Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Εξομολόγηση.

Ακούω τον ήχο των τακουνιών μου. ΅σοβαρός και στιβαρό το βήμα. Δεν ξέρω αν είμαι εγώ. Μπορεί ίσως να είναι και κάποια άλλη. Δεν ξέρω αν είμαι σίγουρη ή μήπως αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία. κανείς άνθρωπος άλλωστε δεν ξέρει. Διηγούμαι ιστορίες ανθρώπων που γνώρισα ή ίσως ανθρώπων που θα ήθελα να έχω γνωρίσει. Κάπου μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας υπάρχω. Αλλά υπάρχω τόσο ζωντανή και τόσο γήινη που ίσως δεν θα το πιστέψετε.

ξεπερνάω τις συμπληγάδες - υποχρεώσεις και αφήνομαι ξανά στην τέχνη, που κάνει μάγια, που βαθιά πολύ βαθιά σε ακουμπάει, και που δεν ξέρεις αν θέλεις ή όχι να της ξεφύγεις. Μάλλον δεν το επιθυμείς. Ηλιόλουστη ημέρα, ηλιόλουστο Σάββατο με λίγες θαμπές στιγμές, που ξεπηδούν ανάμεσα στον ήλιο, και δεν ξέρει πώς στ αλήθεια συνέβη αυτό. Έρημο το καφενείο της πλατείας, ένα μεγάλο καφενείο, που άλλοτε καθόσουν με τον μεγάλο έρωτα σου, άλλοτε καθόσουν με τους φίλους σου και άλλοτε μόνο με τον εαυτό σου, για να βυθιστείς μέσα σου. διαβάζεις μυθιστ6όρημα-κατάθεση ψυχής και σε πιάνουν τα κλάματα και δεν κρύβεσαι.άνθρωποι περνούν από τις ζωές μας και το μόνο που μας διαμορφώνει είναι οι άνθρωποι, κι οι στιγμές που μαζί τους ζήσαμε, όχι απλά  οι στιγμές που υπάρχουμε μαζί τους, μα εκείνες οι στιγμές που μας άγγιξαν τρίσβαθα, εκείνες οι στιγμές που κλάψαμε, γελάσαμε, ριγήσαμε, υποφέραμε. Μόνο αυτό θα μείνει από τη στάχτη του χρόνου. Εκείνη η τέφρα των ανθρωπίνων σχέσεων.

" Μάχαιρα έδωσες και μάχαιρα θα λάβεις"¨... ναι, αλλά συγκρατώ στη μνήμη εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό που έκλαιγα από ευτυχία και που εσύ δεν κατάλαβες τίποτα, μόνο αυτό θα μείνει,. η άπλετη εκείνη ευτυχία, η αμόλυντη ανάγκη για προσαρμογή στις νέες τότε συνθήκες, η ευτυχία της πρωτάρας, το αδοκίμαστο του πρώτου μεγάλου έρωτα, η ποιητικότητα της στιγμής, που δεν επαναλαμβάνεται και που δεν κατακτιέται εκ νέου. Αποτάσσω από τη ζωή μου τη καχυποψία μου, αποτάσσω από της ζωή μου την απογοήτευση, την επιφυλακτικότητα και τη σοφία της ενηλικίωσης, διότι η καρδιά ποτέ δεν ενηλικιώνεται, αλλά παραμένει άχραντη, αμόλυντη. Η καρδιά υπάρχει μέσα στις αυταπάτες μας, μέσα στην καλοπροαίρετη ψευδαίσθηση ότι συνηγορούν όλα υπέρ του συναισθήματος. και τι θα συμβεί με την εχέφρονη λογική μας ; Κανείς στον κόσμο αυτό δεν έζησε με υλικό μονάχα τη λογική, ή έστω επέζησε μονάχα, δηλαδή απλώς επιβίωσε, χωρίς να δοκιμάσει το γλυκό και καυτό χαρμάνι της αμόλευτης ευτυχίας.

Δόξα να χει η πλάση, που αξιώθηκα να ζήσω την υπέρτατη γαλήνη, την πληρότητα, την απόλυτη ευτυχία, σκέφτομαι,. Κι ύστερα είδα το οικοδόμημα να γκρεμίζεται, καταβαραθρώθηκα από τις απουσίες, αλλά ποιος νοιάζεται ; και ποιόν τον κόφτει ; και γιατί να τον κόφτει; αφού ούτε εμένα δεν αγγίζει η κατάληξη. το Ζήτημα είναι κάποτε να ζήσεις, να συνυπάρξεις, ακόμα κι αν στο τέλος υποφέρεις.

Ευτυχία... γλυκό πουλί, γλυκό καναρίνι καλαηδεί, πετάει από τα χέρια μας, σαν απείθαρχη και αναρχική ύπαρξη. η ευτυχία μόνο σ ε ενεστώτα χρόνο υπάρχει.Να ευτυχείς. να χαίρεσαι μόνο και μόνο που κάτι, όποιο κι αν είναι αυτό, σε συγκινεί και σε παθιάζει. Έστω κάποιος. Αχ, αλίμονο κι αν δεν μας πάθιαζε έστω ένας άλλος άνθρωπος, ή έστω μία δουλειά  ή έστω η οποιαδήποτε κατάσταση. Τι θα μας είχε3 συμβεί ; Ρωτάω κι απαντώ η ίδια.... Θα μας είχε συμβεί εκείνο που δεν εύχομαι ούτε στον εχθρό μου: Η Ουδετερότητα και η μετριοπάθεια, ο φόβος, η αναλγησία τους μικροαστισμού.

Ναι, τουλάχιστον σ εκείνον τον άγνωστο, που μονό το όνομα του γνωρίζω, βρήκα κάτι να με αγγίξει. Για ανεξήγητους λόγους. ούτως ή άλλως οι σχέσεις των α;ανθρώπων δεν έχουν εξήγηση, αλλά κινούνται και υποκινούνται μονάχα από ένα ανεξήγητο ένστικτό.  είναι αυτό το καθαρό του βλέμμα, εκείνι το χαμόγελο της καλοσύνης του, εκείνο το ανυπεράσπιστο βλέμμα, εκείνη η συγκατάβαση, η εργατικότητα, μαζί με μία συγκρατημένη μαχητικότητα, αλλά και απογοήτευση. εκείνη η άχραντη φαντασία πώς ο άνθρωπος αυτός χρειάζεται μία ασπίδα, εκείνη η - ίσως ψευδαίσθηση- πως χρειάζεται αυτό το υποτυπώδες θάρρος για να πάει παρακάτω. Κι ίσως από όλα αυτά τίποτα να μην υπαρκτό, ίσως όλα αυτά να είναι δημιούργημα του μυαλού μου. Έστω. Συμβιβάζομαι και με αυτό. Αρκεί η έμπνευση. Αρκεί μόνο η ζωή για να νικήσει το θάνατο. Αρκεί η μαχητικότητα για να νικήσει την ηττοπάθεια. Αρκεί το χαμόγελο για να νικήσει την κακία. Ένα ψήγμα αγάπης αρκεί για να νικηθεί η αδιαφορία. εάν ψήγμα επανάστασης είναι αρκετό για; να νικηθεί ο φόβος.

Κι εγώ δεν φοβάμαι να αντιπαρατεθώ απέναντι στον μικρο αστισμό. Δεν φοβάμαι να αντιπαραθέσω τα πρέπει ενάντια στα θέλω...
" Θα κάνω ό,τι μου αρέσει τελικά..."



Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Καμίλια

Αυτό το λευκό φως της λάμπας κατάντάει αρκετά ενοχλητικό, ειδικά τα χειμωνιάτικα βράδια, διότι σου υπενθυμίζει όλα όσα θες να ξεχάσεις: Σε ξυπνάει από το όνειρο σου, από τις αφηρημένες σου σκέψεις, από εκείνες τις μαγευτικές εικόνες που σε ταξιδεύουν, και σε απαναφέρουν σε μία σκληρή πραγματικότητα: τις υποχρεώσεις, τις εργασίες σου, όλα εκείνα τα βλοσιρά και κουραστικά πρέπει απ'π τα οποία ταλανίζεται καθημερινώς. Λευκό φως σημείνει σκληρή δουλειά, άτεγκτοι άνθρωποι, κουραστικό βράδυ, ξενύχτι απάνω σε βιβλία. 

Εκείνο το φθινοπωρινό βράδυ η Καμίλια βρισκόταν κλεισμένη στο σπίτι της, με αντοιχτό το φως με τη λευκή λάμπα, προσπαθώντας να βάλλει ξανά σε μία τάξη της ζωή της και κυρίως εκείνες τις υποχρεώσεις της. Έπιασε μολύβι και χαρτί και κατάρτισε ένα σωρό λίστες, είδε και κάποιους ανθρώπους με τους οποίους έπρεπε να βρεθεί, ώστε να συνενοηθούν για κάποια θέματα. Ωστόσο, δεν μπόρεσε για πολύ να προσπαθεί να τακτοποιήσει τα ατακτοποίητα. Τακτοποιημένες δουλειές, ακατάστατη ζωή, ακατάστατες, περιστασιακές σχέσεις, κάτι δήθεν φιλοσοφικές συζητήσεις με μπαρόβιους, άδειοι δρόμοι, άδειες καρδιές, αίσθημα ανικανοποίητου. Η ανάμνηση του Ιμμάνουελ κάτι τέτοια βράδια τη κατέκλυζε ολόκληρη, καθώς εκείνος σηματοδοτούσε για εκείνη τη συναισθηματική της ασφάλεια. Εκείνος ήταν ο μοναδικά και σχεδόν παντοτινά διαθέσιμος σύντροφος της στη ζωή, της έδινε κάθε φορά λύσεις στα τυχόν προβλήματα της. Τώρα όμως, τόσο καιρό, μετά τη φυγή της, δεν υπήρχε κανείς πια διατεθειμένος να σπάσει το κεφάλι του για  τα ωραία μάτια της Καμίλια, αλλά αντίθετα υπήρχαν αρκετοί διατεθειμένοι να της δημιουργήσουν νέες φουρτούνες, νέα συναισθηματικά ναυάγια, νέα συναισθηματική χρεωκοπία.

Με κάθε άντρα που γνώριζε ζούσε μία νέα ιστορία,  η οποία κατέληγε σχεδόν πάντα είτε σε χλιαρό και ξεφτισμένο ειδύλλιο είτε σε συναισθηματική ανασφάλεια. Κάθε άντρας της προσέθετε και μία νέα απογοήτευση, μία νέα ματαίωση, την οποία δεν ήξερε αν μπορούσε να τη διαχειριστεί, γι αυτό και αποφάσισε να μείνει μακριά από όλους τους. " Ισως να είμαι πιο ευτυχισμένη μόνη μου", σκεφτόταν. Η πραγματικότητα όμως δεν ήταν αυτή, η Καμίλια στρερούταν τη πολυπόθητη σχέση που είχε πλάσει στο μυαλό της, και εξ αιτίας της οποίας άφησε εκείνο το βράδυ τον σύζυγο της. "Απαρνήθηκα τον άντρα μου για μία ιδέα έρωτα, για μία φενάκη, για μία πολυπόθητη ιδεατή σχέση, η οποία απ΄οτι φαίνεται δεν θα έρθει ποτέ. Και τι κάνω εγώ για να έρθει ; Ξοδεύτηκα τόσο πολύ με τον έναν και με τον άλλον, ώστε πια δεν έχω διόλου ενέργεια...." έγραψε στο ημερολόγιο της εκείνο το βράδυ. Σφαλερές διαπιστώσεις, αδόκιμα συμπεράσματα εκκινούμενα από την αίσθηση της ματαιτότητας, αφού όσο πιο πολύ καρδιά σπαταλάει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερη έχει. Μοναδικός τρόπος να επουλώσει κανείς τις πληγές της καρδιάς του είναι να τις μοιραστεί μ έναν ακόμα άνθρωπο. Ισως η μοναδική ίαση είναι η αγάπη και η δοτικότητα. Ισως πάλι ίαση να μην υπάρχει, κι οι ανθρώποι να συνεχίζουν ει το διηνεκές να υποφέρουν από την έλλειψη.
Δομήσαμε τον κόσμο σε ζευγάρια, και στο όνομα της σχέσης, διαπράττουμε τα χειρότερα εγκλήματα. Σχετιζόμαστε με αυτοσκοπό να συσχετιστούμε, παλλινδρομούμε μέσα σε συμβατικούς γάμους, σε σχέσεις-μαξιλάρια, σε σχέσεις για να καλύψουμε τις ανασφάλειες μας, ενώ ξεχάσαμε πώς συσχετιζόμαι σημαίνει έρχομαι τόσο κοντά με τον άλλον, που πιο κοντά να μη γίνεται. Αυτό ακριβώς αναζητούσε η Καμίλια, αλλά  ήταν τόσο δυσεύρετη η συνένωση αυτή... 

Σκεπτόμενη όλα αυτά μελαγχόλησε,  έκλεισε τη λευκή λάμπα, και άναψε εκείνο το μικρό κίτρινο φως, αυτό το φως της γλυκιάς νύχτας, είναι ακριβώς εκείνο το φως που σκεπάζει τα φθινοπωρινά βράδια τη Πλατεία Αριστοτέλους. Τα κίτρινα φώτα της γλυκιάς μελαγχολίας, εκείνο το ημίφως του ρομαντισμού, που αμβλύνει και στρογγυλεύει τις γωνίες των ανθρώπων, που κάποτε σκοτώνει την λελογισμένη μας πλευρά , που αφαιρεί τη μάσκα της σκληρότητας και που μας συνδέει με τον εσώτερο αδύναμο και ευαίσθητο εαυτό μας. Έσβησε το ραδιόφωνο και έβαλε στο γραμμόφωνο έναν παλιό γαλλικό δίσκο, που τον είχε αγοράσει όταν ήταν φοιτήτρια από κάποιον πωλητή δρόμου. Τότε σκέφτηκε πώς θέλει να ζωγραφίσει. Επιασε τα πινέλα της και άρχισε να αποτυπώνει τις εικόνες που είχε τόσο συγκεχυμένες στο μυαλό της. Ζωγράφισε ανθρώπινες φιγούρες, που έμοιαζαν με οστεώδεις σκίες, σε γκρί χρώμα και στο βάθος μπλε θάλασσα. Είμαστε σκιές, υποτυπώδεις υπάρξεις για το σύμπαν, ένας μικρός κόκκος άμμου, μία μάταιη και πρόσκαιρη ύπαρξη, ενώ ο πλανήτης είναι απέραντος, η θάλασσα ανεξάντλητη. είμαστε περαστικοί από τη γη και κάνουμε όνειρα τόσο αιώνια, επικεντρωμένοι στον εαυτό μας, επικεντρωμένοι στον έρωτα μας. Ζούμε σε μικρόκοσμους, θαρρούμε πως δήθεν είμαστε κάτι το εξαιρετικά διαφορετικό από τον διπλανό μας, αλλά δεν μας διακρίνει τίποτα από αυτόν. Είμαστε όμοιες σκιές, συγχεχυμένα σώματα, στοιβαζόμαστε στις πολυκατοικίες ο ένας πλαί και πάνω στον άλλον στα μικρα σπιρτόκουτα, έχουμε παρόμοιους φόβους, παρόμοιες ανάγκες, κι όμως... είμαστε τόσο ξένοι. 

Η Καμίλια είχε χαθεί μέσα στις σκέψεις της αυτές ζωγραφίζοντας, όταν εκείνος ο νεαρός της χτύπησε του κουδούνι. Ηταν ο νεαρός από το απέναντι μαγαζί, με τον οποίον ζούσαν ένα λλιγοστό και μέτριο πάθος εντελώς ευκαιριακά. Δεν είχε όρεξη σήμερα όμως για μετριότητες και την ενδιέφερε η δική της χαμένη αρτιότητα, την οποία ίσως να έβρισκε μέσα στην τέχνη της.
 -Οχι σήμερα, Μιλτιάδη, του είπε. Μίαν άλλη φορά, σήμερα δεν μπορώ.
- Γιατί δεν μπορείς ; της χαμογέλασε με νόημα 
- Ζωγραφίζω, του απάντησε 
- Θα μ αφήσεις να δω τις ζωγραφιές σου ; τη ρώτησε. Εκείνη δίστασε να απαντήσει, αλλά από την άλλη της φανηκε αγένεια να διώξει έτσι έναν τόσο αθώο και ανυποψίαστο πλάσμα από το σπίτι της. 
- Εντάξει, του είπε, ελα μέσα. 
Ο Μιλτιάδης πλησιάσε με δέος τον ακατανόητα στα μάτια του πίνακα, καθώς ήταν από εκείνα τα παιδιά που δεν αναζητούν μεγάλες ιδέες, ούτε μεγάλα όνειρα, ούτε εμβαθύνουν πολύ στην εσωτερικότητα της ύπαρξης τους. Κοντοστάθηκε και τον κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα. 
- Μου αρέσει, της είπε. 
- Και τι βλέπεις ; 
- Βλέπω αέρηδες και θάλασσα γαλήνια. Καλά πώς γίνεται, να χει βορειά και η θάλασσα ούτε ένα κυματάκι τόσοδα ; Ζωγραφίζεις το νησί μας ε ; 
- Ναι, Μιλτιάδη μου, το νησί μας ζωγραφίζω, του είπε και τον πήρε αγκαλιά.

Δεν περίμενε να έχει ο Μιλτιάδης αυτή την πρόσληψη του έργου της. Αντίθετα περίμενε ότι θα έβλεπε μόνο γκρι και μπλε και θα γελούσε περιπαικτικά, λέγοντας της ότι είναι άσχετος, ότι δεν χαμπαριάζει από τέτοια, κι ότι αυτός είναι ένας κοινός καθημερινός άνθρωπος. Της άρεσε η αλληλεπίδραση αυτή μεταξύ του έργου και του Μιλτιάδη και ύστερα σκέφτηκε ότι πρέπει να δράσει όπως οι σκιές στον πίνακα της: Να βαδίσει δίπλα δίπλα και ασφυκτικά κοντά με τον επισκέπτη της. 

Υστερα τα φώτα έσβησαν. Εγινε κρύο. Σκοτάδι βαθύ. Πέρασαν μέρες. Νύχτες. Χειμώνιασε απότομα. Ο Μιλτίαδης μπάρκαρε για τη Σιγκαπούρη. Η Καμίλια συνεχίζει να ζει όμως. Συνεχίζει να δοκιμάζει ματαιώσεις. Συνεχίζει να δοκιμάζει από το μέλι της ηδονής, αχόρταγα, και πάντα με την ελπίδα ότι αυτή θα είναι η τελευταία φόρα.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

εμμανουελ και καμίλια 2.


Αυτή η δόλια ψευδαίσθηση ότι δήθεν κάτι απρόσμενο και εκπληκτικό θα συμβεί στις ζωές μας κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, μας κρατάει δέσμιους της απραξίας. Ναι, η Καμίλια ζούσε μ αυτή την ψευδαίσθηση. Αθήνα, Κωνσαντινούπολη, Παρίσι, Λος Αντζελες, ένα σωρό μεγάλες πόλεις επισκέφτηκε πάντα μονάχη της με την ελπίδα να συναντήσει μία έκπληξη που θα της άλλαζε τη ζωή. ενδόμυχα πίστευε ότι η έκπληξη αυτή θα ήταν ο έρωτας, εκείνος ο μεγάλος έρωτας που είχε κάποτε διαβάσει στα μυθιστορήματα, και με έναν τρόπο τον αποτύπωνε στους πίνακες της.

Όμως αυτό το φθινοπωρινό βράδυ στο νησί είναι πολύ διαφορετικό. Ο καιρός σιγά σιγά ψύχρανε, αλλά ακόμα μπορείς να καθίσεις έξω. Η χθεσινή βροχή ξέπλυνε τα κρίματα του καλοκαιριού, τις κραιπάλες με δήθεν φίλους, τις ανεύ ορίων οινοποσίες, τις ερωτικές περιπέτειες της, την αφρικανική σκόνη από τα φύλλα των δέντρων. Σωτήριο νερό το βρόχινο απάλυνε την κολλώδη και υγρή ζέστη του Αυγούστου ενώ επανέφερε την Καμίλια κατά κάποιον τρόπο στην πεζή και σκληρή καθημερινότητα της. Αρχίνισε ξανά να βρίσκει τους ρυθμούς της στη ζωγραφική, αγόρασε νέα λάδια και νέους καμβάδες και σκέφτηκε κάποια θέματα με το οποία θα καταπιαστεί τον επερχόμενο χειμώνα, τακτοποίησε το μικρό λευκό κυκλαδίτικο σπιτάκι της, έφτιαξε νέο σπίτι για την γάτα της και φύτεψε στο κήπο τα χειμωνιάτικα λαχανικά της.

Αυτό το συγκεκριμένο βράδυ όμως είναι ένα από εκείνα τα αλλιώτικα και αλλόκοτα βράδια. Βούλιαξε όλη μέρα στον καναπέ διαβάζοντας περιοδικά και αγαπημένα βιβλια, ενώ άκουγε το ράδιο να παίζει μουσική. Ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω, ήθελε να νιώσει εκείνη την αίσθηση του απρόσμενου. Εγκαρτερούσε με τόσην προσμονή την έκπληξη. Σκέφτηκε να πάει μία βόλτα μήπως βρει εκείνον τον κατά αρκετά χρόνια μικρότερο της νέο. Συνήθως συχνάζει στο καφενείο της χώρας. Ντύθηκε όμως χωρίς ιδιαίτερη όρεξη, πέρασε από το καφενείο της χώρας, ο νεαρός δεν φάνηκε πουθενά. Η Καμέλια κρύωσε. Απογοητεύτηκε. Δεν συνέβη ούτε απόψε κάτι το απρόσμενο, ουδεμία έκπληξη. Έπειτα σκέφτηκε ότι ακόμα και στο Παρίσι, ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη οι βραδιές που συνέβαιναν εκπλήξεις ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Υπάρχουν μόνο επαναλήψεις, επαναλαμβανόμενα σκηνικά, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ανθρώπων. Απογοητεύτηκε προς στιγμήν. Έπειτα όμως αποφάσισε να πιει μία μπύρα μόνη της, συνήθεια που είχε στο Παρίσι, αλλά στο νησί το απέφευγε. Θα το κάνω, είπε από μέσα της, κι ας μην υπάρξει καμία έκπληξη. Αναρωτήθηκε στη συνέχεια για ποιόν λόγο περιμένουμε από τους άλλους ανθρώπους να μας εκπλήξουν. Πήρε τη ζωή στα χέρια της. Εξέπληξε εκείνη τον εαυτό της. Αναθάρρησε.Μάλλον κατάλαβε πως η αιώνια προσμονή της την καθηλώνει στην απραξία.

Καμέλια. Απογοητευμένη. Πληγωμένη γυναίκα. Ετών σαράντα. Ελεύθερη. Ωραία. Ενδιαφέρουσα. Κανείς όμως δεν έχει ενδιαφερθεί για εκείνη πραγματικά. Νοστάλγησε τον Ιμμάνουελ. Τι μπορεί να κάνει ο Εμμάνουελ; Πώς μπορεί να έχει βιώσει την πλέον ώριμη ηλικία του μακριά της... Ενιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά στη σκέψη ότι μπορεί εκείνος να ξαναπαντρεύτηκε κάποια άλλη γυναίκα. Ανεξήγητη ζήλια, παράφορα εγωιστική σκέψη . Δεν τον αγαπούσε πια τον Εμμάνουελ, ναι ήταν σίγουρη, δεν τη συγκινούσε πια αυτός ο σύντροφος. Ομως της έλειπε κάποια βράδια όπως αυτό εκείνη η σιγουριά ότι κυκλοφορεί στο σπίτι ένας άλλος άνθρωπος που μπορεί και να σε νοιάζεται. Ο εμμανουελ ουδέποτε νοιάστηκε πραγματικά για την Καμίλια. Κατά βάθος τη θεωρούσε φαντασιόπληκτη, ανώριμη και ανισόρροπη καλλίτεχνη, οπότε τις πιο πολλές φορές καταβαράθρωνε τους συλλογισμούς της. Σκότωνε την φαντασία της. Σκότωνε τις ονειροπολήσεις της. Ισως αυτή ήταν η ρίζα των διαφωνίων τους.
-"Ελα στην πραγματικότητα, Καμίλια... "
-" Κανείς δεν μπορεί να ζήσει με τόση πραγματικότητα, Εμμανουελ. Μόνη πραγματικότητα είναι ο θάνατος κι εγώ δεν μπορώ να ζήσω μόνο έτσι...."
-" Αρχισες πάλι τα καλλιτεχνικά σου..."
Θυμήθηκε αυτόν τον κλασικό και χιλιοείπωμένο διάλογο μεταξύ τους, χαμογέλασε αμυδρά, αλλά κατά βάθος λυπήθηκε. Κοιμάσαι μ΄έναν άνθρωπο εικοσιπέντε χρόνια, σκέφτηκε, και δεν σε ξέρει, δεν σε καταλαβαίνει, σε παίρνει για ονειροπαρμένη, για μία παράλογη καλλιτέχνη. Από την άλλη βέβαια παραδέχτηκε στον εαυτό της ότι μπορεί να είχε δίκιο ο Εμάνουελ, αλλά το δίκιο του αυτό δεν μπορούσε εκείνη ποτέ να το ενστερνιστεί. Εκεινη είναι ρυάκι, ήθελε να κυλάει, να ρέει, να χάνεται, να μην είναι στάσιμη, να ονειρεύεται μεγάλα όνειρα. Εκείνος ήταν άνθρωπος των αριθμών, των επιχειρήσεων, πρακτικό μυαλό, με λογική ευαισθησία, άνθρωπος δίχως γωνίες, άκαμπτος, απόλυτος, στιβαρός. Δηλαδή ήταν αρσενικός, χωρίς διόλου θυληκή πλευρά μέσα του. Η Καμίλια κάπου είχε διαβάσει ότι ο άντρας για να αγαπήσει στ αλήθεια μία γυναίκα πρέπει να εκθηλυνθεί. Εκείνος δεν της έδειξε ποτέ μία ευάλωτη πλευρά του. Ισως και να μην την αγάπησε.

Η Καμίλια σκέφτεται εγωιστικά. Ήθελε να την αγαπήσουν με τον τρόπο που ήθελε εκείνη να αγαπηθεί. να της εκφράζουν την αγάπη της, με τον τρόπο που αυτή έχει δει στις ταινίες και στα μυθιστορήματα. Ο άντρας της της φαινόταν ανεπαρκής, διότι δεν ήταν ο σούπερ ήρωας του χόλιγουντ αλλά ούτε και ο υπέροχος άντρας των ταινιών του Αλμοδόβαρ. Δεν διάβαζε βιβλία, δεν της έγραφε ποιήματα, δεν της εξέφραζε την αγάπη του, δεν την κατανοούσε. Ομως, την αγαπούσε. Την αγαπούσε πολύ. Για εκείνον ήταν πάντα μία ύπαρξη αψυχολόγητη, σχεδόν ακατάνοητη. Ηταν μία άπιαστη φύση, ήταν μία γυναίκα αίνιγμα, μία γυναίκα που σε εξέπληττε συχνά, έστω και δυσάρεστα, αλλά πάντως σε εξέπληττε με τις διατυπώσεις της, τα έργα της, ακόμα και με το ρυθμό του βαδισμάτός της. Ναι, το βάδισμα της ήταν χαρακτηριστικό. Την έβλεπε να έρχεται από μακριά, με γρήγορο βήμα και κουνώντας τα χέρια της και τους ώμους της λες και λικνίζεται στο χωρό. Ναι, όταν περπατούσε ήταν σαν να χόρευε κάποια ιταλιάνικη καντρίλια. Τα μαλλιά της ακολουθούσαν και συμπλήρωναν το φανταστικό χορό της. Σίγουρα ήταν πολύ εντυπωσιακή γυναίκα η Καμίλια. Εκείνος πάλι είχε μεγαλώσει όχι μόνο στα χρόνια, μα κυρίως στη συμπεριφορά. Το φοβερότερο που συμβαίνει με το χρόνο, δεν είναι τα σημάδια που αφήνει στο κορμί σου, αλλά τα σημάδια που αφήνει στους τρόπους σου και στις σκέψεις σου. Μεγαλώνεις και φοβάσαι περισσότερο, μεγαλώνεις και παραιτείσαι πιο εύκολα, μεγαλώνεις κι νιώθεις πως φτάνεις προς το τέλος κι ότι η μάχη σου δεν θα έχει κάποιο νόημα. Αυτό ένιωθε ο  Εμμανουελ με την Καμίλια. Δεν μπορούσε πράγματι να ανταποκριθεί στην προσδοκίες της. Δεν μπορούσε να διεκδικεί συνεχώς την επί εικοσιπέντε χρόνια σύντροφο του. Βολεύτηκε μέσα στην μοναξιά της σχέσης τους. Την αγαπούσε, αλλά κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του, με αποτέλεσμα να την χάσει. Την άφησε να φύγει. Τώρα κάθεται στο σπίτι του στο χωριό. Έχει κρύο. Εκείνος χωμένος στο χοντρά βιβλία δουλεύει. Δεν έχει φίλους. Δεν έχει γυναίκα. Δεν έχει τίποτα. Κανέναν. Μόνο τον εαυτό του και τον σκύλο της Καμίλια, την μικρή Νταίζη. Η Καμίλια τον έχει θυμώσει. Η εξαφάνιση της τον έχει διαλύσει. Ακομα δεν έχει ξεσπάσει.ισως να μην ξεσπάσει και ποτέ. Τέτοιοι τύπο σαν τον Εμμανουελ, ζουν με τα απωθημένα τους, ζουν με την καταπίεση τους, ζουν μέσα στον αυτοπεριορισμό τους.ισως έχουν μεγάλο εγώ και δεν θέλουν να παραδεχτούν τον πόνο τους.

Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

Ματαιώσεις.

Αναψε η λάμπα στο απέναντι πεζοδρόμιο.
άναψε κι εμένα ο πόθος μου,
μα το φως αυτό αύριο το πρωί θα σβήσει,
κι ήσυχα κι αναίμακτα θα κοιμηθεί κι αυτό το πάθος.

Αύριο θα 'ναι ένα παγωμένο δειλινό..
μήνας Δεκέμβρης, Χριστουγεννιάτικα φώτα..
κι εγώ πιο παγωμένη από ποτέ,
θα προσπαθώ να ξεριζώσω από μέσα μου
μέσα στους πολλούς κι Εσένα.

Κι ύστερα, όταν πια θα ξεχάσω τα μάτια σου,
όταν πια δεν θα ακούω εκείνον τον αντίλαλο της  φωνής σου,
τότε ξανά με το αμήχανο χαμόγελο θα επιστρέψεις,
να μου θυμίσεις πως ίσως κάποτε να σ' αγάπουσα.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Εμμανουελ και Καμίλια

Εκείνος αναζητούσε το σώμα της κάθε πρωί, Έψαχνε με τα χέρια του να τη βρει πλάι του στο κρεβάτι. Ματαιοπονούσε τουλάχιστον ένα τέταρτο της ώρας κάθε πρωινό τα τελευταία πέντε χρόνια. Μάταια. Η Καμίλια έφυγε χωρίς να προειδοποιήσει κανέναν ένα βράδυ του Οκτώβρη. Εκείνο το βράδυ πρέπει να ένιωθε μέσα βαθιά τη καρδιά της να σφίγγεται, το στόμα της στεγνό, τα πόδια της τη κράταγαν μετά βίας, αλλά το είχε αποφασίσει. Θα έφευγε κρυφά. Δεν θα έλεγε τίποτα στον Εμμανουέλ, με τον οποίον είχαν μοιραστεί είκοσι χρόνια ζωής.

Ο εμμανουελ ήταν  καλός άνθρωπος,  από παλιά αστική οικογένεια και δούλευε συνεχώς στο γραφείο του, διεκπεραιώνοντας γραφειοκρατικές εργασίες. Το γραφείο του ήταν ένα έργο τέχνης, κτίσμα παλαιό, με μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν την απέναντι μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη. Προτιμούσε να δουλεύει κάπου μακριά από το κέντρο και όσο για τους πελάτες του δεν ανησυχούσε, καθώς μετά από τριάντα χρόνια εμπειρίας στην δουλειά, είχε αποκτήσει πλέον τόση μεγάλη φήμη, που ο κόσμος θα συνέρεε για να τον συμβουλευτεί, ακόμα και αν πήγαινε στην κορυφή του απέναντι βουνού. Βλέπεις ο Ιμμάνουελ είχε πολλές περγαμηνές, τρία πτυχία του Πολυτεχνείου, και ένα μεταπτυχιακό στα Δομικά Υλικά από το καλύτερο Πανεπιστημίο της Γαλλίας.
Η Καμίλια καταγόταν κι αυτή από αστική οικογένεια, αλλά δεν είχε δα και τόσο σπουδαίες σπουδές, ούτε τόσα πτυχία όσα ο Εμμάνουελ. Ηταν μία ταπεινή ζωγράφος. Καθόταν με τις ώρες στο μικρό δωμάτιο του τεράστιου νεοκλασικού κτηρίου και ζωγράφιζε με κάρβουνο, αλλά και λαδομπογιές. Η ζωγραφική ήταν το πάθος της. Κάθε φορά που έπιανε τα πινέλα ένιωθε ότι κάποια ανώτερη δύναμη δίνει σήματα στον εγκέφαλο και το αριστερό της χέρι σχεδιάζε ακατάλυπτα σχήματα, τα οποία στην πορεία μετά από πολύ μόχθο έντυνε με διάφορα χρώματα. Κάποτε δεν έβαζε διόλου χρώμα στα σχέδια της, μόνο ζωγράφιζε σκίτσα με κάρβουνο. Τα ασπρόμαυρα ήταν τα αγαπημένα της. Ο πατέρας της Καμίλιας, γνωστός ιατρός και υπουργός υγείας κάποτε με την παράταξη των δημοκρατικών, αντέδρασε άσχημα όταν η Καμίλια αποφάσισε να μην ακολουθήσει την ιατρική, και να δώσει εξετάσεις στην Ανωτατη Σχολή Καλών Τεχνών της χώρας.  Ακόμα χειρότερα όμως αντέδρασε ο πατέρας της, όταν η Καμίλια αρνήθηκε την δημόσια θέση ως καθηγήτρια εικαστικών σε σχολείο της γειτονιάς της, θέση την οποιά ο πατέρας της είχε προσπαθήσει πολύ για να της εξασφαλίσει. Ομως, εκείνη δεν ήθελε να χαρίσει τον συναισθηματικό κόσμο της που εξέφραζε μέσω της ζωγραφικής σε μία δημόσια θέση. Ηθελε να μείνει μακριά από το εθνικό σύστημα εκπαίδευσης, μίας και πίστευε πώς το μόνο που μαθαίνουν οι δάσκαλοι στα παιδιά είναι η σκληρή και σχεδόν στρατιωτική πειθαρχία. Αν υπήρχε ένα άλλο είδος σχολείου, ένα σχολείο που να μαθαίνει στα παιδιά την διεκδίκηση και την απειθαρχία, τότε μάλιστα, θα δεχόταν μετά χαράς τη θέση που της προσφέρθηκε.

Ο Εμμάνουελ γνώρισε την Καμίλια περίπου στα δεκαοκτώ της χρόνια σε έναν χορό που διοργάνωνε το πανεπιστήμιο της. Η Καμίλια ήταν τότε μία ξέγνοιαστη και πανέμορφη φοιτητριούλα, ενώ εκείνος ένας καταξιωμένος επαγγελματίας, μίας και είχαν διαφορά σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια. Εκείνος την πρόσεξε από την πρώτη στιγμή που εισήλθε στο χώρο, καθώς φορούσε ένα κόκκινο μακρύ φόρεμα, το οποίο ήταν πολύ απλό, αλλά πολύ όμορφο. Τότε την πλησίασε, άρχισαν να μιλούν και δεν άργησαν να καταλήξουν κουλουριασμένοι στο πάτωμα του φοιτητικού της σπιτιού. κατήργησαν σχεδόν τον χρόνο, και όλες τις μικροαστικές συνήθειες και έγιναν ζευγάρι. σε λιγότερο από ένα εξάμηνο αποφάσισαν να μείνουν μαζί και καθώς είχα τυφλωθεί από το απαράμιλο πάθος, δεν μπορούσε κανείς από τους δύο να αντιληφθεί πως αυτοί οι δύο άνθρωποι ουδέποτε θα μπορούσαν να συνεχίσουν να είναι μαζί .

Τελικά ο χρόνος αποφάσισε ότι αυτοί οι δύο δεν μπορούν να συμβαδίσουν. Ο εμμανουέλ ήταν πολύ τυπικός. Η καμίλια από την άλλη ουδεμία σχέση με την τυπικότητα είχε. Ο,τι δεν περιείχε έρωτα της προκαλούσε αφόρητη βαρεμάρα και μελαγχολία. Ο χρόνος ίσως όλα τα να τα εξαλείφει, ίσως είναι εκείνος που εξαφανίζει στην χοάνη του τα πιο μεγάλα πάθη. Η Καμίλια μέρα τη μέρα μαράζωνε, κλεινόταν με τις ώρες μέσα στο μικρό δωμάτιο της και ζωγράφιζε σχεδόν ασταμάτητα, ενώ ο Εμμανουελ εργαζόταν στο μεγάλο κτήριο μόνος πέρα απ΄την πόλη και αναρωτιόταν σιωπηλά για την αιτία της μελαγχολίας της Καμίλιας. Ωστόσο ποτέ δεν τη πήρε στα σοβαρά αυτή της την μελαγχολία, αλλά αντίθετα σκεφτόταν πώς μάλλον αιθεροβατεί καθώς ουδέποτε εργάστηκε και ουδέποτε μόχθησε για να καλύψει τις βασικές της ανάγκες. Πίστευε ότι θα περάσει ο καιρός και η Καμίλια θα είναι πάλι εκείνη η χαμογελαστή φοιτηρια που είχε γνωρίσει.

Τα χρόνια όμως είχαν περάσει και η Καμίλια κόντευε πλέον τα σαράντα, χωρίς όμως να έχει αλλάξει πολύ. Μόνο μικρές ελαφρές ρυτίδες μαρτυρούσαν την ηλικία της. Ο Εμμανουελ είχε μεγαλώσει αρκετά και η ηλικιακή τους διαφορά έγινε πλέον αισθητή. Ενα πρωί η Καμίλια ξύπνησε, άγγιξε το σώμα της. Αντιλήφθηκε πώς ακόμα είναι ζωναντό. Ζεστό. Σφρυγιλό και υγιές. Ξαφνικά κάτι ξύπνησε μέσα της, ο ποθος για ελευθερία, για έρωτα. Εκανε να αγκαλιάσει τον άντρα της, μα εκείνος προς απογοητευση της  είχε φύγει για τη δουλειά του. Ηταν το βράδυ εκείνης της ημέρας που η Καμίλια αποφάσισε να πάρει το σαρκίο της και να αποχωρήσει για την Ελλάδα, δίχως ποτέ να έχει επισκεφτεί την χώρα αυτή. Πράγματι, εκείνο, το ίδιο μελαγχολικό και γκρίζο βράδυ η Καμίλια έφυγε. Ουδέποτε ειδοποίησε τον Εμμανουελ για τον τόπο που βρίσκεται. Εκείνος εδώ και πέντε χρόνια αναζητά το κορμί της κάθε γκρίζο πρωινό. Το μεγάλο σπίτι φαντάζει άδειο. Η πόλη είναι άδεια.

Φτωχέ Εμμάνουελ είσαι κι εσύ ένας ακόμα ματαιωμένος. Ενας ακόμα από εκείνους που εφησήχασαν στη μικροαστική τους σχέση. Ενας ακόμα από εκείνους τους άχρωμους και άοσμους εραστές της συνήθειας.
Η μικρή Καμίλια κάπου μακριά χάνεται στις ονειροπολήσεις της για δήθεν αιώνιους έρωτες... Κάπου σ ένα μικρό ελληνικό κυκλαδίτικο νησι η Καμίλια ξυπνάει κάθε πρωί κοιτάζοντας την ανατολή του ηλίου, περιφερόμενη στα λευκά στενά σοκάκια και μαραμένη πια από τον καιρό και την προσμονή, κοιμάται μόνη από τις δέκα. Οσο για εραστές είχε πολλούς, αλλά κανείς μα κανείς δεν της χάρισε εκείνον τον αιώνιο έρωτα, που τόσο ανελέητα και εμμονικά αποζητούσε.
Ισως εκείνος ο νεαρός που υπάρχει κάπου σε μία άκρη της ζωής της, να της εμπνεύσει εκείνον τον έρωτα που αναζητούσε... Ισως. Ποιός ξέρει ; Δεν θα μάθουμε ποτέ...αφού οι έρωτες αρχίζουν μ ένα ίσως, κορυφώνονται με μια κραυγή που φωνάζει "ΝΑΙ" και τελειώνουν μ ένα |" ποτέ ξανά"...  

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019


Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Με αφορμή μιαν αλοιφή.

Τις προάλλες τραυμάτισα το πόδι μου. Ο γιατρός μου το έβαλε σε γύψινο νάρθηκα και θα έπρεπε να είμαι σε ακινησία για δεκαπέντε ημέρες, αλλά την δέκατη ημέρα δεν άντεξα αυτή μου την αδράνεια. Πήγα στο μπάνιο, ξετύλιξα τη γάζα, και άρχισα με το μικρό ψαλιδάκι των νυχιών να κόβω αργά και σταθερά το βαμβάκι που κρατούσε στο πόδι μου αυτό το γύψινο κατασκεύασμα της νοσοκόμας. Το πόδι μου παρ όλα αυτά παρέμεινε πρησμένο, αλλά εγώ αρνήθηκα να πάω ξανά στον γιατρό. Αντ αυτού ξεχύθηκα και πάλι στους δρόμους με όλη μου την ορμητικότητα, το πάθος, την αφέλεια και την ελευθερία που με διακατέχει. 
Ποτέ μου δεν άντεχα τις στατικότητες στη ζωή, ούτε στους δρόμους. Μισώ το μποτιλιάρισμα στους δρόμους της Αθήνας, επειδή πρέπει να είσαι σταματημένος μέσα στο όχημα σου και να περιμένεις... να περιμένεις.... τι να περιμένεις άραγε ; Βασανιστικές αναμονές στους δρόμους, στις ζωές μας, στα σχέδια μας... Ολα επικαλύπτονται απο ένα σύννεφο ελπίδας για το μέλλον... Αλλά η ελπίδα το μόνο που κάνει είναι να σε αδρανοποιεί και να σε καθηλώνει σε αβέβαιες προσμονές, ενώ το παρόν πετάει σα βιαστικό πουλί μακριά μας, και χάνεται, και μόνο όταν χαθεί προσπαθούμε πεισματικά να το επαναφέρουμε στην μνήμη μας και να αναβιώσουμε την ευτυχία του παρελθόντος. Οταν τα πράγματα σου συμβαίνουν, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που σου συμβαίνουν δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις πόσο υπέροχα είναι, πόσο ηδονικά και καθοριστικά για εσένα και αυτό αποτελεί μία ανθρώπινη τραγωδία. 
Στον έρωτα, για παράδειγμα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που γεννιέται, αρχίζεις να αναρωτιέσαι πόσο θα κρατήσει, αν το αντικείμενο του πόθου σου θα εξακολουθεί να σε ποθεί  και την επόμενη ημέρα ή την επόμενη εβδομάδα ή τα επόμενα χρόνια. Βάσανα που έχει αυτός ο άτιμος ο έρωτας. Ποιός είπε ότι ο έρωτας είναι ευτυχία ; Ερωτας είναι η μόνιμη αγωνία για τον άλλον... Ερωτας είναι η βία που σου ασκεί ο εραστής σου, γιατί σου ασκεί βια, οταν ένα και μοναδικό ανθρώπινο ον είναι ικανό να σε ταξιδέψει στα σύννεφα ή σε βαθιά χαράδρα μέσα σε ένα χιλιοστό του λεπτού.Ο έρωτας είναι η μυστική συνάντηση των ανθρώπων, ο έρωτας είναι αυτός που διατρέχει τα ανθρώπινα σώματα, τα οποία μόνο για να ενωνονται είναι πλασμένα. Ο έρωτας είναι η μοναδική κινητήριος δύναμη του κόσμου. 
Εγώ ψάχνω τον έρωτα, όπως οι ρίζες του δέντρου ψάχνουν στο έδαφος το νερό, ώστε να καρπίσει το δέντρο. Ετσι, κι εγώ βουτάω μέσα στον ωκεανό της ζωής και των ανθρώπων, αλλά άνυδρα, βλέπετε, τα εδάφη, άνυδρα και στέρφα, καρπούς δεν αποδίδουν. Μονάχα ματαιωμένες επιθυμίες, ματαιωμένα σχέδια, ανώφελα φιλιά,ανούσια πάθη που εξατμίζονται μέ το πρώτο φως της αυγής. Διάχυτος ερωτισμός παντού τριγύρω. Σώματα χορεύουν, χέρια αγγίζονται, φιλιά χλιαρά στα χείλη, και άλλα φιλιά αληθινά, φιλιά μισής ώρας, φιλιά απρόσμενα, τρυφερότητα ξοδεμένη, σπέρνα ξοδεμένο. Μα όλα αυτά γιατί δεν οδηγούν κάπου; Πού βγάζει, αλήθεια, αυτός ο δρόμος των ερωτικών συναντήσεων; Μάλλον σε ξέστρωτα κρεβάτια και σε φοβισμένες Καλημέρες-Καληνύχτες. Χαιρετίσματα μου στέλνουν απ τα ξένα οι έρωτες μου. Απιαστες πατρίδες οι άντρες που ερωτεύτηκα. Κρίμα... Κι ήμουν τόσο όμορφη... 
Είμαι, λένε, επιθετική με τους άντρες. Μπορεί και να είμαι. Θυμός. Απεριόριστος θυμός, καταπιεσμένος, που όσο και να προσπαθήσω να τον θάψω στα έγκατα μου, ανεβαίνει σαν καπνός στην επιφάνεια και σκοτεινιάζει κάθε μου πρόσωπο τρυφερό. Μια βαθιά πληγή, που αιμοραγεί, και που δεν μπορεί να κλείσει ή ακόμα κι αν κλείνει με κάθε επόμενο ξύσιμο, ματώνει και αιμοραγεί ξανά από την αρχή. Κάποια, λένε, στην ηλικία μου είναι μικρή, για να απογοητεύεται τόσο πολύ και τοσο βαθιά και τόσο απόλυτα. Λένε... Ολοι λένε... Ειδήμονες, Επιστήμονες, Ψυχολόγοι... Η ανθρώπινη ψυχή, το ανθρώπινο τραύμα δεν έχει ηλικία. Σίγουρα καθείς την απογοήτευση του την εκδηλώνει διαφορετικά, κι εγώ δεν μπορώ να το βάλλω κάτω και να παραμείνω έρμαιο της μόνωσης μου. Σαφώς αυτό δεν ταιριάζει σε ανθρώπους που αγαπούν τόσο πολύ τη ζωή και τους ανθρώπους. Επιθετικότητα, λοιπόν, ίσως και να σημαίνει απογοήτευση ή έστω αυτοπροστασία, αλλά οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν παρά μοναχά αυτό που βλέπουν μπροστά τους- αν το καταλαβαίνουν και αυτό- Δυστυχώς, το βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης μονάχα ένας ποιητής μπορεί να το συλλάβει, και σήμερα δεν υπάρχουν ποιητές παρά μονάχα επιβήτορες.  - Δεν θέλω να γαμηθώ άλλο, γαμώτο σας, Δεν θέλω. -
Σκέφτομαι, πώς στο στραμπουλισμένου πόδι μου θα αλείψω την άθλια αλοιφή και θα γιατρευτεί. Αλλά οι καρδιές πώς γιατρεύονται ; Αν, η μοναδική γιατρεία της αθλιότητας μας είναι η αγάπη, αυτό σημαίνει ότι πάντα η επούλωση του τραύματος της καρδιάς μας, θα εξαρτάται από κάποιον άλλον ; Θα πρέπει άραγε κάποιος άλλος να μας αγαπήσει, ώστε να ξαναγεννηθούμε από την αρχή ή έστω να σταματήσουμε είμαστε μαινόμενοι ; Αυτήν η προσέγγιση φαίνεται τολμηρά ρομαντική, αλλά΄ταυτόχρονα τόσο μοιρολατρική. Με τρομάζει να μην είμαι εγώ η κυρία της καρδιάς μου, και του εαυτού μου, αλλά να πρέπει να ρθει ένας καινούριος άνθρωπος στη ζωή μου ώστε να με γιατρέψει.- εσύ για μένα είσαι γιατρός, εσύ θα με γιατρέψεις- Προσπάθησα να ηρεμήσω την καρδιά μου, αλλά καταπώς φαίνεται μονάχα επούλωσα τα τραύματα προσωρινά. - εις σε προστρέχω τέχνη της ποιήσεως- . Αν πρέπει κάποιος να μας αγαπήσει και να τον αγαπήσουμε, ώστε να πάψουμε πια να πονάμε, τότε είμαστε όλοι από χέρι χαμένοι. Δυστυχώς ή ευτυχώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να βρεθούν στα φαρμακεία, όπως οι αλοιφές, ούτε μπορεί η αγάπη τους να εξαγοραστεί με ευρώ. Οπότε τι μας μένει; Μηδέν εις το πηλικό. Τι είχες Γιάννη... Τι είχα πάντα... " βγάλτα πέρα μοναχή σου, όπως κάναμε όλοι μας... ΩΩΩΩ Γαμώ το πορτοφόλι μας... " και τα ρέστα δικά σας, μωράκια μου.... ανυποψιάστα αδύναμα πλασματάκια μου, εγώ θα σας αγαπούσα αν....

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

Love Of My Life

Ι.  Το μίσος

Oχι, δεν είναι εντάξει η συμπεριφορά του. Δεν είναι καθόλου εντάξει, ακόμα και αν έχουν περάσει τόσα χρόνια. Ακόμα και αν  είμαι κακός άνθρωπος. Δεν με ενδιαφέρει να είμαι καλός άνθρωπος. Στο βωμό της πολιτικής ορθότητας συντελούνται οι μεγαλύτερες συγκαλύψεις. Οχι, δεν με ενδιαφέρει. Ας με χαρακτηρίσετε κατίνα, αδύναμη, γυναικούλα, τριτοδεύτερη σκύλα, αλλά εγώ επιμένω: Δεν είναι εντάξει η συμπεριφορά του. Οσο και να θέλω να τον καταλάβω, όσο και να προσπάθησα να τον συγωχωρεσω, δεν τα έχω καταφέρει. Με ενοχλούν ακόμα όλα όσα μου έκανε. Δεν είναι εντάξει. Καθόλου εντάξει. Εγώ δεν είμαι Χριστός να στρέψω το μάγουλο από την άλλη. Θα ήθελα πάρα πολύ να σηκώσω εγώ το χέρι μου και να του σπάσω τα δικά του μούτρα. Του εύχομαι να πονέσει τόσο όσο πόνεσα. Αυτός ο άνθρωπος με κατέστρεφε αργά και σταθερά. Με πλήγωσε σε σημείο που με έκανε να τρομοκρατηθω. Να είμαι μουδιασμένη από τον πόνο. Να μην μπορώ να σηκωθώ και να αρπάξω τη ζωή, αν και έπρεπε να αρπάξω τη ζωή. Με σπασμωδικές κινήσεις προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου, να προχωρήσω και να πάω παρακάτω. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ό,τι πιο απαίσιο γνώρισα, το πιο απαίσιο πλάσμα που κυκλοφορεί αναμέσα μας. Είναι ρομπότ. Δεν σκέφτεται τίποτα. Δεν τον αγγίζει τίποτα. Ούτε καν η ραγισμένη μου καρδιά. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο πιο απαίσιος άνθρωπος της Αθήνας και μη σας ξεγελάει το χαμόγελο και το αγγελικό του βλέμμα. Ούτε εμένα να μη με ξεγελάει. Γιατί άφεση αμαρτιών ; Τι είμαι εγώ; ο Πάπας ; Θα μου πείτε συγχώρεσε τον, για να προχωρήσεις. Προσπάθησα να τον συγχωρέσω. Δε γίνεται. Δεν είναι εντάξει. Είμαι θυμωμένη που με έκανε να κλάψω, να πονέσω. Καθαρμα,δεν θα σου κάνω τη χάρη. Δεν υπάρχει περίπτωση να σου κάνω αυτή τη χάρη. Ουτέ σ εσένα ούτε σε κανέναν άλλον. Δεν σε συγχωρώ γιατί εξ αιτίας σου  δεν μπορώ να κάνω μία σχέση. Οπου και να πάω, με σημαδεύεις. Λες και έρχεσαι διπλα μου, πάνω στο κρεβάτι μας, να μου τα επισκιάσεις όλα. Να με σκοτώνεις. Πόσο εύκολα προχώρησες κάθαρμα ; Μίλα, για δε μιλάς ; Πόσο εύκολα προχώρησες, κάθαρμα ; Τι ήμουν εγώ για σένα ; Αποθήκη σπέρματος ; Μόνο έτσι με αντιμετώπισες. Πώς αλλιώς σ αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος που φεύγει, χωρίς να πει ούτε ένα αντίο μετά από τόσα χρόνια; Εσείς κορίτσια τι έχετε να πείτε; Δεν είναι κάθαρμα ; Δεν είναι άναναδρος. Δεν το μετανιώνω. Ολα όσα σου έσουρα δεν τα μετανιώνω. Ανανδρο άθλιο υποκείμενο. εισαι άνθρωπος εσύ ; αναίσθητε, απαίσιε... ανάθεμα την ώρα που έπεφτα πάνω σου. ανάθεμα και τρεις ανάθεμα. Τι θα μου έλειπε αν δεν σε είχα γνωρίσει ; Θα είχα γνωρίσει κάποιον άλλον να ζήσω έναν κανονικό έρωτα, όχι έναν έρωτα που με σκότωσε. Σε σιχαίνομαι και σου εύχομαι όσα μου έχεις κάνει, να τα πάθεις όχι μία φορά, αλλά εκατό φορές. Και δεν με νοιάζει που νιώθω άσχημα γι αυτά που γράφω, απαίσιο κάθαρμα, ασπόνδυλο ζώο. δεν με νοιάζει καθόλου. Ισως η μόνη θεραπεία είναι να βγουν από μέσα μου. Σε μισώ. Σε σιχαίνομαι. Μακάρι να μην σε δω ποτέ ξανά στη ζωή μου ή αν σε δω να είσαι ταπεινωμένος. Να έρθεις πίσω μου, να με παρακαλάς, και να σε πατάω κάτω με τα τακούνια μου. να μη με νοιάζεις καθόλου. να είσαι σαν να μην υπήρξες ποτέ. Σαν να μη με άγγιξες ποτέ, λες και δεν πέρασες ποτέ από πάνω μου, όπως όλοι οι υπόλοιποι μετά από σένα μεταβολίστηκαν μέσα σε μερικά εικοσιτετράωρα. Δεν θυμάται το σώμα μου κανέναν τους, εκτός από έναν που μόνο τα φιλιά με μέθυσαν. Το μόνο που θα με λύτρωνε θα ήταν να έρθεις πίσω και να με παρακαλάς και να σε στείλω πραγματικά σοτν αγύριστο και ακόμα παραπέρα, αφού πρώτα σε βασανίσω, όπως σου πρέπει. Θα μου πείτε ότι όλα αυτά είναι κατινιές. Ναι, είναι, και δεν θα τα κάνω, γιατί απλούστατα ποτέ δεν θα γυρίσει.

ΙΙ. Εξορθολογισμός.  
Θα μου πουν οι ψυχολόγοι και οι άλλοι ειδικο-λόγοι - γέμισε ο κόσμος ειδήμονες της ανθρώπινης ψυχής- ότι έχω εμμονές με την εξουσία, ότι το εγώ μου είναι τεράστιο, ότι ο μόνος που μιλάει τώρα είναι ο θιγμένος μου εγιωσμός. Ναι, mon serie, το θέμα είμαι τι κάνουμε προκειμένου να ξαναθρέψουμε τον εγωισμό μας ή ακόμα περισσότερο τι κάνουμε για να μην έχουμε τόσο εγωισμο. Περαιτέρω οι ψυχολόγοι και οι άλλοι, θα μου πουν ότι τα λεγόμενα μου καταδεικνύουν έλλειμμα αυτοπεποίθησης, διότι αντλούσα την επιβεβαίωση μέσα από έναν γκόμενο. Και από πού να την αντλήσω,  βρε χριστιανοί ή μωαμεθανοί μου τελοσπάντων ; Υπάρχει κανείς απ΄ολους εσάς που δεν γουστάρει να νιώθει επιθυμήτος από κάποιον άλλον άνθρωπο, ειδικά αν τον άλλον άνθρωπο τον θέλει ; Υπάρχει κάποιος πού δεν θα επιβεβαιωνόταν μέσα από αυτό ;
Θα μου πουν επίσης ότι το μόνο που με κράταγε σ αυτή τη σχέση ήταν η ανασφάλεια μου, ότι δήθεν τάχα μου δεν θα βρω άλλον. Θα μου πουν ότι ο μόνος λόγους που τον σκέφτομαι ειναι ότι δεν υπάρχει στο προσκήνιο κάποιος άλλος ή ότι έχω θέματα με τη δουλειά μου και επαναφέρω κάκές σκέψεις στο νου μου ή ότι απλώς είμαι μαζοχίστρια και γουστάρω τον πόνο ή ότι έχω την ανάγκη να νιώσω κάτι, έστω κι αν αυτό το κάτι συνεφαίνεται με την απώλεια ή το θυμό, γιατί ως γνωστόν είναι καλύτερα να νιώθεις ακόμα και πόνο παρά να μη νιώθεις τίποτα. ή ότι σκεφοτμαι όλα αυτά επειδή έχω πολύ χρόνο και είμαι άνεργη. ή ότι απλά είμαι παρανοική. Θα μου πουν ένα σωρό αφορμές,αιτίες για τις οποίες σκέφτομαι ακόμα αυτόν τον άνθρωπο.
Η βασική αιτία όμως είναι μία και την ξέρω εγω: Το σώμα. Καταραμένη σάρκα, καταραμένη λαγνεία, καταραμένη μου ζωτικότητα, καταραμένη θηλυκή μου ενέργεια- γιατί τόσο θυληκη, γιατί τόσο λάγνα ; Αμάρτημα η λαγνεία. Μέγα. Ο βασικός λόγος που εξακολουθώ να τον σκέφτομαι είναι ότι ουδείς μπορεί να συγκριθεί στο κρεβάτι μαζί του ούτε κατ ελάχιστον. Μην ακούσω ότι τότε ήμουν ερωτευμενη και γι αυτό το κρεβάτι ήταν τόσο καλό. ΠΑΠΑΡΙΕΣ. καυλωμένη ήμουν, μόνιμα, όπως και αυτός, και αυτό ήθελα, και αυτό θέλω. Και δεν το βρίσκω. Δεν μου βγαινει, έχασα το σεξ απίλ μου. τόσα χρόνια πέρασα από τόσος ρόλους: τρίτο πρόσωπο και δήθεν μοιραία γκόμενα, ερωμένη ηθοποιού, αγάμητη σύζυγος που ξεσκονίζει, κοριτσάκι που περιμένει τον άντρα να κάνει την πρώτη κίνηση,  φίλη και ερωμένη μαζί. Κανένας άντρας, και ήταν τόσοι, δεν μου δημιούργησε αυτό το αίσθημα. Κανείς δεν με έχει εμπνεύσει για πάνω από ένα μήνα. Κανείς δεν με έχει κάνει χάσω το μυαλό μου. Μαζί του ήμουν όλοι μου οι ρολοι και άλλοι τόσοι, εκτός από  αγάμητη σύζυγος.
Μαζί του ήμουν γυναίκα, ευχαριστημένη γυναίκα στο κρεβάτι και πουθενά αλλού. Και δεν καταλαβαίνω, γιατί πρέπει να νιώθω ενοχές γι αυτό. Και δεν καταλαβαίνω γιατί οι γκομενες κάθομαστε σε σχέσεις, όταν το κρεβάτι είναι χάλια ή μέτριο. Και δεν καταλαβαίνω πώς κάποιες παντρεύονται εκείνον με τα πολλά φράγκα και όχι εκείνον που τις τρελαίνει στο κρεβάτι. Και δεν καταλαβαίνω για ποιόν λόγο πρέπει να κάνουμε παιδιά από τη στιγμή που δεν τα βρίσκουμε με τον άντρα μας στο κρεβάτι. Και δεν καταλαβαίνω, επιτέλους, δεν καταλαβαίνω, γιατί δεν πρέπει να με νοιάζει το κρεβάτι. Και γιατί τώρα που διαβάζεις αυτά νομίζεις ότι είμαι τόσο φτηνή και τόσο πεζή και τόσο κυνική, ενώ δεν είμαι, γιατί μιλάω για κρεβάτι με τον έναν και μοναδικό και όχι για κρεβάτι με ένα σωρό τυχάρπαστους και άσχετους κρετίνους- εραστές.
Και όποιος είπε ότι δεν αγαπάμε με το σώμα, δεν ξέρει τι θεό λατρεύει. ή μάλλον δεν έχει αγαπήσει ποτέ. και ακόμα περισσότερο δεν έχει ερωτευτεί ποτέ του. τι είναι δηλαδή ο έρωτας ; μόνο πεταλούδες στο στομάχι και στίχοι του Ελύτη και της Σάρα Κειν ; Δεν είναι ο έρωτας σεξ στο πάτωμα ή οπουδήποτε άλλού; Δεν είναι ο έρωτας σεξουαλική ένωση; Δεν είναι ο έρωτας μία φωτιά που σε καίει; Δεν είναι σωματική εξάρτηση από το άλλο σου μισό ; Δεν είναι εκείνος ο πόνος κάθε φορά που τον αποχωρίζεσαι ; Δεν είναι η τρελά κάθε φορά που δεν σου απάντάει στα τηλέφωνα ; Δεν είναι η ζάλη του φιλιού; Δεν είναι αυτό το αχόρταγο αίσθημα που έχεις κάθε φορά που σε ξαπλώνει κάτω ; Δεν είναι αυτή η αίσθηση ότι θες να τον κατασπαράξεις, να τον φας ολόκληρον, να περάσει το δέρμα του κάτω από το δέρμα σου για να μην τον χάσεις ποτε; Δεν είναι εκείνο το αίσθημα ότι χάνεις τα λογικά σου κάθε φορά που σε αγγίζει ; Δεν είναι μία κακιά φωτιά που σε καίει κάθε μέρα, αργά, βασανιστικά και κάποτε απολαυστικά ; ΑΝ όλα αυτά δεν είναι ο έρωτας, τότε τι σκατά είναι; Μία κατ επίφαση συντροφικότητα; Να πίνουμε τα ποτάκια μας ; Να διαβάζουμε τα ποιηματάκια μας; Να κάνουμε τα παιδάκια μας και να ρίχνουμε και καναν εξωγαμιαίο πήδουλο;  Ρε δεν πάτε να δείτε αν έρχομαι. Βαρετή μικροαστική κοινωνία, ΣΕ ΒΑΡΕΘΗΚΑ.




IΙΙ. Η έλλειψη.

Μου λείπεις με όλους τους δυνατούς τρόπους σε όλα τα δυνατά μέρη. Σε κάθε μπαρ που πηγαίνω κοιτάζω γύρω τους φίλους μου να ζευγαρώνουν ερωτευμένοι, κι εγώ αναρωτιέμαι γιατί δεν ερωτεύομαι πια και κυρίως γιατί δεν με ερωτεύονται πια.Θυμάμαι εσένα, εμάς άλλοτε στα μπαρ μας να πίνουμε σαν να μην υπάρχει άυριο και να κάνουμε έρωτα λες και είναι η τελευταία μέρα του κόσμου.
Στο σπίτι τα βράδια που προσπαθώ να απασχολώ το μυαλό μου, για να μη σε σκέφτομαι, καμία φορά, όπως τώρα λυγίζω και δεν αντέχω. Κυλιέμαι μονάχη στο κρεβάτι και σκέφτομαι ότι αργοπεθαίνω. ¨Οτι μία γυναίκα στα εικοσιεπτά χρόνια της δεν γίνεται να ζει τόσο στερημένη από έρωτα και από κρεβάτι. Διψάω και δεν ήρθες να με ποτίσεις, όπως συνήθιζα να σου λέω. Κι αυτό ισοδυναμεί με θάνατο. Είμαι η ίδια η ζωή, αναζητώ τη ζωή που ταυτίζεται για μένα με το σεξ, και δεν μπορώ να το έχω. Γι αυτό μου λείπεις. Το ξέρω ότι γι αυτό μου λείπεις. Και το έχω παραδεχτεί. Ελλειψει καλού σεξ, μου λείπεις.
Το σώμα σου  το άλλοτε ζωογόνο, τώρα με στοιχειώνει. Κάθε φορά που είμαι με άλλον στο κρεβάτι, πρέπει να είσαι κι εσύ εκεί, για να μου θυμίζεις πόσο άχρηστος είναι ο άλλος. Να μου θυμίζεις ότι όλοι αυτοί είναι φλώροι, είναι λίγοι, είναι ανίκανοι, είναι ανασφαλείς, και δεν σε αγγίζουν ουτε στο μικρό σου δαχτυλάκι. Μην τον μυθοποιείς, θα φωνάξει η έξυπνη φίλη. Σουτ, φιλενάδα, μακάρι να σου κάνουν έρωτα, όπως έκανε αυτός σ εμένα.
Αν το διαβάσει το κείμενο άντρας, θα με μισήσει και το ξέρω. Πώς διανοούμαι να μιλάω έτσι για το φύλο του; Ναι, έχει δίκιο. Δεν είναι όλοι οι άντρες μαλάκες, επειδή εγώ έπεσα πάνω σ έναν, ούτε είναι όλοι οι άντρες άχρηστοι σεξουαλικά, επειδή εγώ έχω πέσει πάνω σε αυτούς με τους οποίους δεν είχαμε χημεία.
Υπάρχει βέβαια κάποιος εκεί έξω που με έκανε να νιώσω πάλι τσίμπημα, υπάρχει κάποιος εκεί έξω με τον οποίον έχουμε χημεία...Αυτός τα υδρογόνα... εγώ το οξυγόνο... για να δούμε... Θα γίνουμε νερό ; Αν και εμείς οι δύο... μόνο τσίπουρο θα μπορούσαμε να γίνουμε, αν είχαμε ενωθεί...

V. Συμπόνοια
Οσα έγραψα παραπάνω, κάθε μία λέξη, κάθε μία φράση, με την οποία σε κατηγορώ... όλα, τα παίρνω πίσω. Τα μετανιώνω. Απαρνιέμαι τις κουβέντες μου. Κανείς δεν ξέρει πόσο μόνος είσαι. Ισως αυτό που κουβαλάς μέσα σου, το μεγάλο σου μυστικό, που μόνο εγώ το είχα ψιχναμιστεί, να είναι ένα αρκετά μεγάλο φορτίο. Ισως μόνο αυτό να αρκεί. Ισως πονάς περισσότερο από εμένα. 
Εκείνο που με πονάει μεταξύ άλλων είναι ότι ποτέ δεν μοιράστηκες το φορτίο αυτό μαζί μου, αν και είχες πολλές ευκαιρίες. Ούτε μία αλήθεια. Δεν ξέρω την ουσία σου. Ερωτεύτηκα έναν άνθρωπο, που τελικά δεν ήξερα. Κοιμόμουν μ έναν άνθρωπο που μου έκρυβε ουσιώδη στοιχεία την ύπαρξης του. Και αυτό δεν μπορεί να μην με θυμώνει, και κατ επέκταση να με πληγώνει. " τα μάτια σου έκλεισες και μ άφησες απ έξω... "
Αυτό με πονάει, που ποτέ δεν έγινα συνένοχος... δεν με έκανες ποτέ κοινωνό των αισθημάτων σου... και έτσι έφυγες... μόνος... Αυτό με πονεσε περισσότερο.. Η αδιαφορία σου....

"Love of my life
you ' ve hurt me... "