμε τις θάλασσες,
ώστε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες της τροφής μας.
Αγνοήσαμε την αγροτική σπιτική παραγωγή,
για να παράγουμε μαζικά,
ποσότητες τροφής.

Και ύστερα από όλα αυτά
γεμίσαμε πόνους, ασθένειες,
γίναμε μαλθακοί,
όμως μυαλό δε βάλαμε.




Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Βιογραφίες

Στον Θάνο Ανεστόπουλο


Πρόσκαιροι είναι οι έρωτες των αιώνια ερωτευμένων.
Ολοι εμείς που ζούμε αιώνια ερωτευμένοι με τον έρωτα,
αναζητούμε πάντοτε ένα αντικείμενο του πόθου,
εκείνον που θα μας οδηγήσει στην αθεράπευτη έλξη,
στην υπέρτατη ηδονή, σ εκείνο το πάθος που αρχίζει από το κέντρο του κορμιού σου,
και τελειώνει στο μυαλό σου και στις λέξεις σου.

Ολοι εμείς που ψάχνουμε αιώνιους μυθιστορηματικούς έρωτες,
θα μεγαλώσουμε μια ημέρα και θα κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη,
θα αναπολήσουμε τα σώματα που μας άγγιξαν και θα χαμογελάσαμε με πικρία:
Τι κρίμα που κανένας δεν μας έμεινε εδώ,
τι κρίμα που τέλειωσαν όλα,
πριν καν προλάβουν ν αρχίσουν,
αφού όλοι εμείς οι ερωτευμένοι με τον έρωτα,
αποφεύγουμε όλους αυτούς τους παγωμένους ανθρώπους,
αλλά αντίθετα λατρεύουμε αυτούς με τις γδαρμένες σάρκες.

Και κάθε φορά  που είμαστε έτοιμοι να δώσουμε και το τελευταίο κομμάτι της καρδιάς μας,
σ αυτό το σημείο οι άλλοι έχουν ήδη τρομάξει ή έχουν πάψει να μας επιθυμούν πλέον.
Η φυγή μοιάζει να ναι το μόνο καταφύγιο τους.
Και για μας ο πόνος μοιάζει μονόδρομος.

Κι ύστερα εμείς ξεκινάμε πάλι απ την αρχή,
για να διαψευστούμε άλλη μία φορά,
γιατί ποιός ξέρει;
Κάθε νέα  φορά μπορεί να είναι η τυχερή μας .

Μα στο τέλος μένει ένα κρεβάτι γεμάτο αδιάφορους εραστές,
αναμνήσεις που μυρίζουν γιασεμί,
ανεπίδοτες ερωτικές επιστολές,
ανικανοποίητα ερωτικά αισθήματα
κι ένα σωρό συντρίμια
ατάκτως ειρημένα στα άδεια δωμάτια.

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Πατησίων

Λέξεις, σκέψεις, εικόνες κυοφορούνται εδώ και μέρες στο μυαλό μου, 
άλλοτε κατά τη διάρκεια των διαδρομών στα αστικά λεωφορεία, 
άλλοτε περπατώντας κατά μήκος των μεγάλων δρόμων, 
κι άλλοτε κοιτάζοντας τις γωνιές της πόλης αυτής. 

Η άνοιξη έχει κάνει δειλά δειλά την εμφανιση της,τα λουλούδια έχουν ανθίσει,τα παλτό κι οι γούνες δεν αντέχονται πλέον,το κρύο του χειμώνα άρχισε να υποχωρεί και η μέρα έχει μεγαλώσει. 
Σήμερα το μεσημέρι βάδιζα κατα μήκος της κατάμεστης Πατησίων.  Η οδός αυτή είναι ο δρόμος μου σχεδόν κάθε μέρα, μίας κι από τη στάση Βικτώρια ανεβαίνω στα δικαστήρια. 
Πάντα την περνάμε με το αυτοκίνητο. Και πάντα ήθελα να κατέβω από το αυτοκίνητο και να την περπατήσω. Αντικειμενικά η Πατησίων είναι άσχημος δρόμος. 
Υποκειμενικά η Πατησίων μου δημιουργεί μία  αίσθηση αστικής παρακμής:
Αμέτρητα γραφεία, αμέτρητα μαγαζιά κάθε είδους, άλλα φαγητού, άλλα καφέ, άλλα ρούχων, άλλα με ψιλικά. Ο,τι κι αν ζητήσει κανείς μπορεί να το βρει κατά μήκος της οδού αυτής. Κοιτάς γύρω σου και βλέπεις κοστούμια, μαύρους, πρεζάκια, εφήβους, βλέπεις κάθε καρυδιάς καρύδι. 
Βαδίζω σκεφτόμενη πόσο όμορφη είναι η ζωή. Επιτέλους, εκείνα τα λεπτά του περιπάτου μου ένιωσα ελεύθερη. Ελεύθερη μέσα στη μοναξιά μου. Είσαι μόνη σου, σκέφτηκα, άρα και ελεύθερη. Χαμογέλασα μόνη μου. Ενας τύπος νόμισε ότι του χαμογέλασα. Δεν θυμάμαι τι μου πε, αλλά γέλασα μόνη μου μετά. Παραπλανώ τον κόσμο με όλα τα αλλόκοτα πράγματα που κάνω. 
Η Κ. Γώγου έλεγε " η ζωή μας πάνω κάτω η Πατησίων" κι ο στίχος αυτός περνάει από το μυαλό μου κάθε μέρα. Οντως η Πατησίων είναι κομμάτι της καθημερινότητας μου.
Υστερα, θυμάμαι τα μεθυσμένα βράδια με τον Β. στην Πατησίων. Κάπου την άνοιξη ένα χρόνο πριν, ο Β. φορούσε τα καλά του ρούχα για την παράσταση, το βλέμμα του ακτινοβολούσε πλεονεξία και εγωκντρισμό, αλλά κι έναν ασυγκράτητο σεξουαλικό πόθο. Ο Θ. οδηγούσε εξιστορώντας μας την κατάθλιψη του. Προσπάθησα να πω κάτι ωραίο, για να εντυπωσιάσω τον Β, μα τελικά εντυπωσίασα και τον Θ. Σ ένα παράξενο αμάξι, χωρίς πινακίδες, μοιάζαμε λες κι έχουμε βγει από δεκαετία του 80. Ενας άσημος τραγωδός, ένας καταθλιπτικός πενηντάχρονος και μία ανισσόροπη και ερωτευμένη νομικός που γυνράνε στη 1 το βράδυ την Πατησίων...
Κι άλλη φορά, πάλι με τον Β. πάνω σε μία μηχανή... θα ήταν φθινόπωρο τότε, όταν πάνω στην στροφή της οδού Λευκωσίας μου ανακοίνωσε ότι με αγαπάει σαν άνθρωπο κι ύστυρα ζήτησε και την δική μου απάντηση. Και ήθελα να του φωνάξω: Μαλάκα, σε γουστάρω ελεινά πολύ, αλλά δεν σ αγαπάω. Ομως σώπασα.
Κι άλλη φορά πάλι με φίλους αγαπημένους ανακαλύψαμε κι εμείς πια το πιο παλιά Μπαρ της Αθήνας και μείναμε εκεί πίνοντας ουίσκια, ακούγοντας μουσικές και φορώντας για πρώτη φορά στη ζωή μας όλοι σακάκια.  τα πρώτα ποτά μετά τη δουλειά τα  ήπιαμε στην Πατησίων, εμείς οι φίλοι, εμείς οι πλέον τόσο μακρινοί και διασκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μα πάντα πολύ αγαπημένοι.
Πόσες φορές έχω διασχίσει την Πατησίων κλαίγοντας κι αναπολώντας το ευτυχισμένο παρελθόν μου, τότε που ήμουν ερωτευμένη με κάποιον.  Πόσες φορές δεν έχω πει ότι θα πάω στο πιο γνωστό μπαρ της Αθήνας μόνη μου και θα αρχίσω να πίνω.

Πατησίων... Πόσες ιστορίες φιλοξένησε, ερωτικές ή φιλικές ή επαγγελματικές, αλλά πάντως καθημερινές ιστορίες χαράς και θλίψης. Πατησίων, χιλιοτραγουδισμένη, ποιός ξέρει όλα όσα ξέρεις ; Κι αν οι δρόμοι σου είχαν μιλιά, τι θα μας λέγανε άραγες ;
 Μα τα είπε περιεκτικά η Κατερίνα " η ζωή μας πάνω κάτω η Πατησίων...  "

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

αλλά εγώ θέλω να με θες,
έστω κι αν δεν θες μόνο εμένα,
και να σε θέλω κι εγώ,
έστω κι αν δεν θέλω μόνο εσένα,
και να σου σιδερώνω κάθε μέρα το πουκαμισό σου,
και να σου μαγειρεύω το αγαπημένο σου φαγητό.
Θέλω να εκτελώ όλες σου τις επιθυμίες,
και εσύ να με προσέχεις, να προσέχεις μόνο εμένα,
άσχετο με το πόσες θέλεις,
και θέλω να σου κάνω όλα σου τα κέφια στο κρεβάτι,
κι εσύ να είσαι ευχαριστημένος,
και να πασχίζεις να χαροποιήσεις και μένα.
Και θέλω να σου γράψω λόγια τρυφερά,
και θέλω να σου πω ότι όπου και να είσαι,
κάποια μέρα θα συναντηθούμε,
αν δεν έχουμε ακόμα συναντηθεί,
γιατί μπορεί και να συνατηθήκαμε
και να μην το ξέρει κανείς από τους δύο.
Θέλω να κοιμάμαι δίπλα σου,
να ξεχνάω τον κόσμο τον υπόλοιπο,
και να ηρεμώ μέσα στα χέρια σου.
Θέλω να με θέλεις...

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Cheers baby

Η μοναξιά, η απώλεια, η απουσία,το φευγιό, η λύπη κι εν τέλει ο θάνατος, είναι κομμάτια της ζωής μας. Ωστόσο, δε μπορώ να μείνω εδώ να θρηνώ για την μοναξιά μου. Η τεράστια αδιαφορία των δήθεν φίλων που χάθηκαν μέσα στις καθημερινές τους υποχρεώσεις, μέσα σε μεγάλα χοντρά βιβλία,μέσα στη μιζέρια της οικονομικής κρίσης και στον στόχο της επιβίωσης δε γίνεται να πειράζει την καρδιά μου διαρκώς, ούτε γίνεται να εμμένω στην οποιαδήποτε επαφή μας προκειμένου να σωθεί η σχέση αυτή η οποία ενδεχομένως ήταν σχέση λόγω ανάγκης και αντίξοων συνθηκών.-Ανθρώπινες σχέσεις... Ολες εξ ανάγκης καμωμένες... Ελλείψει της ανάγκης αυτής, ελλείπει κι η οποιαδήποτε σχέση-.
Επίσης, δεν μπορώ ούτε να σκέφτομαι Εσένα στις ξένες αγκαλιές-τώρα θα τη φιλάς, σκέφτομαι-ή έστω κι αν σε σκέφτομαι δεν μπορώ να υποφέρω πια άλλο. Αρκετά. 
Αρκετά με όλους εδώ κάτω. Γι αυτό κι εγώ γύρισα στη σπηλιά μου ή στο καταφύγιο μου. Εδώ ο κόσμος είναι όμορφος, θα βρεις μόνο χαμηλωμένα κίτρινα φώτα, ψιθυριστές φωνές, ζεστασιά, μουσικές, φαγητό και φυσικά ηρεμία, δίχως κανένα μάτι να πέφτει πάνω σου. Είναι ωραία στο καταφύγιο μου, σκέφτομαι. Είναι ωραία στη σπηλιά μου. Είμαι μόνη μου, όπως ήμουν πάντοτε, απλά τα τελευταία χρόνια αυταπατήθηκα νομίζοντας ότι γλύτωσα από αυτό το συναίσθημα. Φυσικά έκανα λάθος. 
Οσοι δεν είναι εδώ τώρα, δεν θα είναι ποτέ άλλοτε. 
Η καρδιά ραγίζει και δε κολλάει και το σώμα ξεχνάει- αργεί αλλά λησμονεί-. 
Κι ούτε συγγνώμες, μήτε και κουβέντες μήτε και τίποτα πια, 
δεν αποκαθιστούν την ρωγμή. 

Στέκομαι εδώ στο μπόι μου, ακόμα μόνη, αλλά ισχυρή, με το βλέμμα καθαρό, 
με πλάτη ευθυτενή, με όνειρα που θα εκπληρώσω στο μέλλον και με στόχους που φιλοδοξώ να πετύχω. Δεν με τσάκισαν ακόμη. Μοναξιά θα πει ελευθερία. cheers baby, λέω στον εαυτό μου και πίνω στην υγειά του.

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2017

How I wish u were here...

Θα ήθελα να κάνουμε έρωτα.

Να κάνουμε έρωτα μέχρι το ξημέρωμα,
μετά να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου, 
κουρασμένη και ήρεμη,
και να το πρωί να μη θέλω να ξυπνήσω,
αλλά να πρέπει,
γιατί θα δουλεύω
και  θα ήθελα να περιμένω να ρθει το Σάββατο
για να πάμε στη λαϊκή
και να μου κουβαλάς τα ψώνια
και μετά να βγούμε οι δυο μας,
αυστηρά οι δυο μας,
επειδή δε σε βαριέμαι,
επειδή δε σε χορταίνω,
επειδή  μ αρέσει να σε βλέπω να γελάς,
επειδή ομορφαίνει ο εαυτός μου μαζί σου.
Θα θελα να γίνω η αποκλειστική σου μαγείρισσα,
και να ξέρω απ έξω όλα τα αγαπημένα σου φαγητά
και κάθε κυριακή να σου φτιάχνω κι από ένα.
Θα ήθελα να είμαι η προσωπική σου μουσά,
και να λαχταράς μόνο τη δική μου παρέα,
 και να προσέχεις αν έχω πιει νερό,
 και να χαιδεύεις τη πλάτη μου τα βράδια,
και να με γουστάρεις ακόμα κι όταν φοράω τα ρούχα σου.
Και πιο πολύ απ όλα τα παραπάνω,
θα ήθελα να υπήρχε κάποιος,
που θα μου εμπνεύσει όλα τούτα τα συναισθήματα,
που πια είναι ξένα για μένα.




Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Στον Γ.

Ζωγραφίζω ξανά και ξανά το λαιμό σου,
λευκό το δέρμα, 
δε γράφεται μήτε με το πιο απαλό πινέλο...
μήτε στην πιο λευκή ακουαρέλα, 
δε γράεται τούτο το μέλος σου. 
Κι οι βόστρυχοι Σου, 
ούτεκι αυτοί αποτυπώνονται.
Τα λόγια και το χαρτί μάλλον φαντάζουν ανεπαρκή.
Τίποτα δε μπορεί να σε περιγράψει, 
τίποτα να σε ζωγραφίσει ξανά από την αρχή
δεν είναι ικανό. 

Κι εγώ εδώ, 
σαν Πηνελόπη, 
μοιάζω:
Υφαίνω μάταια το υφαντό, 
μήπως κι εσύ γένεις Οδυσσέας 
και γυρίσεις σώος και αβλαβής από τις σειρήνες.
Μα τουτος ο αργαλειός μοιάζει πια χαλασμένος.
Κι εγώ ανήμπορη μοιάζω μπροστά Σου. 
Κι οι μνήμες ζωντανές, 
όλες εδώ χορεύουν στο άδειο δωμάτιο. 
Αλησμόνητο το σώμα σου, 
το γέλιο σου αξέχαστο 
και τ αρωμα σου στάζει αίμα στην καρδιά. 

κι οι δρόμοι όλοι κλειστοί. 
" δεν έχει αλλού, δεν έχει αλλιώς, μόνο εδώ..."
Σου τραγουδώ και να μ ακούσεις δεν θα μπορέσεις, 
μα κι αν μπορούσες είσαι ανίκανος να νιώσεις. 
Μα τελικά, ποιός είπε ότι με νοιάζει  ; 

τα μάτια σου ζούνε έναν αιώνα στο νου μου...
διαμαντένια μάτια, σπινθηροβόλα, έξυπνα, γεμάτα ερωτισμό, 
γεμάτα μέθη. 
και το κορμι σου μοιάζει διψασμένο, 
κεντημένο με κλωστές μεταξωτές
λες και ζητάει πάλι μόνο εμένα, 
μα όλο τούτο μοιάζει μια αυταπάτη. 

ποιός είπε ότι ήθελα να σε χάσω ; 
πρέπει να υπάρχει μία θάλασσα, 
κι εσύ να σαι ο μόνος φάρος
κι η αγκαλιά σου ο θαλαμηγός μου. 

Μήτε πριν απο σένα έζησα,
μήτε μετά. 
Ο χρόνος έληξε στο φιλί σου και στην αφή σου. 
Και πώς να  το ξεχάσω; 
και πού να σε ξεχνώ ;
και πού να σ αγαπώ ;

Στον άδικο ετούτο κόσμο, 
να ζήσω δε μπορώ χώρια από σένα. 
..

Κυκλάμινο μαραμενο μοιάζω...
Αλλο δε μπορώ....
Καληνύχτα...

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Οχι, δε ζω πλέον έρωτες
δε μπορούν πια να γεννηθούν.
Ολοι σταμάτησαν στα λιτά μαλλιά σου.
Τους πήρε όλους μαζί του το κορμί σου, 
και  αφή άλλη  δε γνωρίζει πια το δέρμα μου.
Οχι δε ζω πια έρωτες. 
Εχω πάψει να πιστεύω πως υπάρχουν 
απ όταν έφυγες.
Δε θέλω κανέναν
εξόν απο σένα. 

Μα οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη, 
κι εσύ δε λες να ρθεις. 
Δε θα ρθεις.

Ποιός θα με τραβήξει απ την άβυσσο ; 

Βοήθεια!

τ' Αη Γιάννη.

O τόπος είναι.έρημος,
η νύχτα είναι παγερή,
ο βοριάς φυσομανάει,
η θάλασσα φουρτουνιασμένη,
μοιάζει έτοιμη να κατασπαράξει τα τροχοφόρα.

Αγριο και παγωμένο βράδυ,
μήτε ένα αστέρι δε διακρίνεται
στο ουράνιο στερέωμα
 Αναμετριέται κανείς με το χρόνο σ αυτό το έρημο και παγωμένο τοπίο...
Οι άνθρωποι που αφήσε πίσω,
οι παλιές και αιώνιες αγάπες,
τα πάθη που γεννήθηκαν με φόντο το σκοτάδι,
και έσβησαν μέσα στο πηχτό σκοτάδι της νύχτας:

Ολά είναι εδώ,
σαν δαίμονες από το παρελθόν που επιστρέφουν,
για να σου θυμίσουν τις περασμένες αμαρτίες,
τις αλλοτινές θαυμάσιες μέρες,
τις αυθορμητα ειπωμένες λέξεις.
Τα μεθυσμένα " σ' αγαπάω" που άλλοτε
σαν πουλιά ξέφευγαν από τα φλογισμένα στόματα,
ψάχνουν πλέον καταφύγιο στη λήθη.