Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Καμίλια

Αυτό το λευκό φως της λάμπας κατάντάει αρκετά ενοχλητικό, ειδικά τα χειμωνιάτικα βράδια, διότι σου υπενθυμίζει όλα όσα θες να ξεχάσεις: Σε ξυπνάει από το όνειρο σου, από τις αφηρημένες σου σκέψεις, από εκείνες τις μαγευτικές εικόνες που σε ταξιδεύουν, και σε απαναφέρουν σε μία σκληρή πραγματικότητα: τις υποχρεώσεις, τις εργασίες σου, όλα εκείνα τα βλοσιρά και κουραστικά πρέπει απ'π τα οποία ταλανίζεται καθημερινώς. Λευκό φως σημείνει σκληρή δουλειά, άτεγκτοι άνθρωποι, κουραστικό βράδυ, ξενύχτι απάνω σε βιβλία. 

Εκείνο το φθινοπωρινό βράδυ η Καμίλια βρισκόταν κλεισμένη στο σπίτι της, με αντοιχτό το φως με τη λευκή λάμπα, προσπαθώντας να βάλλει ξανά σε μία τάξη της ζωή της και κυρίως εκείνες τις υποχρεώσεις της. Έπιασε μολύβι και χαρτί και κατάρτισε ένα σωρό λίστες, είδε και κάποιους ανθρώπους με τους οποίους έπρεπε να βρεθεί, ώστε να συνενοηθούν για κάποια θέματα. Ωστόσο, δεν μπόρεσε για πολύ να προσπαθεί να τακτοποιήσει τα ατακτοποίητα. Τακτοποιημένες δουλειές, ακατάστατη ζωή, ακατάστατες, περιστασιακές σχέσεις, κάτι δήθεν φιλοσοφικές συζητήσεις με μπαρόβιους, άδειοι δρόμοι, άδειες καρδιές, αίσθημα ανικανοποίητου. Η ανάμνηση του Ιμμάνουελ κάτι τέτοια βράδια τη κατέκλυζε ολόκληρη, καθώς εκείνος σηματοδοτούσε για εκείνη τη συναισθηματική της ασφάλεια. Εκείνος ήταν ο μοναδικά και σχεδόν παντοτινά διαθέσιμος σύντροφος της στη ζωή, της έδινε κάθε φορά λύσεις στα τυχόν προβλήματα της. Τώρα όμως, τόσο καιρό, μετά τη φυγή της, δεν υπήρχε κανείς πια διατεθειμένος να σπάσει το κεφάλι του για  τα ωραία μάτια της Καμίλια, αλλά αντίθετα υπήρχαν αρκετοί διατεθειμένοι να της δημιουργήσουν νέες φουρτούνες, νέα συναισθηματικά ναυάγια, νέα συναισθηματική χρεωκοπία.

Με κάθε άντρα που γνώριζε ζούσε μία νέα ιστορία,  η οποία κατέληγε σχεδόν πάντα είτε σε χλιαρό και ξεφτισμένο ειδύλλιο είτε σε συναισθηματική ανασφάλεια. Κάθε άντρας της προσέθετε και μία νέα απογοήτευση, μία νέα ματαίωση, την οποία δεν ήξερε αν μπορούσε να τη διαχειριστεί, γι αυτό και αποφάσισε να μείνει μακριά από όλους τους. " Ισως να είμαι πιο ευτυχισμένη μόνη μου", σκεφτόταν. Η πραγματικότητα όμως δεν ήταν αυτή, η Καμίλια στρερούταν τη πολυπόθητη σχέση που είχε πλάσει στο μυαλό της, και εξ αιτίας της οποίας άφησε εκείνο το βράδυ τον σύζυγο της. "Απαρνήθηκα τον άντρα μου για μία ιδέα έρωτα, για μία φενάκη, για μία πολυπόθητη ιδεατή σχέση, η οποία απ΄οτι φαίνεται δεν θα έρθει ποτέ. Και τι κάνω εγώ για να έρθει ; Ξοδεύτηκα τόσο πολύ με τον έναν και με τον άλλον, ώστε πια δεν έχω διόλου ενέργεια...." έγραψε στο ημερολόγιο της εκείνο το βράδυ. Σφαλερές διαπιστώσεις, αδόκιμα συμπεράσματα εκκινούμενα από την αίσθηση της ματαιτότητας, αφού όσο πιο πολύ καρδιά σπαταλάει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερη έχει. Μοναδικός τρόπος να επουλώσει κανείς τις πληγές της καρδιάς του είναι να τις μοιραστεί μ έναν ακόμα άνθρωπο. Ισως η μοναδική ίαση είναι η αγάπη και η δοτικότητα. Ισως πάλι ίαση να μην υπάρχει, κι οι ανθρώποι να συνεχίζουν ει το διηνεκές να υποφέρουν από την έλλειψη.
Δομήσαμε τον κόσμο σε ζευγάρια, και στο όνομα της σχέσης, διαπράττουμε τα χειρότερα εγκλήματα. Σχετιζόμαστε με αυτοσκοπό να συσχετιστούμε, παλλινδρομούμε μέσα σε συμβατικούς γάμους, σε σχέσεις-μαξιλάρια, σε σχέσεις για να καλύψουμε τις ανασφάλειες μας, ενώ ξεχάσαμε πώς συσχετιζόμαι σημαίνει έρχομαι τόσο κοντά με τον άλλον, που πιο κοντά να μη γίνεται. Αυτό ακριβώς αναζητούσε η Καμίλια, αλλά  ήταν τόσο δυσεύρετη η συνένωση αυτή... 

Σκεπτόμενη όλα αυτά μελαγχόλησε,  έκλεισε τη λευκή λάμπα, και άναψε εκείνο το μικρό κίτρινο φως, αυτό το φως της γλυκιάς νύχτας, είναι ακριβώς εκείνο το φως που σκεπάζει τα φθινοπωρινά βράδια τη Πλατεία Αριστοτέλους. Τα κίτρινα φώτα της γλυκιάς μελαγχολίας, εκείνο το ημίφως του ρομαντισμού, που αμβλύνει και στρογγυλεύει τις γωνίες των ανθρώπων, που κάποτε σκοτώνει την λελογισμένη μας πλευρά , που αφαιρεί τη μάσκα της σκληρότητας και που μας συνδέει με τον εσώτερο αδύναμο και ευαίσθητο εαυτό μας. Έσβησε το ραδιόφωνο και έβαλε στο γραμμόφωνο έναν παλιό γαλλικό δίσκο, που τον είχε αγοράσει όταν ήταν φοιτήτρια από κάποιον πωλητή δρόμου. Τότε σκέφτηκε πώς θέλει να ζωγραφίσει. Επιασε τα πινέλα της και άρχισε να αποτυπώνει τις εικόνες που είχε τόσο συγκεχυμένες στο μυαλό της. Ζωγράφισε ανθρώπινες φιγούρες, που έμοιαζαν με οστεώδεις σκίες, σε γκρί χρώμα και στο βάθος μπλε θάλασσα. Είμαστε σκιές, υποτυπώδεις υπάρξεις για το σύμπαν, ένας μικρός κόκκος άμμου, μία μάταιη και πρόσκαιρη ύπαρξη, ενώ ο πλανήτης είναι απέραντος, η θάλασσα ανεξάντλητη. είμαστε περαστικοί από τη γη και κάνουμε όνειρα τόσο αιώνια, επικεντρωμένοι στον εαυτό μας, επικεντρωμένοι στον έρωτα μας. Ζούμε σε μικρόκοσμους, θαρρούμε πως δήθεν είμαστε κάτι το εξαιρετικά διαφορετικό από τον διπλανό μας, αλλά δεν μας διακρίνει τίποτα από αυτόν. Είμαστε όμοιες σκιές, συγχεχυμένα σώματα, στοιβαζόμαστε στις πολυκατοικίες ο ένας πλαί και πάνω στον άλλον στα μικρα σπιρτόκουτα, έχουμε παρόμοιους φόβους, παρόμοιες ανάγκες, κι όμως... είμαστε τόσο ξένοι. 

Η Καμίλια είχε χαθεί μέσα στις σκέψεις της αυτές ζωγραφίζοντας, όταν εκείνος ο νεαρός της χτύπησε του κουδούνι. Ηταν ο νεαρός από το απέναντι μαγαζί, με τον οποίον ζούσαν ένα λλιγοστό και μέτριο πάθος εντελώς ευκαιριακά. Δεν είχε όρεξη σήμερα όμως για μετριότητες και την ενδιέφερε η δική της χαμένη αρτιότητα, την οποία ίσως να έβρισκε μέσα στην τέχνη της.
 -Οχι σήμερα, Μιλτιάδη, του είπε. Μίαν άλλη φορά, σήμερα δεν μπορώ.
- Γιατί δεν μπορείς ; της χαμογέλασε με νόημα 
- Ζωγραφίζω, του απάντησε 
- Θα μ αφήσεις να δω τις ζωγραφιές σου ; τη ρώτησε. Εκείνη δίστασε να απαντήσει, αλλά από την άλλη της φανηκε αγένεια να διώξει έτσι έναν τόσο αθώο και ανυποψίαστο πλάσμα από το σπίτι της. 
- Εντάξει, του είπε, ελα μέσα. 
Ο Μιλτιάδης πλησιάσε με δέος τον ακατανόητα στα μάτια του πίνακα, καθώς ήταν από εκείνα τα παιδιά που δεν αναζητούν μεγάλες ιδέες, ούτε μεγάλα όνειρα, ούτε εμβαθύνουν πολύ στην εσωτερικότητα της ύπαρξης τους. Κοντοστάθηκε και τον κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα. 
- Μου αρέσει, της είπε. 
- Και τι βλέπεις ; 
- Βλέπω αέρηδες και θάλασσα γαλήνια. Καλά πώς γίνεται, να χει βορειά και η θάλασσα ούτε ένα κυματάκι τόσοδα ; Ζωγραφίζεις το νησί μας ε ; 
- Ναι, Μιλτιάδη μου, το νησί μας ζωγραφίζω, του είπε και τον πήρε αγκαλιά.

Δεν περίμενε να έχει ο Μιλτιάδης αυτή την πρόσληψη του έργου της. Αντίθετα περίμενε ότι θα έβλεπε μόνο γκρι και μπλε και θα γελούσε περιπαικτικά, λέγοντας της ότι είναι άσχετος, ότι δεν χαμπαριάζει από τέτοια, κι ότι αυτός είναι ένας κοινός καθημερινός άνθρωπος. Της άρεσε η αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ του έργου και του Μιλτιάδη και ύστερα σκέφτηκε ότι πρέπει να δράσει όπως οι σκιές στον πίνακα της: Να βαδίσει δίπλα δίπλα και ασφυκτικά κοντά με τον επισκέπτη της. 

Υστερα τα φώτα έσβησαν. Εγινε κρύο. Σκοτάδι βαθύ. Πέρασαν μέρες. Νύχτες. Χειμώνιασε απότομα. Ο Μιλτίαδης μπάρκαρε για τη Σιγκαπούρη. Η Καμίλια συνεχίζει να ζει όμως. Συνεχίζει να δοκιμάζει ματαιώσεις. Συνεχίζει να δοκιμάζει από το μέλι της ηδονής, αχόρταγα, και πάντα με την ελπίδα ότι αυτή θα είναι η τελευταία φόρα.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

εμμανουελ και καμίλια 2.


Αυτή η δόλια ψευδαίσθηση ότι δήθεν κάτι απρόσμενο και εκπληκτικό θα συμβεί στις ζωές μας κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, μας κρατάει δέσμιους της απραξίας. Ναι, η Καμίλια ζούσε μ αυτή την ψευδαίσθηση. Αθήνα, Κωνσαντινούπολη, Παρίσι, Λος Αντζελες, ένα σωρό μεγάλες πόλεις επισκέφτηκε πάντα μονάχη της με την ελπίδα να συναντήσει μία έκπληξη που θα της άλλαζε τη ζωή. ενδόμυχα πίστευε ότι η έκπληξη αυτή θα ήταν ο έρωτας, εκείνος ο μεγάλος έρωτας που είχε κάποτε διαβάσει στα μυθιστορήματα, και με έναν τρόπο τον αποτύπωνε στους πίνακες της.

Όμως αυτό το φθινοπωρινό βράδυ στο νησί είναι πολύ διαφορετικό. Ο καιρός σιγά σιγά ψύχρανε, αλλά ακόμα μπορείς να καθίσεις έξω. Η χθεσινή βροχή ξέπλυνε τα κρίματα του καλοκαιριού, τις κραιπάλες με δήθεν φίλους, τις ανεύ ορίων οινοποσίες, τις ερωτικές περιπέτειες της, την αφρικανική σκόνη από τα φύλλα των δέντρων. Σωτήριο νερό το βρόχινο απάλυνε την κολλώδη και υγρή ζέστη του Αυγούστου ενώ επανέφερε την Καμίλια κατά κάποιον τρόπο στην πεζή και σκληρή καθημερινότητα της. Αρχίνισε ξανά να βρίσκει τους ρυθμούς της στη ζωγραφική, αγόρασε νέα λάδια και νέους καμβάδες και σκέφτηκε κάποια θέματα με το οποία θα καταπιαστεί τον επερχόμενο χειμώνα, τακτοποίησε το μικρό λευκό κυκλαδίτικο σπιτάκι της, έφτιαξε νέο σπίτι για την γάτα της και φύτεψε στο κήπο τα χειμωνιάτικα λαχανικά της.

Αυτό το συγκεκριμένο βράδυ όμως είναι ένα από εκείνα τα αλλιώτικα και αλλόκοτα βράδια. Βούλιαξε όλη μέρα στον καναπέ διαβάζοντας περιοδικά και αγαπημένα βιβλια, ενώ άκουγε το ράδιο να παίζει μουσική. Ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω, ήθελε να νιώσει εκείνη την αίσθηση του απρόσμενου. Εγκαρτερούσε με τόσην προσμονή την έκπληξη. Σκέφτηκε να πάει μία βόλτα μήπως βρει εκείνον τον κατά αρκετά χρόνια μικρότερο της νέο. Συνήθως συχνάζει στο καφενείο της χώρας. Ντύθηκε όμως χωρίς ιδιαίτερη όρεξη, πέρασε από το καφενείο της χώρας, ο νεαρός δεν φάνηκε πουθενά. Η Καμέλια κρύωσε. Απογοητεύτηκε. Δεν συνέβη ούτε απόψε κάτι το απρόσμενο, ουδεμία έκπληξη. Έπειτα σκέφτηκε ότι ακόμα και στο Παρίσι, ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη οι βραδιές που συνέβαιναν εκπλήξεις ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Υπάρχουν μόνο επαναλήψεις, επαναλαμβανόμενα σκηνικά, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ανθρώπων. Απογοητεύτηκε προς στιγμήν. Έπειτα όμως αποφάσισε να πιει μία μπύρα μόνη της, συνήθεια που είχε στο Παρίσι, αλλά στο νησί το απέφευγε. Θα το κάνω, είπε από μέσα της, κι ας μην υπάρξει καμία έκπληξη. Αναρωτήθηκε στη συνέχεια για ποιόν λόγο περιμένουμε από τους άλλους ανθρώπους να μας εκπλήξουν. Πήρε τη ζωή στα χέρια της. Εξέπληξε εκείνη τον εαυτό της. Αναθάρρησε.Μάλλον κατάλαβε πως η αιώνια προσμονή της την καθηλώνει στην απραξία.

Καμέλια. Απογοητευμένη. Πληγωμένη γυναίκα. Ετών σαράντα. Ελεύθερη. Ωραία. Ενδιαφέρουσα. Κανείς όμως δεν έχει ενδιαφερθεί για εκείνη πραγματικά. Νοστάλγησε τον Ιμμάνουελ. Τι μπορεί να κάνει ο Εμμάνουελ; Πώς μπορεί να έχει βιώσει την πλέον ώριμη ηλικία του μακριά της... Ενιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά στη σκέψη ότι μπορεί εκείνος να ξαναπαντρεύτηκε κάποια άλλη γυναίκα. Ανεξήγητη ζήλια, παράφορα εγωιστική σκέψη . Δεν τον αγαπούσε πια τον Εμμάνουελ, ναι ήταν σίγουρη, δεν τη συγκινούσε πια αυτός ο σύντροφος. Ομως της έλειπε κάποια βράδια όπως αυτό εκείνη η σιγουριά ότι κυκλοφορεί στο σπίτι ένας άλλος άνθρωπος που μπορεί και να σε νοιάζεται. Ο εμμανουελ ουδέποτε νοιάστηκε πραγματικά για την Καμίλια. Κατά βάθος τη θεωρούσε φαντασιόπληκτη, ανώριμη και ανισόρροπη καλλίτεχνη, οπότε τις πιο πολλές φορές καταβαράθρωνε τους συλλογισμούς της. Σκότωνε την φαντασία της. Σκότωνε τις ονειροπολήσεις της. Ισως αυτή ήταν η ρίζα των διαφωνίων τους.
-"Ελα στην πραγματικότητα, Καμίλια... "
-" Κανείς δεν μπορεί να ζήσει με τόση πραγματικότητα, Εμμανουελ. Μόνη πραγματικότητα είναι ο θάνατος κι εγώ δεν μπορώ να ζήσω μόνο έτσι...."
-" Αρχισες πάλι τα καλλιτεχνικά σου..."
Θυμήθηκε αυτόν τον κλασικό και χιλιοείπωμένο διάλογο μεταξύ τους, χαμογέλασε αμυδρά, αλλά κατά βάθος λυπήθηκε. Κοιμάσαι μ΄έναν άνθρωπο εικοσιπέντε χρόνια, σκέφτηκε, και δεν σε ξέρει, δεν σε καταλαβαίνει, σε παίρνει για ονειροπαρμένη, για μία παράλογη καλλιτέχνη. Από την άλλη βέβαια παραδέχτηκε στον εαυτό της ότι μπορεί να είχε δίκιο ο Εμάνουελ, αλλά το δίκιο του αυτό δεν μπορούσε εκείνη ποτέ να το ενστερνιστεί. Εκεινη είναι ρυάκι, ήθελε να κυλάει, να ρέει, να χάνεται, να μην είναι στάσιμη, να ονειρεύεται μεγάλα όνειρα. Εκείνος ήταν άνθρωπος των αριθμών, των επιχειρήσεων, πρακτικό μυαλό, με λογική ευαισθησία, άνθρωπος δίχως γωνίες, άκαμπτος, απόλυτος, στιβαρός. Δηλαδή ήταν αρσενικός, χωρίς διόλου θυληκή πλευρά μέσα του. Η Καμίλια κάπου είχε διαβάσει ότι ο άντρας για να αγαπήσει στ αλήθεια μία γυναίκα πρέπει να εκθηλυνθεί. Εκείνος δεν της έδειξε ποτέ μία ευάλωτη πλευρά του. Ισως και να μην την αγάπησε.

Η Καμίλια σκέφτεται εγωιστικά. Ήθελε να την αγαπήσουν με τον τρόπο που ήθελε εκείνη να αγαπηθεί. να της εκφράζουν την αγάπη της, με τον τρόπο που αυτή έχει δει στις ταινίες και στα μυθιστορήματα. Ο άντρας της της φαινόταν ανεπαρκής, διότι δεν ήταν ο σούπερ ήρωας του χόλιγουντ αλλά ούτε και ο υπέροχος άντρας των ταινιών του Αλμοδόβαρ. Δεν διάβαζε βιβλία, δεν της έγραφε ποιήματα, δεν της εξέφραζε την αγάπη του, δεν την κατανοούσε. Ομως, την αγαπούσε. Την αγαπούσε πολύ. Για εκείνον ήταν πάντα μία ύπαρξη αψυχολόγητη, σχεδόν ακατάνοητη. Ηταν μία άπιαστη φύση, ήταν μία γυναίκα αίνιγμα, μία γυναίκα που σε εξέπληττε συχνά, έστω και δυσάρεστα, αλλά πάντως σε εξέπληττε με τις διατυπώσεις της, τα έργα της, ακόμα και με το ρυθμό του βαδισμάτός της. Ναι, το βάδισμα της ήταν χαρακτηριστικό. Την έβλεπε να έρχεται από μακριά, με γρήγορο βήμα και κουνώντας τα χέρια της και τους ώμους της λες και λικνίζεται στο χωρό. Ναι, όταν περπατούσε ήταν σαν να χόρευε κάποια ιταλιάνικη καντρίλια. Τα μαλλιά της ακολουθούσαν και συμπλήρωναν το φανταστικό χορό της. Σίγουρα ήταν πολύ εντυπωσιακή γυναίκα η Καμίλια. Εκείνος πάλι είχε μεγαλώσει όχι μόνο στα χρόνια, μα κυρίως στη συμπεριφορά. Το φοβερότερο που συμβαίνει με το χρόνο, δεν είναι τα σημάδια που αφήνει στο κορμί σου, αλλά τα σημάδια που αφήνει στους τρόπους σου και στις σκέψεις σου. Μεγαλώνεις και φοβάσαι περισσότερο, μεγαλώνεις και παραιτείσαι πιο εύκολα, μεγαλώνεις κι νιώθεις πως φτάνεις προς το τέλος κι ότι η μάχη σου δεν θα έχει κάποιο νόημα. Αυτό ένιωθε ο  Εμμανουελ με την Καμίλια. Δεν μπορούσε πράγματι να ανταποκριθεί στην προσδοκίες της. Δεν μπορούσε να διεκδικεί συνεχώς την επί εικοσιπέντε χρόνια σύντροφο του. Βολεύτηκε μέσα στην μοναξιά της σχέσης τους. Την αγαπούσε, αλλά κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του, με αποτέλεσμα να την χάσει. Την άφησε να φύγει. Τώρα κάθεται στο σπίτι του στο χωριό. Έχει κρύο. Εκείνος χωμένος στο χοντρά βιβλία δουλεύει. Δεν έχει φίλους. Δεν έχει γυναίκα. Δεν έχει τίποτα. Κανέναν. Μόνο τον εαυτό του και τον σκύλο της Καμίλια, την μικρή Νταίζη. Η Καμίλια τον έχει θυμώσει. Η εξαφάνιση της τον έχει διαλύσει. Ακομα δεν έχει ξεσπάσει.ισως να μην ξεσπάσει και ποτέ. Τέτοιοι τύπο σαν τον Εμμανουελ, ζουν με τα απωθημένα τους, ζουν με την καταπίεση τους, ζουν μέσα στον αυτοπεριορισμό τους.ισως έχουν μεγάλο εγώ και δεν θέλουν να παραδεχτούν τον πόνο τους.