Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Χριστουγεννα, δεν περιμένω όμως τίποτα πια.

Χριστούγεννα, μια ηλίθια διαδικασία ψευτοχαράς και ψευτοαγάπης..
Ξεχύνονται στα μαγαζία,ψάχνουν τουαλέτες,κοστούμια,σκουλαρίκια,αρώματα..
πασαρέλα όλων... Μάσκες.
Θέλουν να ναι σαν βιτρίνες πολύφωτες που μετά το πέρας της γιορτής,
σβήνουν χάνοντας κάτι απ τη λάμψη τους.
Ηθοποιοί σε σκηνή που με το τέλος της παράστασης αλλάζουν ρόλους,αφού χειροκροτηθεί το φως τους.

Τραπέζια γιορτινά, γεμάτα αηδιαστικές γαλοπούλες. Γλυκά, ζάχαρη άχνη, που πασχίζει να σκεπάσει το μαύρο μας με το λευκό της.
Κι ύστερα, λόγια μεγάλα. Ευχές αγάπης. Τετριμένα σκηνικά. Βαρετά.
ΟΙκεγένειες μαζεμένες. Σχέσεις τυπικές κατα τ΄ άλλα, όμως τα Χριστούγεννα ολοι αγαπιούνται.

Χριστούγεννα. Η μάνα σου κατέχει ρόλο ξυπνητηριού και μπάτσου στην ζωή σου.
Σε ξυπνά απ τις εφτά, να πας εκκλησία, να δείξει πόσο ηθικό παιδί έχει.
ΟΙ γριές συγκινούνται απ την γέννηση... Κάτι "παρθένες"-θεούσες(κακιασμένες κατα βάθος, μα θρησκιες κατα τ΄αλλα) αρχίζουν τις μετάνοιες.
Προσπαθούν να με βάλλουν στο κόλπο. Δε μετανοιώνω. Δε σκύβω το κεφάλι. Δεν υποτάσσομαι.

Νησί, επαρχία, μύρισε ο τόπος με ηθικοχριστιανικές φοβίες, αυτές που μας σπείρανε.
Ντροπή στους ακόλαστους!Κατάρα στην συνουσία.

Είμαι αμαρτωλη που καπνίζω.

Πνίγομαι.

Νησί, επαρχία,γέροι που αναστενάζουν, γριές που ξέχασαν πως ζεις και κλαίνε για την γέννηση.

Φώτα παντού, Θλίψη περισσή.

Μοναξιά. Μοναξιά. Μοναξιά.

Γεννηση. Θάνατος. Θανατος. Θανατος.

Υστερικές φωνές της μάνας μου.

Θρησκοληψίες.

Κενό.Βιτρίνες.ΑΝθρωποι-Βιτρίνες,το απέραντο κενό.

Λόγια Κομμένα.

Το τηλέφωνο,χτυπάει το τηλέφωνο σαν τρελό για ευχές. Αιμορραγώ, Ασφικτυώ, αρρωσταίνω.

Να φύγω, να φύγω, άσε με να φύγω.

Κι όλο μένω, με κρατάς απ το χέρι. Μένω.

Λείπεις, κι εσύ λείπεις.

Γεννηση.Θανατος.

Χριστούγεννα θανατερά.

Σ'αγαπώ.

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

το μυαλό μου πετάει παντού τελευταία...
κι όμως κοιτάζω πίσω μου τώρα που πήρα αποστάσεις..
Εχω να ζήσω ρεαλιστικά γαμώτο.
γλώσσες,δίκαια,γνώση, μοναξιά..

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

απο βιβλίο του Βασιλικού-το τελευταιο Αντιο-1995

Τρέμοντας μη ζήσει μόνος του ως τα 80,
μελαγχολούσε στο παράθυρο σαν ναχε μείνει πάνω σένα τρένο,
μία στάση πέρα απο τον προορισμό του.
Η νύχτα είναι δικιά μου και δικιά σου μακρυνή αγάπη,
ολέθρια,
πού τώρα δε ζω παρά για να σαναστήσω.
Mα να πού τα λόγια δεν φτάνουν πια, και η αλήθεια εσύ εσύ,
μένεις να με οδηγείς με τη σκοτεινή φωτοβολίδα σου στο χαός αυτό,
το χάος μου,
πού φρόντισες να το γεμίσεις με τη φωνή σου.
Τί ήρθα; Πού πάω; Τί ζητώ;
Γιατί χωρίς εσένα λιγόστεψε το φώς μου;
Μακρυνή, μακρυνή πού μού φαίνεσαι αγάπη μου,
μακρυνή,
μακρυνή πού είσαι τώρα.
Μ άφησες τα σημάδια σου ανεξίτηλα, τόσα ρούχα,
τόσες γραφές στον αέρα, τόσα αποτυπώματα στη σκιά,
πώς να πώ ότι όλα αυτά ηταν ενέργεια και σύ ξαναγύρισες στη πηγή σου.
Θέλω ναρθω να σε βρώ.
Είσαι γλυκιά και σαγαπάω,
μονάχα όταν έρχεσαι να σε δώ να φοράς τα ρούχα πού μαυτά σε γνώρισα.
Έτσι σαγάπησα, έτσι σε πίστεψα.

Σαισθάνθηκα λίγο μακρυνή όταν γύρισες απο την Αμερική,
μετά απόκτησες μία κρούστα ασάφειας, απ το να τα πνίγεις όλα μέσα σου κόντευες να πνιγείς η ίδια.
Σαυτό το πολύ βιαστικό πέρασμά μας απο τη γή καθένας μας αφήνει μιαν ανάσα, μιά πνοή κι όλα μετά τα σβήνει.

Μή ζητάς να μάθεις πιο βαθιά τα μυστικά, δεν υπάρχουνε,
μα κι αν υπήρχαν δεν τα ξέρουμε κι αυτά δεν τα ξέρουμε.

Δεν έχω άλλα δάκρυα, μισώ το γράψιμο πούναι εκτόνωση,
πού μού δίνει την αίσθηση ότι κάνω το χρέος μου απέναντί σου.
Το μόνο χρέος μου γλυκιά μου αγάπη,
για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω.
Κι όταν δεν το μπορώ, αρρωσταίνω

Έπειτα από τόσα αστέρια μπλεγμένα στα μαλλιά μου,
ύστερα απο τόσους χειμώνες ξεχασμένους στο προσκεφάλι μου,
ξέρω πώς τίποτα πια δεν καρτερώ απο ένα καλοκαίρι.
Είναι τούτες οι στιγμές σκληρές σαν την αφή της μέρας ,
σαν τη δορά του αχινού σε δάχτυλα αμόλευτων καιρών ,
αδούλευτων πάνω στόργωμα του ήλιου.

Πάλι θα πεις πώς ξαποσταίνω στις γραμμές φυγοριγώντας ,
και θαχεις δίκιο.
Ναναι πού πια δεν βρίσκω άλλη λησμονιά σε τούτες δα τις ώρες,
μονάχα το κέντημα στις λέξεις πού τάχα προτιμώ απο τόσες αλήθειες,
ή πάλι οι λέξες οι νεκρές να ράγισαν τόσο τη σιωπή μου.
Ποιός ξέρει;

Μα τούτα τα λόγια κείνες τις μέρες του 95 δεν σκέφτηκα πώς μια ολάκερη ζωή θ αφήναν το αχνάρι τους στα χείλη μου.
Τόσο μακρυά απο τις μνήμες μου το α- σήμαντο,
τόσο κοντά στην ανάσα τους η ψυχή μου.

Κι εσύ ν αποκοιμιέσαι πλάι μου ακόμη

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

ο νεκρος τις γιορτές-σαχτούρης

Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια
σὰν πλησιάζουν τὰ Χριστούγεννα
(αὐτός) ὁ νεκρὸς γεννιέται μέσα μου
δὲ θέλει δῶρα
δὲ θέλει χρήματα
πάγο καὶ χρόνια
χιόνια καὶ πάγο
σκισμένα ροῦχα
ἀχνὰ παπούτσια
ὁ χρυσὸς νεκρὸς
θὰ βγεῖ ἔξω
δὲν τὸν γνωρίζει κανένας
τὸν ἀλήτη νεκρὸ
θὰ κάτσει στὸ πικρὸ καφενεῖο
νὰ πιεῖ τὸν καφέ του
κι ὕστερα πάλι
σὲ λίγες μέρες
ἥσυχα θὰ πεθάνει
(ὁ νεκρός)
ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος
κι ὅλες οἱ ρόδες
κόκκινες ὅπως πρῶτα
θὰ γυρίζουν πάλι.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Γη των απουσιων-Δημουλά..

Τώρα θὰ κοιτάζεις μία θάλασσα.

Ἡ διάθεση νὰ σὲ ἐντοπίσω
στὴ συστρεφόμενη ἐντός μου γῆ τῶν ἀπουσιῶν
ἔτσι σὲ βρίσκει:
πικρὴ παραθαλάσσια ἀοριστία.

Ἐκεῖ δὲν ἔχει ἀκόμα νυχτώσει
κι ἂς νύχτωσε τόσο ἐδῶ
τῶν τόπων οἱ κρίσιμες ὧρες
σπάνια συμπίπτουν.
Κάτι σὰν φῶς καὶ οὔτε φῶς,
ἡ ὥρα τοῦ ἐαυτοῦ σου ἔχει πέσει.

Χορεύουν φύκια
κάτω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοῦ νεροῦ.
Τὰ ρηχά, ἔχουν κι αὐτὰ
τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους.

Τώρα θὰ ἔχουν λύσει τὰ μαλλιά τους
οἱ ἁγνὲς ἠσυχίες τριγύρω
μὲ τὴ σιωπή σου θὰ τὶς κάνεις
γυναῖκες σου ἐκπληρωμένες.
Ξαπλώνουν δίπλα σου.
Ἡ σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στὸν ἀέρα
κι ἀνεβαίνει. Σὲ κρατάει στὸ ράμφος της.
Ποῦ ξέρω ἐγὼ τὰ εὐαίσθητα σημεῖα τοῦ πελάγους
γιὰ νὰ σὲ καταλάβω;

Θὰ κοιτάζεις μία ἔρημη θάλασσα.
Τὸ βλέμμα σου δὲν παραλλάζει
ἀπὸ πλαγιὰ ποὺ γλυκὰ
καὶ μ᾿ ἀνακούφιση σκουραίνει
κατρακυλώντας μὲς στὴν ἀπομάκρυνση.
Ἀναπνέεις μὲ τὸ στέρνο τῶν μακρινῶν ἠρεμιῶν,
ποὺ ἔχω γι᾿ αὐτὲς διαβάσει
στοὺς πολύτομους κόπους ποὺ ἔδεσα.
Σ᾿ ἕνα ἀβαθῆ σου στεναγμὸ βούλιαξε ἕνα βαπόρι.
Δὲν θὰ ἤτανε βαπόρι. Θὰ ἤτανε σκιάχτρο
στὰ ὑγρὰ περβόλια τῆς φυγῆς
νὰ μὴν πηγαίνουν οἱ διαθέσεις
νὰ τὴν τσιμπολογᾶνε.

Ἡ τερατώδης τοῦ πελάγους δυνατότητα,
ἡ κίνηση τοῦ πλάτους,
φθάνει στὰ πόδια σου ἀφρός,
ψευτοεραστὴς στὰ πρῶτα βότσαλα.
Τοὺς σκάει ἕνα φιλὶ καὶ ξεμεθάει.

Τώρα, θὰ σοῦ ἔχουν πεῖ ὅ,τι εἶχαν νὰ σοῦ ποῦν
Οἱ ἀναδιπλώσεις τῶν κυμάτων
καὶ θὰ ἐπιστρέφεις κάπου.
Θὰ παίρνεις κάποιο χωματόδρομο,
μιὰ ἄλλη ἅπλα,
ἀλλοῦ γυμνὴ κι ἀλλοῦ ντυμένη μὲ βλάστηση.

Ἡ σκέψη σου, μετὰ ἀπὸ τόση θάλασσα,
κατέβηκε ἀπὸ γλάρος,
βάζει τὸ δέρμα τῆς προσαρμογῆς καὶ χάνεται.
Ὅπου εἶναι θάμνος, πράσινη
ὅπου σκοτεινό, σκοτεινή.
Ἐκεῖ ποὺ οἱ καλαμιὲς σπέρνουν ψιθύρους,
ψιθυριστή,
ὅπου περνάει ρίζα, ριζωμένη
ὅπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα
κι ὅπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη.

Στὴν ψυχή σου δὲν φθάνει κανεὶς
οὔτε διὰ ξηρᾶς οὔτε διὰ θαλάσσης.

Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

ο αέρας που παίρνει τα μαλλιά,

λίγο ούζο,

και θάλασσα,

μια θάλασσα δική μας φουρτουνιασμένη η ζωή μας..

μπλε βαθύ

και αστέρια πολλά αστέρια

κι ηλιοβασιλέματα,

ατέλειωτα ηλιοβασιλέματα,

κι ο δρόμος..

ο δρόμος που σβήνει κι είναι και τ άλλα,

όλα τ'άλλα που ξεκινούν απ την αρχή...

και τα μάτια σου κάπου εκεί απέναντι στον δρόμο που χάνεται...\

κάπου εκεί στην άσφαλτο χάνεσαι κι είσαι δίπλα μου...

κι εγώ ναυαγώ στα μάτια σου

και σε παίρνω απ το χέρι

κι εσύ με κλείνεις στην αγαλιά σου

μα ναυαγώ..