Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

 εισαι ελευθερος οταν δεν εχεις τιποτα και στου βυθου σου ταξιδευεις το σκοταδι

Στίχος από το τραγούδι " στο πουθενά"  του Μάνου Ξυδούς  


Από το σκοτάδι εξέρχομαι της εσωτερικής μου ζωής με κόπο και προσπάθεια κάθε ημέρα, κάθε πρωί. Ξεπλένω τους εφιάλτες μου με νερό θαλασσινό. Ώρα 9.30 πρωινή, ένας καφές μπροστά στη θάλασσα, στη λιακάδα. Ο ουρανός να λάμπει κι η θάλασσα να ρυτιδώνεται από το ελαφρό αεράκι. Ενα αεράκι που με χαϊδεύει. Ενα αεράκι που με παρηγορεί. Ενα αεράκι που με ξαλαφρώνει, που ναι λες και με παίρνει και με οδηγεί σ΄εναν άλλον πιο ηλιοποτισμένο κόσμο από τον μέσα μου κόσμο. Διαβάζω τον παραπάνω στίχο που κάποτε είχα σημειώσει κάπου. Και σκέφτομαι πώς είμαι πραγματικά ελεύθερη, γιατί δεν έχω τίποτα και μπορώ να περιπλανιέμαι ελεύθερη στο σκοτεινό κόσμο μέσα μου. Κάποιες μέρες, σαν αυτή, ο κόσμος μου είναι σκοτεινός, απομονωμένος, πέφτουν βροχές και δάκρυα. 

Κι ύστερα κατά τα άλλα έχω ένα κόσμο φωτεινό, χαρούμενο, ζεστό και πολύχρωμο, γεμάτο χρώματα φωτεινά και ήσυχα. Κάποιος γελάει, και κάτι χαμογελάει μέσα μου. Κάτι σα χνούδι. Υποψία έρωτος. Υπαινιγμός ιστορίας που μέλλεται να αρχίσει. Ερωτηματικά: Θα αρχίσει η ιστορία ; Ισως ναι. Ισως και όχι. Θα δείξει. Μεταφορές στον μέλλοντα χρόνο. Το παρόν είναι ένα σχεδόν, ένα περίπου, ένα σημείο στίξης : ερωτηματικό. 

Μήπως άραγες αυτά τα ερωτηματικά δεν είναι που αυξάνουν την επιθυμία ; Τι αξίζει ;

Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Στη σκιά αναμνήσεων.

 Octavio Paz | 31 Μαρτίου 1914 - 19 Απριλίου 1998 |

Η ερωτική συνάντηση αρχίζει με τη θέα του κορμιού που ποθούμε. Ντυμένο ή γυμνό, το κορμί είναι μια παρουσία, μια μορφή, η οποία, προς στιγμή, είναι όλες οι μορφές του κόσμου. Μόλις αγκαλιάσουμε τη μορφή αυτή, παύουμε να την αντιλαμβανόμαστε ως παρουσία και τη συλλαμβάνουμε ως συγκεκριμένη ύλη, απτή, που χωράει στην αγκαλιά μας και η οποία, παρόλα αυτά, είναι απεριόριστη.
Χανόμαστε ως πρόσωπα και βρισκόμαστε ως αισθήσεις. Όσο η αίσθηση γίνεται πιο έντονη, το κορμί που αγκαλιάζουμε γίνεται πιο αχανές. Αίσθηση του απείρου. Το κορμί μας χάνεται μέσα στο άλλο κορμί.
Το σαρκικό αγκάλιασμα είναι η κορύφωση του κορμιού και η απώλειά του.
| Διπλή φλόγα • Έρωτας και ερωτισμός | μτφρ.: Σάρα Μπενβενίστε - Μαρία Παπαδήμα | εκδόσεις Εξάντας |

Να γινεις σταχτη θελω. Κοκκος αμμου σε μία παραλία πολλών χιλιομέτρων. Κόκκος άμμου σε έναν ολόκληρο πλανήτη. Να μην υπαρχει πια τιποτα απο σενα μεσα μου και πανω μου. Καμια αναμνηση να μη με στοιχειωσει. Να φυγουν, να ξεθυμανουν. Θελω να γινω απ την αρχη καινούριος, καθάριος, σαν να μη σε γνώρισα ποτέ, ας πούμε. Σαν να μη σε άγγιξα.

Τα βραδια ερχεσαι στον υπνο μου. Εφιαλτες. Καθε φορα που παω ν' αγκαλιάσω ένα ξένο κορμί, οι αμανησεις θα με στοιχειωνουν ασυνειδήτα, στα όνειρα μου. Ερχεσαι στον ύπνο μου, ακέλεστη και ανεπιθύμητη, να μου θυμίσεις όσα κάποτε ζήσαμε. Ενα σώμα που δε λησμονιέται. Μία ξένη γη, που ανθίσε κάποτε στα χέρια μου. Ενα κατακτημένο κομμάτι του κόσμου σου, που κατέχω αδιαμφησβήτητα για πάντα, εις τους αιώνας των αιώνων. Μα τι είναι οι άλλες ; Κέλλη, Κατερίνα, Μαρία, Γεωργία, Ειρήνη... Τι είναι όλα αυτά τα κορίτσια που ξεγέλασα, αλλά μαζί τους ξεγελάστηκα κι εγώ ο ίδιος ; τι είναι όλες αυτές οι γυναίκες που συνάντησα στον δρόμο μου και όμως εγώ πορεία δεν άλλαξα : Πάντα στο τέλος εσύ, " εσύ το νόμισμα, κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει" ... Αλλότρια κορμιά, ξένα, που δε θυμίζουν με τίποτα εσένα, που δεν φέρνουν ούτε στο ελάχιστο των ματιών σου. Τι είναι αυτό που ερωτεύτηκα, αν όχι το βάθος του βλέμματος σου ; Με κοίταζες κι ο κόσμος όλος ήταν δικός μου. Υστερα αποχωρησες. Ο σφιγμός της γης έπαψε να χτυπάει, ο κόσμος όλος εξαφανίστηκε. Αλλοτροιωμένος απ τις μνήμες άνθρωπος, κουρέλι σωστό, κατανικιέμαι. Δεν θελω αλλο σου λεω. Δεν θελω.

Θελω να εξαφανιστεις απο μεσα μου. Σαν να μην υπηρξες ποτε. Να ξεχασω οτι κάποτε υπήρξες, να σε θεωρήσω πια ολότελα νεκρή, όπως είσαι για μένα. Νερκή, αφού είσαι απούσα. Μα ποιός έχει δει μία απουσία τόσο παρούσα στη ζωή ενός ανθρώπου ; Θέλω να ξεχασει το σωμα μου το σωμα σου. Θελω να ξεχασω. Να μη θυμάμαι. Να μην αναπολώ. Να γίνουν όλα κατάλευκα, παλλευκα, όμορφα, ειδυλιακά, μαγικά, σαν να σαι γαμήλιο ταξίδι στις Μπαχάμες. Κουραστηκα. Καθε πρωι πλενω το σωμα μου να σε ξεπλυνω απο πανω μου. Γδερνομαι ματωνω . Σποραδικα φευγεις. Κι υστερα ξαναρχεσαι.

Παραλια. Νερο. Βροχη. Μες στη βροχη και βρεχομαι. Εβρεξε δακρυα. Αλλη μια Κυριακη παρατονη, σαν αυτες του Λος Αντζελες. . Σαν αυτες τις χαμένες Κυριακές. Που δεν μπορουσα να σηκωθω απ το κρεβατι, και εγραφα για εσενα,για εμενα, για το ποσο σε μισω, για το ποσο μου λειπεις.

Οχι. Δεν θα αφηνα και τη σημερινη Κυριακη να καταστραφει. Πηρα ντεπον. Μπηκα για μπανιο. Προσπαθησα να σηκωθω. Αλλα πατησα κατι κλαματα. Με πιασαν τα κλαματα. Βλεπω το σωμα μου . Διψασμενο. Χωρις καμια αναμνηση ερωτα απο αλλες γυναίκες. Μονο δικες μας αναμνησεις, που τσουρουφλίζουν, που καίνε. Που σαν κάρβουνο απυθώνονται απάνω στο μυαλό μου και κατ επέκταση απάνω στο σώμα μου.

Ατιμο σωμα. Δε ξεχνας. Με βασανιζεις. Με βασανιζεις συνεχεια. Με τη μνημη. Θελω να γραψω τη μνημη σε γυαλι. Κι υστερα να το σπασω. Να το κανω θρυψαλα. Να το πεταξω μακριά, πέρα μακρά στα χάη του σύμπαντος. Να σπάσει το γυαλί σ΄έναν άλλον πλανήτη, που εσύ δεν θα υπάρχεις. Σ έναν άλλον πλανήτη που εγώ θα υπάρξω, χωρίς να σε έχω γνωρίσει προηγουμένως. Σ' έναν άλλον πλανήτη που θα ξαπλώνω εξαγνισμένος στη μέση της θάλασσας, που θα κείτομαι ευτυχισμένος μέσα στο νερό. Σ ' εναν άλλον πλανήτη που δεν θα υπάρχουν αναμνήσεις έρωτος, που δεν θα υπάρχουν αναθυμιάσεις μνήμεων. Θα είναι όλα καθαρά, όλα καινούρια, θα πιάσω το μύτο της Αριάδνης από την αρχή και δεν θα με οδηγήσει σ΄εσένα, αιώνιε Μινώταυρε. Αιώνια αμαρτία, βιωμένη. Σ' έναν άλλον πλανήτη που θα υπάρχουν εξομολόγοι, και με μιάς θα μου δώσουν άφεση αμαρτιών, που αφέθηκα σε ένα συκγλονιστικό αίσθημα. Ενα άισθημα που σε συγκλονίζει τρίσβαθα, που δεν αφήνει τα σπλάχνα σου να ησυχάσουν, που σ' αφήνει να ονειρευτείς ένα ζευγάρι μάτια, που δεν θα ναι τα δικά σου. Βαρέθηκα με τα μάτια σου, βαρέθηκα με το κόρμί σου. Πνίγηκα από τις αμαμνήσεις μου. Δεν αντέχω αλλο να τις αναμασώ. Δεν αντέχω άλλο να ξυπνώ το πρωί με παλιές θύμησες. Με όνειρα που στην πραγματικότητα σε μαχαιρώνουν τρίσβαθα και με το μαχαίρι ευθεία καρφωμένο στη καρδιά. Εχω μία καρδία λαβωμένη, κι όμως ακόμα υπάρχω. Σάμπως αυτό δεν είναι κατάρα ;

Βροχη. " Πήρα τη στράτα κι έρχομαι, μές στη βροχή και βρέχομαι" . Πού να έρθω ; Τόπο δεν έχω για να ρθω. Δεν ξέρω πού βρίσκεσαι, μα κι αν ήξερα που είσαι, ακόμα και τότε, ανεπιθύμητος θα ήμουν. Μόνο βρέχομαι. Τα μάτια μου βρέχονται από υγρά δάκρυα, που κυλάνε ως τα δάχτυλα των ποδιών μου. Θαλασσα δακρύων.

Δεν μου λειπεις, λέω. Και το εννοώ. Βεβαίως.. Οχι εσυ δεν μου λείπεις. Το σωμα σου μονο. Μα τι είναι ο έρωτας χωρίς το σώμα ; Υπάρχει έρωτας χωρίς το σώμα ; Δεν ξέρω. Νιώθω λες και ειμαι ζωον. Ηταν τοσο ζωωδες αυτο που ενιωθα για σενα, να σε ζητάω με όλα μου τα κύτταρα, με κάθε πόντο του κορμιού μου. Σπιθαμί προς σπιθαμί το σώμα μου έψαχνε το δικό σου. Κι όταν μου δινόσουν είχα τον κόσμο όλο, είχα τη πλάση όλη στα χέρια μου. Εζησα καλοκαίρια και χειμώνες μαζί σου, σύνολο δέκα, και δεν μου φτάσανε. Δεν μου έφτανε ποτέ το φιλί σου, δεν μου έφτανε ποτέ το σώμα σου. Πάντα ήθελα και κάτι παραπάνω. Πάντα ήθελα να σε κατασπαράζω, κάθε μέρα απ΄την αρχή. Κι όταν γεννήθηκε ο γιός μας, ακόμα και τότε: Δεν μου έφτανε η απόδειξη ότι ήσουν δική μου. Ηθελα κι άλλες ηδονές. Ηθελα κι άλλες διαβεβαιώσεις, ότι θα σου ανήκω και θα μου ανήκεις. Ηθελα να ξέρω ότι θα ξυπνήσεις το πρωί και θα είσαι εκεί, δλιπλα μου, γυάλινη, όπως ήσουν πάντα, άτρωτη, όπως ήσουν πάντα, απόμακρη αλλά και ταυτόχρονα τόσο κοντά μου, δίπλα μου και πιο δίπλα μου δεν γινόταν.

Τι είναι ο έρωτας, αν δεν είναι αυτό το ζωώδες έσντικτο, που ξυπνάει και δεν σε αφήνει να κοιμηθείς; Τι είναι ο έρωτας αν όχι αυτή η ανάγκη να κατασπαράξεις τον άλλον, να χαθείς μέσα της ; Να πεθάνεις για εκείνη, γιατί κάθε μέρα που περνάει χωρίς εκείνη εσύ δεν ζέις, αλλά προσποιείσαι πώς ζεις... πες μας εσυ, που ξερεις. Εγω δε ξερω.

Μα αλλο δεν αντεχω. Βροχη και βρεχομαι. Ποναω αφόρητα. Να ξεσπασω σε κλαματα ; να ξεσπασω ; ουτως η αλλως δεν σ' εκλαψα αρκετα. Ποτε δεν ειναι αρκετα.

Θελω να σε ξεχασω. Ξαπλωνω παραλια. Στα βοτσαλα. Κανεις δεν ειναι μαζι μου. Και δεν θελω. Απολυτως κανεναν μαζι.μου. ησυχια. Θαλασσια ησυχια. Ανεμος. Βουη. Υποφερω. Θελω. Να σε ξεχασει το σωμα μου. Ποσες φορες θα χρειαστει να κανω εμετο για να βγεις απο πανω μου ;;

κι ομως ο ερωτας οταν συμβαινει εχει κατι το οριστικο. Δεν ξεπλενεις κανεναν απ το σωμα σου. Αγγιξες και κατω απ το δερμα, βλεπεις, περαστικα μου. Οπου μ αγγιξες, ποναω. Τωρα λιγοτερο.

Τοσα χρονια μετα. Εσυ που εισαι ; Με έχεις ξεπεράσει άραγε ; Εξάλλου, τίποτα δεν ημουν για σενα. Νευριαζω. Νευριάζω. .Αν σε πετυχω, μα το θεο, θα ήθελα να σε σπασω στο ξυλο. Αλλά δεν θα το έκανα. Ακραια ολη η σχεση. Ακραια σε ηθελα. Ακραια σε μισησα. Γιατι δε μπορω να αδιαφορησω και ακραια;

Μη μου πειτε εμενα για διαζυγιο. Το εζησα ολο. Αποκοληθηκα. Με διελυσε. Μη μου λετε εμενα για γαμους που τελειώνουν και πονούν. . Σκατα πονος. Μια ηδη πεθαμενη σχεση, πεθαινει. Σιγα τα ωα. Εμεις ; εγω δεν ειχς τελειωσει ακομα. Οχι. Σε μισω. Αλλο δε μπορω. Να με συγχωρείς. Να με συγχωρεί η χάρη σου, μελένια μου ομροφιά.

Είσαι καταδική μου. Είσαι ο κατάδικος μου. Είμαι ο καταδίκος σου, για πάντα. Θα πονάω. Στην κόλαση θα σέρνομαι για ΄σενα, μέσα στις φωτιές, στα κλάμματα, στις ζωώδεις φωνές μου θα φωνάζω το όνομα σου κι εσύ δεν θα αποκρινεσαι. Κι ύστερα; ΤΙ μένει ακόμα παρά να πεθάνω; Κι αν πεθάνω, πάλι είσαι η τελευταία γυναίκα που θα θέλω να δω: Εσένα ήθελα να μου κλεισεις τα μάτια. Εσένα να με κοιτάζεις με το γαλάζιο βλέμμα. χίλια μύρια κύματα μακριά από μένα. Εσένα, την άκαρδή, την κεροσκόπα, εσένα που σκορπίζεις ο,τι ζήσαμε σε ανώφελα κρεβάτια, σε μικροαστικούς συμβιβασμούς. Εσένα, που έγινες φως. Που ήσουν το φως. " Υou are my sunshine, my only sunshine". Εσένα, που οι καιροί σε ντύσανε με ανέμους, με δάκρυα, με όνειρα ξένα. Εσένα που σε ονειρεύεται ο καθένας, και κανείς δεν σ έχει. Εσένα που " κανείς δεν θα αγγίξει το πέλαγος της στοργής και της θλίψης σου". Εσένα, που ανταμώσαμε χρόνους δέκα, κι άλλους χρόνους δέκα κοιμόμαστε χώρια. Εσένα, που δεν μπόρεσα ποτέ να σε βγάλω από μέσα μου. Εσένα, που με στοιχειώνεις, που με ισοπεδώνεις. Εσένα, που δεν φοβήθηκα, αλλά ταυτόχρονα έτρεμα να μη σε χάσω. Και σ΄έχασα. Και έφυγες. Και μ άφησες μισό. Ω ναι, εσένα, που τόσο σε μισώ.

Η λύπη του έρωτα, του Γιάννη Κοντού
Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα χάρτινα
κάνοντας ένα θόρυβο
που προμηνύει μεγάλη θάλασσα.
Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
 της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή.
Ταριχευμένες κινήσεις:
μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο. Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
μαγική εικόνα – δεν μπορώ
 να ξεχωρίσω τον κυνηγό –
Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
μυστικά και βροχές.