Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Τα πράγματα είναι απλά πολυ.

Τα πράγματα είναι απλά πολύ
πιο απλά κι όμως
ακόμα κι έτσι έρχονται στιγμές
που φαντάζουν όλα αβάσταχτα για μένα
που δεν καταλαβαίνω
και δεν ξέρω αν πρέπει τα γέλια να βάλω
ή τα κλάματα από το φόβο
ή εδώ να μένω δίχως δάκρυα
δίχως χαμόγελα
σιωπηλή
αποδεχόμενη τη ζωή μου
το πέρασματο χρόνο.

Idea Vilarino
εισαγωγικό σημείωμα-μετάφραση

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Ζητείται ένταση.
Πάθος προσφέρεται χωρίς τίμημα.
Μόνο ν' αντέχεις.
(μπορείς ; )

Ολοι ξέρουν το τίμημα του πάθους, κανείς δεν ξέρει την αξία του, όμως.
Σ αυτή την εποχή όλοι ξέρουν πόσο κάνει κάτι, κανείς δεν ξέρει πόσο αξίζει πραγματικά.

Το πάθος το πληρώνεις ακριβά.
Σε τραβάει απ τα μαλλιά,
σε πετάει σε χαράδρα.
Σε σκοτώνει,
μα σε γεννάει κιολας.
Είναι ανάγκη το πάθος.
Γιατί ποιός μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό ;

Κι όμως μένω εδώ.
Γεμίζω αδειάζω τασάκια.
Γεμίζω αδειάζω μπουκάλια ούζου.
Γεμίζω αδειάζω συναισθημα.
Γεμίζω αδειάζω κόκκινο χρώμα.
Δεν μου δώσανε αρκετό για να γεμίσει ο τενεκές όμως.

Αντέχει κανείς ρε πούστη μου ;
Ρωτάω συνέχεια και καταλήγω . "ΟΧΙ".
Είναι που το σύστημα μας μαθαίνει να φοβόμαστε.
(τα επιχειρήματα άλλη φορά υπερ αυτού. )

Σ' αφήνω, γεια.
Εξω βρέχει.

"αλλη μια κυριακή σαν παρατεταμένη ασφυξια"

Απο χθες ο καιρός ήταν άγριος.
Βράδυ παράξενο, βαθύτατα θλιμμένο.
Κόκκινος ουρανός, αέρας, μια κοπέλα μαυροντυμένη που πήρε τους δρόμους.
Κάτι ζευγάρια που χώριζαν, κάτι άλλα που μείναν μαζί απο συνήθεια.
Αγριο βράδυ, γεμάτο αλκοόλ,φιλοσοφίες κι άλλα τέτοια ναρκωτικά.
Μια φυγή απρόσμενη κι απότομη.
Στον δρόμο βροχή δυνατή.

Βρέχει τελευταία πολύ παντού, μουχλιάσαμε.
Να ρθει λίγο φως σ' αυτή τη πόλη.

Σήμερα η μέρα ακόμα πια άγρια.
Κυριακή πρωί.
Σηκώνεσαι απότομα απ το κρεβάτι, μετά απ το όνειρο.
Τρέχεις στην καφετιέρα, αλλά δεν έχεις καφε.
Αντικρυζεις τα ρούχα στον καναπέ πεταμένα.
"Ρε πούστη μου δεν θα τα ξαναπετάξω" σκέφτεσαι.
Μαζεύεις τα ρούχα, ανοίγεις παράθυρο.
Τυλιγμένη στα σύννεφα ξανά ετούτη η πόλη.
Αέρας, η απλώστρα έπεσε κάτω.
Απλώνεις ένα πλυντήριο.
Καθεσαι στον καναπέ καπνίζοντας.

Ο ουρανός, ο ουρανός είναι... απερίγραπτα ωραίος.
Τα φύλλα τα παίρνει ο αέρας και κάτι αχτίδες ήλιου εμφανίζονται που και που.
Οι περαστικοί... Αυτούς συλλογίζομαι κάτι τέτοιες στιγμές.
Αυτούς που περνάνε τις ζωές μας και πάντα κάτι ξεχνάνε και μας τ' αφήνουν σαν δώρο ή σαν τιμωρία.
Ξαφνικά μια πεταλούδα έρχεται στο μπαλκόνι.
Απο τις τελευταίες πεταλούδες του καλοκαιριού.
πού βρέθηκε μέσα στο χειμωνιάτικο αυτό τοπίο η πεταλούδα ;
Ειναι όμορφη πάντως.
Εκατσε λίγο εκεί και έφυγε.

Ξαφνικά αρχίζουν να χτυπάνε τηλέφωνα.
ανα 15' τηλέφωνο.
Ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του.
Θέλω να μείνω σπίτι μου, αλλα δεν το σέβονται.
Κι έχουμε και κάτι γιορτές σήμερα.
Ομιλίες, φωνές τραγούδια.
Καμιά φορά νιώθω να λείπω
κι άλλες φορές νομίζω πως θα δώσω μια
και θα τα σπάσω όλα.
ή θα αρχίσω να τους κλωτσάω όλους και να τους φωνάζω.
Αντ αυτού σωπαίνω.

Ούτε να γράψει κανείς δεν μπορεί.
Τι με ρωτάς γιατί κοιτάω τον ουρανό;;;
Γίνεται να μην ρωτάς ποτέ το γιατί ;

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.

Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.

Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.

Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.

Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.

Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν
στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.

Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.

Ὅπου βρίσκεσαι
ὑπάρχω.

Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.

Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;

Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.

Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.

Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.

Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.

Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;

Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.