Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Ημερολόγιο.

Αποκαμωμένη πια από τα ξενύχτια, τις οινοποσίες, τα ατέλειωτα γλέντια και τις κοινωνικές επαφές,
επιστρέφω σ' εμένα για άλλη μία φορά. Ο πυρήνας της ψυχή μου καίγεται από μία φωτιά, κακιά φωτιά, κόκκινη, μοχθηρή, φθονερή, που κατατρώγει και σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα της.
Στέκομαι μακριά από αυτήν την πύρινη εστία. Δεν έχω τη δύναμη να την αντιμετωπίσω. Δεν έχω τη δύναμη να δω τι είναι αυτό που με κατατρώγει, με σπαράζει, με πετάει στα τάρταρα.

Ταξίδεψα για χρόνια σ ένα σωρό κορμιά, σ ένα σωρό αισθήματα, σ ένα σωρό μαγικά βράδια και δεν είμαι αλώβητη, ούτε αβλαβής. Μήπως είμαι σώα όμως ; Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει μέσα μου.
Ένας θυμός και μία οργή αγρεύουν και εκτονώνονται σε άσχετες στιγμές που πάσχω από έλλειψη συνειδήσεως. Ίσως αυτό είναι μία βαθύτερη ανάγκη και υπαιτίως φέρνω τον εαυτό μου σε κατάσταση τέτοια. Δεν ξέρω τι να τραγουδήσω, δεν ξέρω που να ακουμπήσω. Πρέπει να πάψω να ελπίζω σε μεγάλους έρωτες, σε καλούς συντρόφους και σε άλλες τέτοιες ψευδαισθήσεις. Με πονάει η μοναξιά στην οποία διαβιώνω, αυτή η μοναξιά του ύπνου, αυτή η μοναξιά της αγκαλιάς. Χρόνια τώρα δε βρήκα μια αγκαλιά να με χωράει, μήτε ένα κρεβάτι ζεστό, μήτε μία ψυχή καθαρή. Θέλω μια καρδιά ανέγγιχτη ή έστω όχι τόσο κακομαθημένη σαν τη δική μου. Αποζητάω μάταια ένα ζευγάρι χέρια να κλειστώ μέσα τους και να αρχίσω να κλαίω για όλα όσα πια πονάνε.

Έχω διώξει σχεδόν όλα τα άτομα που με έγδαραν άθελα τους. Απομακρύνομαι. Κείτομαι μέσα στην σπηλιά μου, στο δικό μου ιερό. Παρουσιάζω μία εικόνα φενάκη. Ο καθρέφτης είναι όμορφος, γελαστός, φοράει κόκκινο κραγιόν και φόρεμα, φιλάει όμορφα και είναι αισιόδοξος. Εγώ πάλι δε μοιάζω σε τίποτα μ αυτό που βλέπεις μπροστά στον καθρέφτη. Εγώ είμαι ξεγραμμένη, διαλυμένη, με ελπίδες ματαιωμένες, με φτερά τσακισμένα, αλλά μ ένα πείσμα σχεδόν αρχέγονο, που έρχεται από τα βάθη του σώματος μου. Έχω οργή, η φωτιά μου βράζει, δε ξέρω τι θα κάψω ακόμα εκτός από τον εαυτό μου. Φοβάμαι εκείνους που θέλουν να δουν μέσα μου. Δάκρυα κυλάνε από τα μάτια μου. Δεν έχει λυγμούς, ούτε φωνές. Μόνο σιωπή τριγύρω, φάκελοι χαρτιών, υποχρεώσεις, φιλόδοξα σχέδια, μεγάλα γλέντια, υποκριτικές ηδονές- καμία ηδονή δεν τρέφει την ψυχή μου.

Εδώ κάτω είναι σκοτάδι. Είμαι ο ποταμός Αχέροντας. Είμαι η Μήδεια, αλλά δεν σκότωσα τα παιδιά μου. Σκοτώνω τον εαυτό μου ίσως από το μεγάλο πείσμα μου. Αυτή η απομόνωση μ έχει πικράνει, αυτές οι αλλεπάλληλες ματαιώσεις των ελπίδων μου μ έχουν κάνει σκληρή σαν πέτρα. Μοιάζουν όλα τόσο μάταια, η αλήθεια είναι τόσο σκληρή και πικρή, αλλά δεν μπορώ να την δεχτώ. Η ελπίδα είναι μία σκρόφα που κυκλοφορεί τις νύχτες στα μυαλά μας. Είναι μία πόρνη που εκδίδεται στη Συγγρού και εκδίδει και εμάς μαζί της. Γίνεται ο νταβατζής μας, μας εξαπατά, δεν μας πληρώνει ούτε ένα ευρώ, κι ας μας έχει εκπορνεύσει στην ψύχρα.

Χειμώνες άνυδροι πέρασαν δύο, οδεύουμε προς τον τρίτο άνυδρο χειμώνα. Τα καλοκαίρια είναι μικρά, μόνο φαινομενικά λάμπουν, κάποτε για ώρες, άλλοτε για μέρες. Δεν βαστάνε αιώνες οι χαρές. Μια στιγμή μονάχα οι χαρές σε σηκώνουν από το λήθαργο. Μόνο για μία στιγμή. Ύστερα αυτοεξαπατάσαι. Τεχνητός ο ήλιος, παράγεται από χημικά στοιχεία το φως του. Υποκριτικά τα χαμόγελα.

Αν αξίζει κάτι στη ζωή μόνο ο έρωτας είναι. Μόνο γι αυτό το μεσοδιάστημα ανάμεσα στην ζωή και στον θάνατο. Ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο. Η λοιπή πραγματικότητα είναι πεζή, και κυνική, διέπεται από τον θάνατο. Κάθε μέρα είμαστε πιο κοντά στο αποτρόπαιο αυτό γεγονός. Κάθε μέρα που δεν ζούμε έναν έρωτα είμαστε πιο νεκροί κι από μία κούκλα. Κάθε μέρα που δεν λιώνουμε από επιθυμία πάνω στα σεντόνια μας, δε ζούμε, παρά αναπνέουμε. Κάθε μέρα που δεν μπορώ να χάσω το μυαλό μου εξ αιτίας κάποιου, είμαι ένα νεκροζώντανο πλάσμα, που υποτίθεται ότι μάχεται για τα δίκαια της κοινωνίας. Είμαι ένα αδύναμο, πληγωμένο αγρίμι, που δεν ξέρει που να επιστρέψει, γιατί η φωλιά του είναι άδεια. Κάθε φορά που δε με μεθάει ένα φιλί, ντρέπομαι. Ντρέπομαι να διεκπεραιώνω μία διαδικασία αναπαραγωγής μόνο και μόνο για κάποιες στιγμές ηδονής- " άλλα ζητάει η ψυχή, για άλλα κλαίει"- . Θέλω εκείνον τον άνευ όρων έρωτα, εκείνον τον ιερό έρωτα που σε κάνει μούσα, που σε μεταρσιώνει σε persona sacra, θέλω εκείνη την τρυφερή αγωνία, εκείνη τη μανία, εκείνη την απονενοημένη και ένοχη στιγμή που ανήκει μόνο σε δύο ανθρώπους. Διαφορετικά, να μη περιμένουμε έλεος από πουθενά, αν ο έρωτας δεν μπορεί να δικαιώσει την ύπαρξη μας. 

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Αθήνα.

Βρααδιάζει στην  Αθήνα... στην πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου. Περπατάω μόνη μου στην Ασωμάτων, κοιτάζοντας την αστική παρακμή τριγύρω. Τα κτίρια παραμελλημένα , θυμίζουν μία παραίτηση. Στο βάθος και στο τέλος της οδού, κοιτάζω τα καφενεία κι από πάνω μας ένα φεγγάρι φωτίζει τα ερωτευμένα ζευγάρια, τις γελαστές παρέες, τα χρόνια μας που περνάν και πίσω δεν γυρνάν. Νομίζω πως μυρίζω γιασεμί στη γειτονιά. Χαμογελάω περπατώντας και ακούγοντας κάποιο τραγούδι της Νικολακοπούλου. Ενας ταρίφας χωμένος μέσα στο κίτρινο ταξί του με προσπαρνάει. Η κόρνα ουρλιάζει.Ο διπλανός δρόμος πολυσύχναστος, αδιάφορος, κουραστικός. Η Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου. Η πόλη με τις αντιφάσεις. Η πόλη- σύμβολο της ελευθερία μου, της συναισθηματικής μου ελευθερίας, το γεωγραφικό μήκος και πλάτος στο οποίο μπορώ να εκφραστώ. Υστερα βαδίζω στα εξάρχεια σε μία ταράτσα στην Χαριλάου Τρικούπη. Είναι αργά κι αύριο πρέπει να ξυπνήσω για τη δουλειά, αλλά δε με νοιάζει. Θυσιάζω λίγο ύπνο για το φωτεινό φεγγάρι που φωτίζει το Λυκαβητό. Αμάξια πηγαίνουν κι έρχονται- μόλις που διακρίνω τα φώτα τους. Δάσος στο λόφο, το εκκλησάκι φωτισμένο, ένας βράχος που μοιάζει σμιλεμένος και καλοσχηματισμένος. Φώτα  από τα γύρω σπίτια. Τα άδεια μπαλκόνια- που πήγε όλος αυτός ο κόσμος ; Μάλλον θα κοιτάζει μία οθόνη κρυστάλλων. Τεχνολογία: μέσο απομόνωσης και κατάλοιπο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αεράκι δροσερό του φθινοπώρου με ηδονίζει. Η ζωή προχωρά- τα χρόνια δεν γυρνάνε πίσω, μήτε οι στιγμές.
Βραδιάζει στην Αθήνα και κάπου εσύ γελάς μάλλον. Σ έψαξα σ όλους τους δρόμους του κέντρου, αλλά δε σε βρήκα, αγάπη μου.Αρχίζει να βρέχει. Βρέχει γέλια, βρέχει δάκρυα, βρέχει χαρά, βρέχει και θλίψη. Πίσω από μία ρεκλάμα μπορεί να ταξιδεύεις σ ένα ταξίδι που κανείς δεν έρχεται, γιατί φοβάται το πάθος σου. Ενα ταγκό παίζει σ εκείνο το μπαρ που ακόμα δεν ξέρω το όνομα του και συ μ ένα μυδιάμα κοιτάζεις τους θαμώνες να πίνουν το ουίσκι τους. τα τροχοφόρα της Πατησίων μαρσάρουν ανελέητα, αναπτύσσουν γκάζια. οι άστεγοι στην πλατεία Αμερικής ετοιμάζονται να πλαγιάσουν- άλλοι αγκαλιασμένοι, άλλοι μόνοι. Ο άνθρωπος σου μέσα σε τόσα εκατομμύρια κόσμου μάλλον με σκέφτεται σαν ένα πλάσμα που δεν υπάρχει. Σαν μία αγάπη που αδικήθηκε από τον χρόνο κι από τις συνθήκες ή σαν μία τύχη που δεν την συνάντησε ακόμα. Η ελπίδα εξασθενίζει κι ο Σαββόπουλος στο walkman κλαίει μ ένα ζειμπέκικο βαρύ. Εδώ κάτω στα εγκόσμια δε κλαίει κανείς. Η ζωή συνεχίζεται, ο χρόνος άχρονος δεν ταυτίζεται με το παρόν, μα με φαντασιώσεις μέλλοντος. Απολαμβάνω την ονειροπόληση, χάνομαι σ δρόμους άγνωστους... Τα φιλιά γίνονται όλο και περισσότερα κι οι εραστές της μία βραδιάς βαδίζουν προς τα μικρά βρώμικα διαμερίσματα τους. Κι η Αθήνα παραμένει η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου. Κι η Νεφέλη φοράει ακόμα το μικρό κουρέλι  από φεγγαρόφωτο στα μαλλιά της... ενώ οι άνθρωποι σκοτώνονται " για ένα πουκάμισο αδειανό.. "