Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Ερωτευμένη τα Χριστούγεννα

ξύπνησε μ' έναν τρομερό πονοκέφαλο χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο.
Κατέβηκε στην κουζίνα και έφτιαξε καφέ, πικρό, όπως πάντα.
Εψαξε για τα τσιγάρα της.- έχει καταφέρει να μην καπνίζει πολύ τελευταία.
Μετά πήρε το βιβλίο της κι άρχισε να μελετάει λίγο.
Κοίταξε έξω απο το παραθυρο.
Καθαρός ουρανός και βαριάς.
Ανοιξε την τηλεόραση,
άκουσε για ένα λεπτό ειδήσεις,
αλλά πάτησε το off,
γιατί δεν ήθελε να την ταράξουν τα κακά νέα.
Θυμήθηκε τις γιορτές που έρχονται
και το μίσος της γι αυτές,
επειδή κρύβουν μια υποχρέωση,
αυτή της ευτυχίας.

Ωστόσο, αυτή τη φορά,
η ευτυχία έχει πάψει να είναι υποχρέωση,
κι έχει γίνει ένα πραγματικό γεγονός.
 Κι ο κόσμος έχει λάμψει ξανά,
μετά απο πολλά χρόνια,
που είχε πεθάνει.
Φταίνε κάτι μελιά μάτια
και  κάτι ίχνη φωτός μέσα στο σκοτάδι,
μικρές ξανθές ανταύγιες της ομορφιάς
μέσα στην ασχήμια του γύρω κοσμάκι.
Είναι ένα πάλλευκο χέρι,
που έρχεται μάλλον κάποτε,
και μάλλον για μια φορά στη ζωή σου,
και σε τραβάει απ το λάκο,
σε ξυπνάει απ το λήθαργο
και τότε γίνεται άνοιξη ξανά :
αρχίζουν να σε περιτρυγυριζουν πεταλούδες,
η θάλασσα γίνεται γαλάζια,
 τα γιασεμιά ανθίζουν ξανά στο μπαλκόνι σου,
γιατί τα ποτίζεις επιτέλους ξανά,
μετά απο χρόνια που τα είχες αφήσει άνυδρα.

Το παράξενο και το μοναδικό γεγονός που σε ξαναγεννά,
δεν είναι ένα οποιοδήποτε χέρι που σου απλώνεται,
αλλά επειδή το συγκεκριμένο πάλλευκο χέρι σου δόθηκε,
ο ήλιος σε πλησιασε ξανά δυναμικά, χωρίς να λοξοδρομήσει,
όπως άλλες φορές.
 Και κάπως έτσι αρχίζει να κινείται η γη σου,
ο νους σου, το σώμα σου, κι αρχίζεις κι εσύ να περιφέρεσαι με χαρά έξω.
Κι αρχίζεις να κάνεις πραγματικότητα το αδύνατο,
όπως  να βλέπεις ανθισμένα τριαντάφυλλα στη μέση του χειμώνα,
κι οι γύρω σου να μην τα βλέπουν,
γιατί γι αυτούς η άνοιξη είναι ακόμα μακριά.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2012

"Μέσα στα κίτρινα φώτα...."

η λαμπερή κόκκινη μαρκίζα με σκότωσε, λοιπόν,
και σκέψου, πως ο δρόμος ήταν γεμάτος απο κόσμο,
κι η φωνή σου δεν υπήρχε πουθενά,
κι αυτό δεν με ένοιαζε,
με πείραζαν μόνο τα κίτρινα φώτα,
που ο δήμος εγκατέστησε κάτω απ το σπίτι μου,
για να μου θυμίζει να νοσταλγώ,
να σε ψάχνω
ξανά και ξανά,
όπως τότε στη πόλη μας,
που δεν είναι αυτή εδώ,
που δεν είναι καμία υπαρκτή πόλη στο χάρτη,
γιατί εμείς αγάπη μου, δεν υπήρχαμε,
δεν υπήρξαμε μαζί ποτέ
σε καμία πόλη του κόσμου,
τουλάχιστον για τους άλλους.
Ομως εσύ κι εγώ θα ξέρουμε,
πως κάποτε ζήσαμε,
αυτό που όλοι ονειρεύτηκαν,
αυτό που όλοι αναζήτησαν...
Και κυρίως θα ξέρουμε,
πως εσύ κι εγώ ζήσαμε μαζί ο,τι ονειρευτήκαμε μαζί,
εσύ κι εγώ...
Κι ας μην υπήρξαμε σε καμιά πόλη,
σε κανένα όνειρο,
γιατί μαζί ήμαστε καλύτερα απ οτι τα βαρετά ζευγάρια στα όνειρα,
γιατί ξορκίζαμε μαζί ο,τι μίζερο είχαμε,
ο,τι μίζερο μας είχαν κατασκευάσει για να ζήσουμε...
Κι εμείς θα ξέρουμε πως μάλλον για μία και τελευταία φορά στη ζωή μας,
μοιραστήκαμε αυτό που όλοι δεν αντέχουν να μοιραστούν,
έναν ΕΡΩΤΑ, που ήταν έρωτας και ήταν μία ιστορία,
που μιλούσε για φόβο,
για φόβο μη σε χάσω και με χάσεις,
γιατί αυτή η σκανδακώδης αλληλεξαρτηση μας εμάς δεν μας πείραζε..
Μόνο εμάς δεν πείραζε, όλους του άλλους τους σκότωνε...
Και πώς να στο πω ;
Αυτά τα κίτρινα φώτα με πέθαναν...
όπως τότε έλαμπαν στη πόλη μας,
θυμάσαι ;

Σπίτι

Η μικρή μας λοιπόν γύρισε επιτέλους στο σπίτι της.
Είναι ξανά εκείνο το μικρό χαζό κοριτσάκι,
που γελάει σ' όλους,
είναι ξανά ο ρόλος της,
είναι ξανά η χαρά της ζωής...
Και δεν την νοιάζει,
αν εσύ δεν υπάρχεις,
ούτε την νοιάζει το πως υπάρχεις...
Γιατί, το ξέρει, πως ήρθε πια η ώρα να γυρίσει στο σπίτι,
στο γεννέθλιο τόπο της, σ εκείνους που την αγάπησαν.
Αναμεσα στους δύο τους,
γιατί οι δύο αυτοί θέλησαν να την προστατέψουν
και να βάλουν στα σπασμένα φρένα της το πόδι τους,
να την φρενάρουν.
Ξύπνησε απ τον λήθαργο,
απο τον αργό της θάνατο,
και αντέχει ξανά
Κοιταξε τη είναι εδώ,
όλη ανήκει στον κόσμο
και έτοιμη να την καταστρέψεις
Εσύ μονάχα ξανά,
άλλη μια φορά.
Στέκεται στο χείλος του γκρεμού
και μόνο το δικό σου χέρι μπορεί να την σπρώξει,
και τότε θα κομματιαστεί,
με την τιμή που της πρέπει.
Κι αυτοί τότε θα μαζέψουν με χαρά τα κομμάτια της,
και θα την ξανακολήσουν
και θα είναι ξανά μετά απο καιρό
ένα μοναδικό νέο άγαλμα....

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

When you find your love

"Χαρά, χαρά, ζεστή αγαπημένη"


Αλήθεια, πες μου, σε ποιο όνειρο ξύπνησα, 
σε ποια γη βρέθηκα κι ήσουν δίπλα μου; 
Επρεπε, αλήθεια, να περάσω τόσες γαίες άνυδρες και χέρσες,
για να σε βρω ; 
Πόσα δάκρυα έπρεπε να στάξουν στη θάλασσα,
ώσπου να διαπιστώσει η γοργόνα πως ο Μέγας Αλέξανδρος ζει ; 
Απο ποιάς θλίψης το υπόγειο μ' ελευθέρωσες απροσδόκητα; 
Ποια παράτονη μελωδία γίνηκε τραγούδι τελικά ; 
Ποια πληγωμένη αταξία έγινε μούδιασμα ; 
Ποιο τραχύ χέρι μαλάκωσες κι έσπασε η πέτρα μέσα μου ; 
Σε ποιό νησί με βρήκες και σώθηκα,
εγώ που αξιώθηκα χειμώνες ατέλειωτους; 
Σε ποιά στροφή του δρόμου να βρεθήκαμε άραγε;
Με ξύπνησες, αλήθεια, απ΄τον ύπνο μου ανάμεσα στο κύματα; 
Πώς έγινε, αλήθεια, και κατεστράφη το κρεβάτι του προκρούστη ;
Πώς,αλήθεια, γέμισε ξανά ο ουρανός αστέρια και πόσα αστέρια αλήθεια ; 
Και πόσο δηλητήριο πρέπει ακόμα να εξουδετερώσω;
Πόση δειλία απο μέσα μου, αλήθεια, να ξορκίσω ακόμα ; 
Και πώς γίνεται να σμίγω κάθε βράδυ μ' ένα ποίημα,
φτιαγμένο απο σάρκα και ξανθά μαλλιά; 
Και πώς γίνεται να σε βρω ; 
Πες μου, πως γίνεται ν΄αγγίξω τον άνεμο ; 
Πώς θα γίνει να ξηλωθούν όλες οι νάρκες του ανθρωπινου φόβου,
να σπάσει ο,τι ζήσαμε εσύ κι εγώ χωριστά κι απ΄τα θρύψαλα ν' αναδυθεί η Αφροδίτη
ατόφια και σάρκινη ;
Πως έγινε το τελευταίο τσιγάρο και δεν τέλειωσε ποτέ; 
Πώς θα γίνει ν' αφεθώ  και να χάσω το τραίνο ; 

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Ποιος ;

και ποιός σου είπε, δηλαδή, εσένα οτι 'ναι ντροπή να κοιτάζεις τ' άστρα ;
 και ποιός σου είπε, δηλαδή, εσένα πώς είναι ντροπή να πονάς ;
και ποιός σου είπε, δηλαδή, ότι 'ναι φτηνό το ξόδεμα  ;
και ποιός σου είπε, δηλαδή, οτι 'ναι απροσάρμοστο το σώμα  ;
και ποιός σου είπε, δηλαδή, ότι η κόλαση δεν υποφέρεται ;
και ποιός σου είπε, δηλαδή, ότι 'ναι λάθος ν' αφήνεσαι;
και ποιος σου είπε, δηλαδή, πως η έκρηξη καταστρέφει ;
και ποιος σου είπε, δηλαδή, πως όταν μεθάς δεν βλέπεις ;
και ποιός σου είπε, δηλαδή εσένα, ότι εγώ δεν θα γλείψω τις πληγές σου  ;
και ποιός σου είπε, δηλαδή, ότι ΄ναι σωστό να μη ξευτιλίζεσαι ;
και ποιός σου είπε ότι δεν θα γυρίσω;

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Η διαύγεια.

διαδικτυακές ίνες, ψευδαισθήσεις σε μάυρα κούτια.
η όψη μοιάζει να αγγίζεται,
τα μάτια νομίζουν οτι κοιτάνε.
Μας σώζουν.
Μέρες λίγες.
Η ζαλάδα κι η έμπνευση μπροστά μου.
Πονάει να μη σ αγγιζω,
πονάει να μην μπορώ να σε φτάσω.
Εσύ κάπου εκεί,
όχι εδώ,
μακριά μου.

Είμαι ο ρόλος των μυθιστορημάτων,
είσαι εκείνος που δεν παίζει κανένα ρόλο.
Είμαι χαμένη και ξεγραμμένη,
κολλημένη σε λέξεις,
με σώζουν.
Ομορφες δεν είναι,
αλλά υπάρχουν.

Λίγο ποτό,
μια θάλασσα,
μαστίχα στα χείλη και πικρός καφές.
Τασάκι γεμίζει.

ρούχα στο γραφείο πεταμένα,
άπλυτα πιάτα.
Η ευτυχία στην αταξία,
χαμμένες ώρες και τόσο κερδισμένες.

Ψευδαίσθηση της μυθοποίησης.
Σαρκοβόρο είσαι,
σε ταίζω, με ταίζεις,
τρέμω, κρυώνω.

Συννεφιάζει.
Μυρίζει σπίρτα, ιδρώτας,
άερας, καφές και κανέλα,
μοσχοκάρφι.
Ο νους μου μουδιάζει,
στο βουνό, μακριά εσύ,
στην καλύβα σου να διαβαζεις,
κι εγώ στη γραφομηχανή,
να μεταμορφώνω ο,τι ζω.

Ο χρόνος, που δεν υπάρχει,
όλο το τέλος μου δείχνει,
μα τώρα παλεύω να το πιστέψω,
δεν υπάρχει χρόνος.
Κολλάνε τα πόδια μου στη γη,
μα το μυαλό μου ζωγραφίζει σύννεφα και παρόντα,
όχι μέλλοντα.
Καμια βεβαίοτητα.
Δεν την θέλω.

Οταν θα πάψουμε να μεθάμε,
θα πάψει κάθε όνειρο.
Ολα θα βυθιστούνε σε μια σιωπή αμηχανίας,
μια λύπη που πάψαμε να μεθάμε με ο,τι...

Σκαλίζω βαθιά μέσα μου,
μαθαίνω όταν κόβομαι,
όταν γεμίζω,
Χορταίνω, χορταίνεις.
Χορταίνει ο ρόλος που διάλεξα να υποδυθώ.

ζωή μικρή, συμβατή με όλα,
πότε θα τη κάψω ;

Η πλάτη μου ανατριχιάζει,
τα φτερά μου ανοίγουν ή κλείνουν ;
Μάλλον απογειώνομαι.
Κι απ την άλλη, δεν περπατάω.
Ρίχτηκα σε μια παραλυσία χαράς,
 ατέλειωτη

Οταν θα πάψεις να με μεθάς,
θα ντρέπομαι.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

Stop-

συνταξιούχος σε εργατικό κέντρο,
με τριμμένο παντελόνι
και τρύπια παππούτσια. stop.

Πέμπτη ξεπουλιέται ο λαός.
Πέμπτη αυτοκτονούμε.
stop.

Κάποιοι βρίζονται απο κάτω. stop.

μου λείπει. stop.

μου λείπει κι αυτός. stop.

Η άφρο χώρισε . stop.

Ο κόσμος είναι μπουρδέλο. stop.

Μοναξιά, γαμημένη μοναξιά,
εσωτερική εξωτερική στις πόλεις. stop

Η Μαλβινάρα είναι θεά.stop.

Δε θα γίνω σαν κανέναν. stop.

Δεν θα είμαι μία. stop.

Πορεία στο δρόμο αύριο απόγεμα. stop.

Ψηλό κορίτσι φασώθηκε με Ιταλο. stop.

Βαρέθηκα να σκέφτομαι και να αναλύω τι νιώθω. stop.

Στριμωχτήκαμε στο λεωφορείο.
Επιβιώσαμε χωρίς παράπλευρες απώλειες.
stop.

Με καμάκωσες. stop.
Aνταποκρίθηκα λόγω ύψους. stop.

H πολιτική δικονομία είναι χάλια. stop.

Η νομική δεν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. stop.

Εξω οι ψωνάρες απ τη σχολή. stop.

Μας κόβουν το φαί στη λέσχη. stop.

Να πάνε να γαμηθούνε οι τράπεζες κιοι ευρωπαίοι.
Ξεκινήστε. 

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Hλιοπότης Ελύτης-Λιλή Ζωγράφου

Είναι ωραίο να τρέμουμε προσεγγίζοντας την ποίηση όπως σε ερωτική συνάντηση. Γιατί, αν δεχτούμε σαν δεδομένο πως η ποίηση δημιουργεί το μύθο του ανθρώπου, σημαίνει πως ο ποιητής ευτύχησε να ενσωματώσει στο έργο του όλα τα ζωντανά στοιχεία που μας συνθέτουν. Και μένα τα δάχτυλά μου ψηλαφούν ευτυχισμένα, ακόμα και τα εξώφυλλα των ποιητικών συλλογών του Ελύτη, που είναι το ίδιο αυστηρά όπως και η φυσιογνωμία της ποίησής του και σου υποβάλλουν κάτι σαν επισημότητα. Και αλήθεια ο Ελύτης γέννησε μιαν επίσημη ποίηση ολότελα τελετουργική.

Ας πούμε πως δεν έχουν γίνει οι λέξεις, ας ξεχάσουμε πόσο έχουν βιαστεί, ας υποθέσουμε πως τούτη τη στιγμή δεν ξέρουμε τίποτα. Την επισημότητα μόνο η αγνότητα μπορεί να μας την υποβάλει, καθώς και το απέραντο δέος των παρθένων ματιών. Όσα σβήνει ή εξουδετερώνει η καθημερινότητα της κοινής μας υπόστασης ανανεώνονται μέσα από την όραση του πραγματικού ποιητή, μεγαλώνοντας τη χαρά αλλά και οξύνοντας την οδύνη. Ό,τι για τον ένα, τον καθημερινό άνθρωπο, περνάει τελείως απαρατήρητο, είναι για τον άλλον κοσμογονικό. Θέμα συνείδησης, λοιπόν!

Ώστε είναι προνόμιο η συνείδηση;

Θα απαντήσω ανεπιφύλακτα, ναι. Κι ας φθονώ τους μη κατέχοντας. Αλλά χωρίς συνείδηση δεν υπάρχει διαβατήριο για τη δημιουργία.

Γι' αυτό, ΄σοο περισσότερο μας συγκλονίζει ένα έργο τέχνης τόσο βαθύτερα πρέπει να λυπόμαστε το δημιουργό του. Το αριστούργημα γεννιέται μόνο με σπαραγμό. Και η συνείδηση είναι η μήτρα του δημιουργού"

Χρόνης Μίσσιος-Περι ιστορίας


Την ιστορία, αν την προσεγγίζαμε συνολικά, θα χάναμε ίσως το σημαντικότερο που θα μπορούσε να μας δώσει η μελέτη της: τη μοίρα του ανθρώπου μέσα στο ιστορικό γεγονός, στις επιλογές της εξουσίας, στη λειτουργία των ιδεολογιών... Πιστεύω πως, αν επιζητούμε από την μελέτη της ιστορίας μια κάποια ανθρωπιστική γνώση, αν δηλαδή η μελέτη της ιστορίας μπορεί να συμβάλλει στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου, αυτό, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να γίνει μόνο όταν καταφέρουμε και προσεγγίσουμε την ιστορία, όχι απλώς στο επίπεδο των γεγονότων και των εξουσιαστικών παραγόντων που δρουν μέσα σ΄ αυτήν, εξουσία, ιδεολογία, συνθήματα και λοιπά, και εν πολλοίς την καθορίζουν, αλλά όταν στη μελέτη της ιστορίας επιχειρήσουμε να ταυτιστούμε με τη μοίρα, με το όραμα, με την επιθυμία αυτού του ανεπανάληπτου όντος που λέγεται άνθρωπος, που έχει όνομα, βλέμμα, λόγο, σκέψη, συναίσθημα, αγάπες, όνειρα, επιθυμίες. Είναι δηλαδή ο άνθρωπος, ο καθένας, ο ξεχωριστός και ανεπανάληπτος, όσο ταπεινός και στερημένος κι αν φαίνεται, ένας κόσμος ολόκληρος...Αντόνιο, στάσου, υπάρχουν και τα λουλούδια, τα φυτά, τα ζώα...Δε μιλώ για τον άνθρωπο στη σχέση του με τη φύση, αλλά για τον άνθρωπο ως κοινωνικό ον...Αντώνιο, νομίζω πως μαζί πάνε αυτά. Αν, π.χ. την ιστορία τη συλλαμβάνουμε ως πορεία του πολιτισμού μας, δεν μπορούμε παρά να συλλαμβάνουμε αυτή την ενότητα, ότι δηλαδή ο άνθρωπος είναι ένα μικρό μόριο της φύσης...Σωστά, αλλά μιλάω απλώς για την ιστορία όπως γράφεται. Μόνο λοιπόν όταν μπορέσουμε να συλλάβουμε την ιστορία σαν πολυκύμαντη κίνηση κόσμων ολόκληρων, όπως είναι ο κάθε άνθρωπος, σαν πολυκύμαντη κίνηση από γαλαξίες ανθρώπινων ιστοριών, μόνο όταν θα μπορέσουμε να καταξιώσουμε στη συνείδησή μας το άτομο ως τον πρωτογενή παράγοντα του πολιτισμού, που η ενότητά του με τους άλλους ανθρώπους επιτρέπει την παραγωγή και την εξέλιξη του, τότε ίσως θα μπορέσουμε να αναγνώσουμε τη σκοπιμότητα και την αναγκαιότητα του ιστορικού γεγονότος, των επιλογών και των ιδεολογιών... Όταν δηλαδή ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το γεγονός για τον Γιώργο, για την Ελένη, για τον Γιάννη, για τη Ρηνιώ... Όταν δηλαδή δεν αποσπούμε καμιά στιγμή μέσα στην πάλη για την πραγμάτωση του ανθρωπιστικού μας σκοπού, από τη συγκεκριμένη υπεράσπιση της ζωής του κάθε ανθρώπου... Σκεφτείτε κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ΄ αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση... Αν η συνείδηση και η γνώση του ανθρώπου μπορούσε να φτάσει στο επίπεδο να ερμηνεύει μ΄ αυτή την ανθρώπινη έγνοια την είδηση "εκατό χιλιάδες νεκροί" ή "ένας άνθρωπος βασανίζεται σε κάποιο άντρο της εξουσίας"... Αν μπορούσε να ταυτιστεί μαζί του, να τον νιώσει ως εαυτόν... Ζήσαμε την ομορφιά των πιο γενναιόδωρων ιδεολογιών και χάσαμε τον άνθρωπο μέσα στον ουμανισμό τους... Δεν μπορούμε πια ν΄ αποδεχτούμε τη μακιαβελική αντίληψη της ιστορίας ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, γιατί εμείς ξέρουμε πια ότι και ο πιο γενναιόδωρος ανθρωπιστικός σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, αλλά αντίθετα προδίδεται απ΄ αυτά. Είναι οδυνηρά βιωμένο ιστορικά ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε καμιά κατεύθυνση ανθρώπινου πολιτισμού, όταν δεν επαγρυπνούμε και δεν υπερασπιζόμαστε αδιάλλακτα την κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, την ατομική ελευθερία του ανθρώπου, το σεβασμό της ιδιαιτερότητάς του, τις διαφορετικές φιλοσοφικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές του πεποιθήσεις, αν δε διασφαλίζουμε σε κάθε βήμα και σε κάθε στιγμή τις διαδικασίες εκείνες που θα επιτρέπουν την εκρηκτική άνθιση της προσωπικότητας του ατόμου, την ελεύθερη ανάπτυξη αυτού του ιδιαίτερου και μοναδικού κόσμου που είναι ο καθένας από μας... Έχει δικαιολογηθεί τόση βία και τόση βαρβαρότητα εν ονόματι των ανθρωπιστικών ιδανικών και των απελευθερωτικών επαναστάσεων, ώστε δεν έχουμε πια το δικαίωμα της συγγνωστής πλάνης, δεν μπορούμε να μιλάμε για σύνολα και αριθμούς, αλλά να αναζητούμε, να εξετάζουμε κάθε φορά τη "μοίρα" του ατόμου μέσα στο ιστορικό γεγονός... Διαφορετικά, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανθρώπινο πολιτισμό, για τη δυνατότητα ανανέωσης και εξέλιξής του... Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε μια κοινωνία που θα βιώνει τον πολιτισμό του ανθρώπου, όπου δε θα υπάρχει η έννοια του λάθους, όπου ιδανικό της θα είναι η ομοιομορφία και όχι η διαφορά, γιατί τότε θα βρεθούμε σε μια κοινωνία όπου η έννοια του διανοείσθαι, αυτή η κατεξοχήν ανθρώπινη ιδιαιτερότητα μέσα στο φυσικό κόσμο, θα καταργηθεί και θα αντικατασταθεί από τη λειτουργία του ενστίκτου... Η γενιά μας, αγαπητέ μου, εβίωσε με το δραματικότερο τρόπο τους εφιαλτικούς κύκλους της ιστορίας, αυτού του Καιάδα των ανθρώπινων συναισθημάτων, όπου οι δήμιοι μετατρέπονταν σε θύματα και τα θύματα σε δήμιους... Έτσι ώστε κάθε βήμα στη βελτίωση των υλικών όρων ζωής του ανθρώπου έχει τόσο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, οδύνη, δυστυχία και διάψευση, ώστε να καταντά απάνθρωπο...

ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

Δηλητήριο

Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.
Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.



το είχα αποφασίσει,
δεν θα σε άφηνα να φύγεις έτσι,
απροσδόκητα, χωρίς καν να σε διεκδικήσω,
χωρίς καν να πάρω ο,τι μου άξιζε.
Θα σκότωνα το άνθος-δηλητήριο,
δεν θα έπινα το δηλητηριο σου,
το δηλητήριο της ανθρώπινης φύσης,
αυτό που έρχεται τόσο φυσικά,
όπως αναπνέουμε.
Αυτό το ηλίθιο κατασκεύασμα του καπιταλισμού.
Θα σκότωνα τη μοναξιά σου,
θα σκότωνα τον εγωισμό σου,
θα ξέσκιζα τα μηχανοραφήματα σου.
Υπομονή, λίγη υπομονή,
λίγη αγάπη θα σου έδινα
κι όλα θα γινόταν στάχτη μπροστά στα πόδια μου.
Θα ξεσκίζω κάθε μέρα κάθε άμυνα,που αναπτύσσεις απέναντι στους ανθρώπους.
Οχι, δε θα σε άφηνα να φύγεις έτσι,
δηλητηριασμένος, μόνος και άδειος.
ή θα φεύγαμε μαζί ή θα πίναμε ο καθείς μόνος του
το δηλητήριο που μας ποτίσανε.
Ομως, εγώ ήμουν πιο δυνατή,
είχα μεγαλύτερη διαύγεια,
και έβλεπα πως ήταν ένα δηλητήριο,
καλά κατασκευασμένο,
μας το προμηθεύουν κάθε μέρα στις
καλύτερες τιμές και μάλιστα σε περιόδους κρίσης.
Είπα όχι, ήθελε δύναμη,τόλμη, θράσσος και θάρρος...
Ομως, εγώ ήμουν πεπεισμένη,
θα σε κέρδιζα και σένα και το δηλητηριο σου,
και το δικό μου το φαρμάκι δεν θα το έπινα,
θα το απέβαλα και θα το πετούσα στο καλάθι των αχρήστων.
Πάλεψα με νύχια και με δόντια, για να μη φύγω,
για να αντέξω τον παγωμένο βοριά τις νύχτες,
και τους αέρηδες, και τις φουρτούνες.
Επρεπε όμως να είμαι εκεί,
έπρεπε να μη σ' αφήσω να πνιγείς,
ακόμα κι αν εσύ με έπνιγες με το φόβο σου.
Επρεπε να είμαι εκεί,
να παλέψω για σένα.
ΕΠρέπε να σε  μάθω,
να πετάς στην άκρη το φόβο,
να φτύνεις το δηλήτηριο στα μούτρα εκείνων που στο προσφέρανε.
Επρεπε να σε μάθω, για τους ανθρώπους και τις ανάσες του,
για τους κήπους που ανθίζουν πάνω στα ευλογημένα κι ευτυχισμένα σώματα,
έπρεπε να σε μάθω να μην κόβεις αυτά τα λουλούδια.
Επρεπε να είμαι δίπλα σου,όσο κι αν άνοιγες τις πληγές μου,
όσο κι αν τις μάτωνες ξανά με την ανεπαίσθητη αδιαφορία σου.
Οχι, δεν θα σε άφηνα να φύγεις, έτσι,
δεν θα σε άφηνα να με κάνεις έναν αριθμό εκτος απο το ένα,
τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Δεν θα σε άφηνα να με έχεις στο νου σου έτσι,
σαν μία αδιάφορη περαστική με ωραία μάτια.
Εγώ θα σε κέρδιζα, όσο αίμα κι αν απαιτούσε αυτό,
όσο πόνο, θα σε έκανα να δεις πιο πέρα απ το δηλητήριο σου,
πιο πέρα απ το εγώ σου, εκεί που δύο κόσμοι σμίγουνε,
και γίνονται ένα, και γεμίζει τότε, αγάπη μου, μόνο τότε,
ο ουρανός βεγγαλικά κι αστέρια και μπαλόνια και σπίρτα αναμμένα.
Εγώ θα σε κέρδιζα...με κάθε κόστος,
με κάθε πόνο, με κάθε αυταπάρνηση,
θα σ' έφερνα κοντά μου...
Ηξερα οτι μπορούσα να τα καταφέρω,
χωρίς να φορέσω μάσκες,
χωρίς να ζωγραφίσω σε καμβά πρόσωπο άγνωστο και μακρινό,
μα μ' ένα τρόπο απλό, κρατώντας σου τα χέρια.
Ηξερα πως η ανθρωπιά υπερνικάει και εξοντώνει τα δηλητήρια,
τους πόνους και τις άμυνες.
θα σε κέρδιζα, στο χρωστούσα...
Σου χρωστούσα ένα μάθημα...

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Ιστορία


Ηθελε ένα πολύ επιτυχημένο άντρα,
έναν άντρα που να την στηρίζει κυρίως οικονομικά,
έναν άντρα που θα τρέχει για όλα,
έναν άντρα-μύθο.
Κι εκείνη τι ;
Εκείνη να ζει στη σκία του,
να ζει θαυμαζοντας τον,
υποτιμώντας τον εαυτο της,
πόνταρε σ' εκείνον.
Θαύμαζε εκείνον,
είχε ξεχάσει τις δυνάμεις μέσα της,
είχε ξεχάσει πως να αξιοποιεί την ενεργεια της.
Και μόνο εκεί,
τον περίμενε κάθε βράδυ,
που γύριζε κουρασμένος,
και λύσσαγε απ τον πόθο,
ενώ εκείνος έπαιρνε το χοντρό βιβλίο και μελετούσε.
Δεν της έδινε καμία σημασία,
την ακύρωνε, την θεώρησε κουτή,
κι εκείνη επέμενε να τον θαυμάζει,
τον Α ν τ ρ α.

Ξέχασε πως μόνη γεννήθηκε,
πως ο,τι έχει είναι ο εαυτός της,
τον οποίον έβαλε στην άκρη.
Ξεθώριασε μέσα στην δική του προσωπικότητα.
Κι αυτός έτσι "αποστερημένη" κι "αδύναμη",
καθώς την έβλεπε, έφυγε μια μέρα.
Δεν άντεξε αυτή την δουλική της αγάπη,
δεν άντεξε εκείνη την ίδια,
την βαρέθηκε.

Και σκέψου...
εκείνη ζητούσε ένα πολύ πετυχημένο άντρα...
για να επιβεβαιώσει κατα βάθος τις ανασφάλειες της...

Στους φίλους


η αλήθεια, είναι πως δεν αμφέβαλα ποτέ για την αγάπη σου. Κι είναι αλήθεια πως δεν αμφισβήτησα ποτέ την αγάπη που νιώθω για σένα, μέσα σ' ένα βατερλό αμφισβητήσεων που βιώνουμε όλοι μας κάθε μέρα.
Κι είναι αλήθεια, πως τώρα πια η μπόρα μπορεί να πέρασε ή μπορεί η φουρτούνα να ηρέμησε, ή απλά να με κοροϊδεύει ο καιρός, να με ξεγελάει ο θεός, κάθε που αλλάζει ο καιρός, κάθε που δεν αλλάζει. Δεν ξέρω, ίσως μαθευτεί σε καιρούς άλλους, σε καταστάσεις άλλες, μέσα στα πολύβουα μπάρ, όπου θα στέκομαι μόνη ή με παρέα. Ομως, ξέρω πως στέκομαι, πως είμαι όρθια, είμαι ξανά γεννημένη αυτόν τον χειμώνα, ξανά απ την αρχή με άλλες ιδέες, με καμένες όλες μου τιε αυταπάτες, με κατεστραμμένες τις πιο μεγάλες λύπες μου, που πήγαζαν απο ανασφάλεια και μοναξιά.
Δεν με ενδιαφέρει ο "μονόλογος αυτών των άλλων", κανείς μα κανείς, δεν μπορεί να σπάσει τα δεσμά, που με τόσο "κόπο" δημιουργήσαμε, είναι μια αλυσίδα, αυτή και δεν σπάει τόσο έυκολα, όσο εμείς θα παλεύουμε για την αρτιότητα της.
Εξω βρέχει, θυμάμαι, όλα εκείνα τα βράδια που περάσαμε μαζί κουβεντιάζοντας, σιγοπίνονταις, γελόντας ή κλαίγοντας δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μόνο το μαζί. Ισως χάνομαι κι εγώ μέσα στον μικροκοσμο μου, μέσα στις δικές μου αμφισβητήσεις, κυρίως αμφισβητώ εμένα όμως και την δική μου υπόσταση, την δική μου ψυχολογική κατάσταση. Ισως ξεφεύγω κάποιες φορές απο το "κοινώς και κοινωνικώς" αποδεκτό, σίγουρα είμαι υπερβολική, σίγουρα μπορεί να φαίνομαι σκληρή κι όμως εσύ, ξέρεις, πως δεν μπορώ να είμαι σκληρή, δεν μπορώ να είμαι εγωίστρια μ εκείνους που πραγματικά αγαπάω και νοιάζομαι. Πάλεψαμε πολύ για να έχουμε την σχέση που έχουμε, δεν θα την χάσουμε, δεν θα χαθεί έτσι, αυτό που 2 χρόνια τώρα προσπαθήσαμε.
Δεν μπορώ να αδιαφορήσω για τους ανθρώπους, εξ ορισμού και εκ φύσεως, είμαι άνθρωπος κι αν έχω μάθει κάτι απ την εφηβεία μου ως τώρα, που ενηλικιώνομαι και συναισθηματικά, είναι οτι οι άνθρωποι έχουν σημασία και ουσία στις ζωές μας, χωρίς αυτούς είμαστε όλοι χαμένοι, είμαστε όλοι νεκροί. οι φίλοι είναι το πιο πολύτιμο "απόκτημα" ενός ανθρώπου, είναι το στήριγμα, είναι η χαρά, είναι η αγάπη, είναι τα πάντα, είναι όλα, είναι εκείνοι που μας κρατάνε το χέρι στα ζόρια και μετατρέπουν το ζόρι σε αστέρευτη οινοποσία, σε αστιρευτη χαρά, σε χιούμορ, σε δύναμη που κινεί τα πάντα, το σύμπαν ολόκληρο. Γιατί αν η αγάπη δεν κινεί το σύμπαν, τοτε τι το κινεί ; Ο θεός, ο όποιος θεός ο καθείς απο μας αποδέχεται, έφτιαξε τον κόσμο απο αγάπη και τοποθέτησε όλα τα πλάσματα μέσα σ αυτό το θαύμα πάλι απο αγάπη, για να ζήσουμε στον επίγειο παραδεισό μας. Κι ο παράδεισος είναι μεν ο εαυτός μας, αλλά είναι ΚΑΙ οι άλλοι, εκείνοι όλοι που δεν φεύγουν στα δύσκολα, εκείνοι που μας συγχώρεσαν για τα μικρά μας ατοπήματα, εκείνοι που μας είδαν να πέφτουμε σε φωτιά και μας κράτησαν απ το χέρι, εκείνοι που μας αγάπησαν ακόμα κι όταν βρεθήκαμε στην άβυσο, εκείνοι που μας προστάτεψαν, όταν το είχαμε ανάγκη και κυρίως εκείνοι που κατάλαβαν πότε τους είχαμε ανάγκη να είναι δίπλα μας, στον καναπέ μας, χωρίς να τους το ζητήσουμε!
Ποιά λοιπόν τυμπανουκρουσία, ποιές κραυγές και ποιά ζιζάνια είναι αυτά που μπορούν όλα ετούτα, όλα τα παραπάνω να τα εξουδετερώσουν ; Τίποτα δεν μπορεί να σκοτώσει τις ισχυρές σχέσεις, τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να θεωρήσω έναν δικό μου '΄ξένο". τίποτα απολύτως. Ολα τ' άλλα, που διατυμπανίζουν το αντίθετο, είναι παράτονες μπάντες με μαέστρο την ανασφάλεια, το ψέμα και στην κακοήθεια, όλα τ΄αλλα δεν έχουν σημασία. Εσύ θα στέκεις όρθιος, όπως θα στέκω και γω, γιατί μπορεί να πονάμε, μπορεί να νευριάζουμε, μπορεί να υποφέρουμε απ το τέρας του εαυτού μας, απ αυτό το τέρας που γεννάει και υπογράφει την καταστροφή μας, αλλά είμαστε όρθιοι. Είμαστε όρθιοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Και ξέρεις κάτι ; Είμαστε αυθεντικοί, είμαστε αληθινοί, κι όποιος μας αποδέχεται καλώς, όποιος πάλι όχι, ας απομακρυνθεί απο εμάς. δεν άξιζε τον κόπο. Είναι το τίμημα των αυθεντικών ανθρώπων, που είναι και πάντοτε υπερβολικοί, να χάνουν κάποιος άλλους, που δεν μπόρεσαν να αντέξουν την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια, πονάει, είδικά όταν τους την πετάς στα μούτρα. Αλλά όχι, δεν θα τους επιτρέψουμε να σκοτώσουν απο μέσα μας τον σπόρο της σκέψης, την αυθεντικότητας και της ειλικρίνειας. Δεν θα βάζουμε μάσκες για να κάνουμε τον κόσμο να γελάει, δεν θα βάζουμε μάσκες για ν αρέσουμε στους άλλους. Είμαστε εδώ, ολόκληροι δινόμαστε, αυτά έχουμε, τα δίνουμε όλα, όποιος τα θέλει, ας τα χαρεί, όποιος τα φοβάται, ας φύγει, εκείνοι θα είναι οι χαμένοι... και δεν θα τα πάρουν όλα... θα πάρουν το τίποτα, θα πάρουν τον φόβο τους και θα κουρνιάζουν μόνοι το βράδυ στο κρεβάτι, αναλογιζόμενοι ποιά είναι η αλήθεια... Και θα την ψάξουν, αλλά δεν θα την βρούν, γιατί φοβούνται να την αγγίξουν. Φοβούνται να αγγίζουν τον πόνο, ενώ εμείς όχι. Εμείς τον αγγίζουμε κάθε μέρα και παίζουμε μαζί του, και τον ξεπερνάμε και τον σπάμε σε κομμάτια. και είμαστε τόσο δυνατοί, θεε μου, πόσο δυνατοί, αλλά δεν το ξέρουμε...
Επρεπε να δοκιμάσω τα ορια μου, για να δω μέχρι που φτάνω, κι αλήθεια στο λέω, είμαι ατέλειωτη. Οπως κι οι σχέσεις μας στην παρέα, επρεπε να δοκιμάσουν τα ορια τους, όσες ήταν ατέλειωτες, όπως η δική μας, άντεξαν και θα αντέχουν...
Σ αγαπώ πολύ!
Και δεν θα σαι ποτέ μόνος. Εγώ ο,τι και να γίνει, θα είμαι εδώ, για σένα...


Τέλος Συζήτησης

μέλλον

Πονάει το "θα", πονάει η αναμονή,
πονάει το μέλλον,
πονάει γιατί δεν το ξέρουμε,
κι αφού δεν το ξέρουμε τρομάζει.
Πονάει όμως το μέλλον,
ακόμα κι αν είναι κοντικό και προβλέψιμο,
και ξέρεις γιατί πονάει ;
Γιατί δεν είναι παρόν,
γιατί πρέπει να περιμένεις,
να περιμένουμε όλοι,
κάτι,
τι ;
κάτι καλύτερο.
πού είναι αυτό το καλύτερο ;
Είμαι εικοσι ένα και δεν ελπίζω,
μόνο φοβάμαι,
για τις προσπαθειες μου που θα μείνουν άκαρπες.
ναι, ξέρω η απογοητευση δεν βοηθά,
ποτέ δεν βοήθησε κανέναν.
Ομως αντικειμενικά,
πες μας, τι έχουμε να περιμένουμε;
Κι οι άλλοι λένε,
πως πρέπει να ελπίζουμε στους ανθρώπους.
Κι όποιος δεν πιστεύει σ αυτούς;
τι να κάνει ;
να σκοτωθεί;
Δυσοίωνα και μαύρα όλα,
κι ο,τι κι αν λέμε τώρα,
είναι εκ του ασφαλούς,
γιατί άλλος μας πληρώνει.
Κι αναρωτιέμαι, θα καταφέρουμε ποτέ να ταϊσουμε μόνοι μας τον εαυτό μας ; 

Αλλιώς κι αλλιώτικα.

Η ζωή κυλάει χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο να συμβαίνει τριγύρω,
αυτη η πόλη δεν ανασαίνει.
Οι άνθρωποι της δεν αντιδρούν.
Την κοιτάζω να νεκρώνεται.
Οι φοιτητές συνωστιζόμαστε μέσα στα μπαρ,
οι ντόπιοι τρέχουν στις δουλειές τους,
τα μαθήματα στη σχολή γίνονται κανονικά,
αρχίζει να έχει κρύο.
Αδιάφορα γεγονότα.

Αδιάφοροι άνθρωποι.
Σπασμένες φιλίες,
σπασμένες σχέσεις,
απομόνωση απο επιλογή,
γιατί ξαφνικά παραδέχεσαι στον εαυτό σου,
οτι δεν ταιριάζεις κι οτι είχες δίκιο εξ αρχής,
κι οτι πλέον επήλθε ο κορεσμός
κι έχεις πια βαρεθεί να παλεύεις,
σαν μία ερωτική σχέση που σε κούρασε
και την αφήνεις.
Και ξέρεις οτι αν θες, όλα ξανακολλάνε,
μα δε θες, βαρέθηκες.

Σαπίζει το μυαλό μου.
Ν΄αποφεύγεις τους συντηρητικούς,
γιατί σαπίζεις κι εσύ,
μου 'χε πει.
Φευ!
γιατί δεν τον άκουσα ;

Κι είναι όλα τόσο αδιάφορα.
Κι είναι όλοι τόσο αδιάφοροι,
κι ο,τι συζητάνε τόσο βαρετό.


Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Καταγγελία

Ι
Σ' εκείνες

Να, όλα καλά είναι, δε λέω.
Μα, να, είναι που τα έτη φωτός δεν γεφυρώνονται.
Να, είναι ο τρόπος σας να σκέφτεστε.
Μένετε μπροστά τους,
τους κοιτάτε με ντροπή,
με νάζι.
Κι όμως με τόσο φόβο,
όπως τους κοίταζα κάποτε κι εγώ.

ΙΙ
Στον "κόσμο"

Ομως, εγώ αντιδρώ,
δεν θα βολευτώ σαν γάτα
στο καλάθι της.
Θα βγω έξω,
θα είμαι αλήτικη γάτα
που φοβάται,
αλλά επιβιώνει.
Ενα αλητόσκυλο,
που ξεκόβει απ την αγέλη,
που τρέχει μπροστά,
να προστατέψει τους άλλους.
Θα τρέξω μπροστά να σώσω ο,τι έχει μείνει,
απο έναν κόσμο που φλέγεται.
Μην ανησυχείς,
προλαβαίνω.
Εσωσα εμένα απ τη φωτιά,
κόντεψα να καώ,
μα τ αποκαίδια μου τα έκανα ξανά σώμα καινούριο,
πιο ανθεκτικό.
Να, δε σου πα, πως δε πεθαίνω,
σου είπα πως ξαναγεννιέμαι,
εγώ, εγώ με γεννάω,
εγώ με πεθαίνω.
Σημαδεψε με, κόλα με στον τοίχο,
δοκιμασε με, να δω ως που αντέχω,
να δω μέχρι που φτάνω.
Κάθε μέρα παίζεις με τις αντοχές μου,
κάθε μέρα σε παλεύω,
σε σκοτώνω,
σε λύνω,
σε δένω,
σαν να σαι μαριονέτα.
Θέατρο σκιών κατάντησε η ζωή μας.
Να δούμε ποιός παίζει καλύτερα ρόλους.
Εχεις την εξουσία, έχω την δύναμη.
Τρέχουμε όλοι να φτάσουμε.
πού ;
δε ξέρουμε πια,
χάθηκαν όλα, λένε.
ή μήπως όχι ;

ΙΙΙ
Πάντα κάτι μένει

Να, δεν χάθηκαν όλα.
Είναι κι οι άνθρωποι,
που είναι τρυφεροί,
που κάνουν έρωτα,
που κρατιούνται απ το χέρι,
που αγκαλιάζονται,
που δακρύζουν απο ρίγη χαράς.
Είναι κι οι άλλοι,
αυτοί οι σκυφτοί στα λεωφορεία,
αυτοί που δεν φίλησαν ποτέ άλλο στόμα,
αυτοί που φοβήθηκαν να σέρνουν παντού το σώμα τους,
αυτοί που δε φωνάζουν,
που δεν αντιστέκονται,
αυτοί που υποφέρουν,
επειδή δεν θέλουν να υποφέρουν.
Αυτοί που δεν λυτρώνονται,
γιατί επέλεξαν τον φόβο,
για να μην χρειαστεί να λυτρωθούν ποτέ.
Είναι κι αυτοί οι συγκρατημένοι,
είναι εκείνοι οι ατσαλάκωτοι,
οι κηφίνες ρε παιδί μου,
οι κυριλέδες,
κι είναι κι οι γυναίκες τους,
οι φοβισμένες,
που ποίζουν, θαρρείς, έναν ρόλο,
της "Ωραίας" καταναλώνοντας αδηφάγα γόβες.
Μετά κοιμούνται στο κρεβάτι με τις γόβες
και τα ρούχα, γιατί φοβηθήκανε;
Κατάλαβες; 

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Mπρέχτ- Εγώμιο στην διαλεκτική


Το άδικο προχωράει σήμερα με βήμα όλο σιγουριά.
Οι καταπιεστές προετοιμάζονται για δεκάδες χιλιάδες χρόνια.Η βία εξασφαλίζει: Οπως ακριβώς είναι, έτσι θα μείνει.
Καμιά φωνή δεν αντηχεί έξω από τη φωνή των κυριάρχων
Και στις αγορές λέει η εκμετάλλευση αδιάντροπα: Τώρα
εγώ πρώτη ξεκινάω.
Μα κι απ' τους καταπιεσμένους λένε πολλοί τώρα:
Αυτό που θέλουμε, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει.
***
Οποιος ακόμα ζει, δε λέει: Ποτέ!
Το σίγουρο δεν είναι σίγουρο.
Οπως ακριβώς είναι, έτσι δε μένει.
Οταν πουν ό,τι είχανε οι κυρίαρχοι να πούνε
Θα μιλήσουνε οι κυριαρχούμενοι.
Ποιος τολμάει να πει: Ποτέ;
Ποιος φταίει, σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς.
Ποιος θα φταίει σαν η καταπίεση συντριβεί; Εμείς πάλι.
Οποιος γονατισμένος είναι, όρθιος να σηκωθεί!
Οποιος χαμένος είναι, να παλέψει!
Οποιος την κατάστασή του έχει αναγνωρίσει, πώς να εμποδιστεί;
Γιατί οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο
Και το Ποτέ γίνεται: Σήμερα ακόμα!».

Πηγή: ιστολόγιο: Kόκκινο πρωί 

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Για μια ζακέτα.

έχει ήδη φθινοπωριάσει.
ο ουρανός έχει συννεφιάσει.
Τα βράδια οι δρόμοι είναι άδειοι
κι η υγρασία με διαπερνά.
Ισως φταίει για την μελαγχολική μου φύση αυτός ο τόπος.

Φορώ την δική σου μπλε ζακέτα.
Είμαι τόσο αστεία μέσα σ΄αυτήν.
Είναι μακριά τα μανίκια της και μοιάζω με μωρό,
που έβαλε δανεικά ρούχα.
Τυλίγομαι μέσα στη ζακέτα,
όπως λίγο πιο πριν τυλιγόμουν στα χέρια σου,
για να ζεσταθώ.

Είναι φθινόπωρο.
τ αστέρια είναι τόσο μακριά,
είσαι ...είσαι εδώ,
τα παραπονα μου δεν άντεξαν,
ειπώθηκαν για άλλη μια φορά,
μα εσύ ήσουν πιωμένος
κι όλα σου φάνηκαν πιο γλυκά.
Πικρά που ήταν τα λόγια μου,όμως.

Προχωρώ με βήμα αργό,
αγκαλιάζω την ζακέτα σου,
την μυρίζω,
νομίζω πως είσαι μαζί μου.
Εκεί πάνω τρομάζω κι αποφασίζω πως πρέπει να σκοτώσω
ο,τι νιώθω.
Κι όμως, πάλι αγκαλιάζω την ζακέτα σου...
και σκέφτομαι πόσο γλυκά θα μπορούσαν να είναι όλα το χειμώνα,
παρέα με τις ζακέτες σου και τις ανάσες σου...

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Λόγια άλλων.

"Αμυρε,
δεν το ήξερες
πως ήμουν γυάλινη,
θα γινόμουν θρύψαλα,
πριν καν με αγγίξεις"

 Εχει μια τραγικότητα η ζωή αυτή, όταν την σκέφτεσαι και την αναλύεις πολύ. Γιατί ξέρεις πως η ζωή είναι η άλλη όψη του θανάτου. Εχω μια βαθιά συναίσθηση του τέλους μου, λοιπόν κι εγώ. Γι αυτό και τα λόγια αυτά- θραύσματα της ψυχή μου- κείτονται στα χέρια σου. Δεν είμαστε αιώνιοι και συ δεν θα υπάρχεις δίπλα μου ή απεναντί μου για πολύ. Ολα θα γίνουν στάχτη μια μέρα. ισως σου φαίνεται παράξενο, μα εγώ προετοιμάζομαι απο τώρα για το πικρό τέλος.
"Εκλαψα γι αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα"
Εχω γράψει επιστολές πολλές ως τώρα με παραλήπτη ή χωρίς. Το άνθος του εγωισμού, έχει αγκάθια, που δολοφονούν τα μικρά δάχτυλα του Ερωτα. Ματώνουν τα χείλη του και τσακίζουν τα βέλη του.
 Διαφέρω και πηγαίνω κόντρα στον κόσμο αυτό. Αλλάζω τη ρότα μου απ την αγέλη και το τιμημα μου, ξέρεις ποιό είναι ; Η πιο δική μου μοναξιά, το πιο μεγάλο γέλιο μέσα σ' αυτήν, την πιο δική μου κατάσταση. Εχω τη δύναμη να ξεπερνώ τα εμπόδια και ν' αντέχω. Σου μίλησα για τους άνδρες που πέρασαν, έστω αμυδρώς, απ την ζωή μου.Σημασία δεν έχει αν ήταν πολλοί ή λίγοι. Σημασία έχει πως κανείς δεν άφησε τίποτα, παρά ένα πικρό Αντίο, ειπωμένο απο εμένα ή απο εκείνους. Κανείς όμως δεν κατάλαβε ποτέ του. Κι εγώ που τόσο αναζητώ την κατανόηση και το μαζί του νου, ένα θα σου πω: Οποιος σε καταλαβαίνει, σε αιχμαλωτίζει. Απ' αυτή την άποψη λοιπόν, ας μη με καταλάβετε, για να 'μαι ελεύθερη μέσα στην μοναξιά που με ακινητοποιεί. Καμιά εμπάθεια, κανένα δάκρυ, καμιά απίτηση. όλα πικρά είναι. Δεν σου ζητάω τίποτα, γιατί δεν έχεις άστρα, να μου δώσεις.
 ΟΙ άνθρωποι σήμερα και πάντα απιλέγουν την μοναξιά μέσα στο ξύλινο κουτί που τους στενεύει. Φοβούνται την άφεση και γεμίζουν τις ζωές τους με άχρηστα, άχαρα ενδιαφέροντα. Εγώ δε θα τα κάνω, αρχίζοντας απο ' δω. Σήμερα τέλειωσε ο κόσμος, οι φωνές, οι θύελλες, οι έρωτες. Πάψαν όλα. Φθινοπώριασε κι η άνοιξη στέκεται αιώνες μακριά. Εστω.
Πότε πια θα πάψει το τέρας μέσα μου να με ωθεί στην τρέλα ; Σου μιλώ με γρίφους, σκέψεις άγνωστες για ' σένα, πτυχές μου ανεξερεύνητες.
Θα μπορούσαν αυτές να είναι οι τελευταίες λέξεις που σου γράφω.Ομως, δε θέλω να λέω μεγάλα λόγια. Οταν πια θα μαστε μακρινοί και ξένοι, να θυμάσαι απο μένα, πως οι άνθρωποι έχουν και ουσια και σημασία στις ζωές μας, ακόμα κι αν είναι προσωρινοί.
Οσο καθίκια κι αν είμαστε, έχουμε μια τρυφερή πλευρά. Απόδειξη ; Η πιο απλή, η πιο μεγάλη, η πιο αληθινή: Συνομωτούμε στον Ερωτα, την πιο μεγάλη στιγμή της δημιουργίας του κόσμου.
 Μη κοιτάς που σήμερα ο Ερωτας έγινε ξευτίλα, φθηνά πορνοπεριοδικά του περιπτέρου, καπότες πεταμένες στα πάρκα, σπέρμα ξοδεμένο για το τίποτα.
Μη κοιτάς που σήμερα δεν έχει καμιά σημασία ο Ερωτας για τους ανθρώπους. Τόσα έμαθαν, τόσα ξέρουν, τόσα λένε...
Κι όμως:
   Εν αρχή ήν ο Ερως.
Εν αρχή ην ο θάνατος.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Αιώνιος

"να, περάσαμε στην αιωνιότητα.
Γιατί αλήθεια πού αρχίζει η αιωνιότητα;;;
Απο ένα πάθος αρχίζει κι απο ένα πάθος τελειώνει.
Ολα αρχίζουν απο ένα πάθος, 
αιωνία σου η μνήμη λοιπόν, 
κι εσένα σου πρέπει μια αιωνιότητα, 
αφού αντέχουν οι δυνατοί σου ώμοι και την σηκώνουν.
Κι εμένα αιωνία μου η αιωνιότητα,
αιωνία μου τα πάθη, 
αιώνια γι αυτό στέκω.
τι αναρωτιέσαι ; 
Είμαι ατέλειωτη, μα όχι πλεονάζουσα. 
Είμαι ατέλειωτη κι αν σε προδώσω. 
Είμαι μήτρα, γεννάω Εσένα, τους άλλους, 
το αίσθημα, τα πάθη,
τα γεννάω Ο λ α. 
είμαι δημιουργός.. 
Σε γέννησα ή θα σε γεννήσω, 
θα δώσω πνοή στο γλυπτό σου, 
θα δώσω πνοή σ΄' ο,τι δεν βλέπεις, 
σ' ο,τι δεν νιώθεις. 
Θα σε κάνω λέξεις, 
θα σε κάνω αιώνιο, 
θα σε κάνω πάθος, 
θα σε κάνω αιώνιο. "

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Οι ωραίοι άντρες

Οι ωραίοι άνδρες περιφέρονται μόνοι
στους δρόμους και σκέφτονται τι έχουν να κάνουν την επόμενη στιγμή.
οι ωραίοι άντρες φοράνε κάθε πρωί τα πουκαμισα τους,
πάνε στα γραφεία τους,
γυρνάνε σπίτι μόνοι τους,
αποσώνουν τις μαγειρικές τους,
ανάβουν την τηλεόραση
και αποχαυνώνονται.

Οι ωραίοι άντρες στέκουν μόνοι
κι ανεξάρτητοι,
ανέγγιχτοι απ τη γυναικεία ιδιοσυγκρασία τους,
αυτή που φωλιάζει μέσα τους,
κι έχουν πείσει τον εαυτό τους
ότι είναι σκληροί.

Οι ωραίοι άντρες συγκινούνται,
καμιά φορά,
απο ωραίες γυναίκες,
καταφέρνουν να τις έχουν,
αλλά όχι να τις αγαπήσουν,
κι αν τις αγαπήσουν,
αυτές δεν θα το μάθουν ποτέ,
γιατί είναι σκληροί άντρες.

Οι ωραίοι άντρες δεν λοξοδρομούν απ την πορεία τους,
βαδίζουν μόνοι τελικά,
περιπλανιούνται όμως σε σωρό αγκαλιάσματα
και ξένα κρεβάτια, όποτε τους κάνει κέφι.

Οι ωραίοι άντρες μας πείθουν οτι δεν πονάνε
 παραμένουν μόνοι κι ανίκανοι για έρωτα.
Οι ωραίοι άνδρες είναι σκληροί
και στέκονται εγκλωβισμένοι μέσα στο πρότυπο ομορφιάς,
που τους επέβαλαν.

Αυτοί είναι οι ωραίοι άντρες,
θύματα του ναρκισισμού τους.

Κυριακή

Oταν τα παιδιά βγαίνουν από το πρωί και παίζουν μπάλα,
είναι Κυριακή.
Οταν οι γονείς πίνουν ζεστό καφέ μέσα στην φθινοπωρινή λιακάδα,
είναι Κυριακή.
Οταν μανάδες βγάζουν με τα καρότσια τα μωρά στον ήλιο,
είναι Κυριακή.
Κι όταν εσύ,μικρός πολύ κι αποκλεισμένος στο καρότσι σου,
σήκωσες τα μάτια ψηλά,
να δεις όλο το φως του κόσμου,
να το ρουφήξεις με το βλέμμα σου
και να περιεργαστείς τα κτίρια,
που πελώρια υψώθηκαν δίπλα σου,
ήταν Κυριακή.
 Τότε κατανόησες πόσο μικρός είσαι,
πόσο πελώρια είναι όλα,
αλλά δεν ήξερες πως όλα αυτά,
τα τέρατα εμείς τα δημιουργήσαμε,
και τώρα η πόλη με τα σπιρτόκουτα,
στέκεται, μας κοιτά, μας πνίγει
και μας καταβροχθίζει.
Σε καταβροχθίζει,
σήκωσε τα μάτια.
Κοίτα.
Κράτα μια θλίψη απο τώρα ως το αύριο,
ως το τέλος. 

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Ερωτική ιστορία

ο δρόμος ήταν βροχερός και γλιστρούσε.
γύρω η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να παγώνει.
Εκείνος καθόταν μόνος σ' ένα πεζοδρόμιο.
Χάζευε τα κίτρινα φώτα.
Ταξίδευε μακριά.
Εκείνη πέρασε απο μπροστά του,
έκανε το γύρω του θριάμβου.
Μόνο για 'κείνον.
και πότο τον ήθελε,
αλήθεια πόσο ;
Μα ΄΄αφηνε τα βλέμμα των άλλων
να πέφτουν πάνω στης,
πάνω στα μαλλιά της και στα πόδια της.
Πόσο τον μισούσε,
του έπαιζε ρόλους.
Εκείνη τόσο γυναίκα, λοιπόν ;
Κι ήταν μόνο για κείνον.
Ηθελε να τον συντρίψει με τα τακούνια της,
με την θηλυκότητα της,
να τον βασανίζει αλύπητα κάθε βράδυ.
Εκείνος την ακολούθησε.
Μετά ρούχα σωριάστηκαν στο πάτωμα.
Το πρωί είχε βγει ο ήλιος.
κανείς δε θυμόταν τίποτα.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

με αφορμή φωτογραφίες

Προς όλους:

Κοίτα, λοιπόν, τη νιότη μας.
τα προσωπά μας δες,
τι όμορφα που είναι,
αρυτίδωτα.
Κοίτα και τα κορμιά μας,
δυνατά, αντέχουν.
Κοίτα τα γέλια μας στη πορεία,
φέγγει ο κόσμος, όταν εμείς γελάμε,
κοίτα εκείνον τον αυθορμητισμό
και το πάθος.
Αστικοί κώδικες, άγχη για εξεταστική,
άγχος για το δυσοίωνο μέλλον,
έρωτες, ποτά και τσιγάρα,
πάρτυ ρεφενέ στα σπίτι,
εμπειρίες νέες.
Κοίτα, λοιπόν, τη νιότη μας,
κοίτα τι ξέγνοιαστα που μοιάζουν όλα,
τι κι αν εμείς σκοτεινιάζουμε ;
Κοίτα πως τρέχουμε στο μέλλον,
με ταχύτητα φωτός,
κοίτα το κόσμο,
γελάει.
Κοίτα τα σώματα,
μιλάνε.
Κοίτα λοιπόν τη νιότη μας,
γεύσου την όσο πιο πολύ μπορείς,
κι ας τους να λένε για μας.
Ας τους να μας κατηγορούν βολεμένους.
Ο ήλιος θα λάμπει,
έχουμε άστρο εμείς!
Εμείς μπορούμε,
θέλουμε και μπορούμε!
Είμαστε νέοι.
Γεμίσαμε έρωτες, λουλούδια, φθινόπωρα, μελαγχολίες,
αρώματα, πεσμένα φύλα.
Γερά μυαλά είμαστε:
Αντέχουμε!

Προς Ι.Σ

Κοίτα τη νιότη μου,
κι ασε με να παίζω σα μωρό με τα νερά της θάλασσας,
άσε με να τρέχω στη βροχή,
άσε με να υπερβάλλω,
Ασε με χαίρομαι και να κλαίω,
έτσι όπως εσύ δεν μπορείς...
Ασε με να υπάρχω έτσι,
μ'όλους τους πόρους του εαυτού μου.
Ασε με να μοιράζω ανάσες,
άσε με να μην συμφωνώ,
άσε με να σ' εμψυχώνω,
να μη σ' αφήνω να πέφτεις,
γιατί μπορώ.
Ασε με να πιστεύω στο σήμερα,
στο τώρα, μη μου ζητάς πίστωση χρόνου.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Μάθαινε

Mάθε απ' έξω ένα σωρό τσιτάτα μεγάλων διανοητών.
Μάθε απ΄έξω κι ανακατωτά την ποίηση,
αποστήθισε στίχους και γράψ' τους μου,
για να με εντυπωσιάσεις
Δεν θα τα καταφέρεις.

Μάθε ν΄ακούς τον ήχο της βροχής,
την ποίηση της φύσης,
την ποιήση απ τη βουή της πόλης.
Εντυπωσιασε με!
Ακου την ποίηση των καφενείων,
εκεί μιλούν οι άνθρωποι του μόχθου.
Ανθρωποι καθημερινοί σαν εσένα κι εμένα,
άνθρωποι που πασχίζουν για την ζωή
κι όχι για την επιβίωση.
Ακου τα δικά μου απλά λόγια,
έτσι όπως ξεφεύγουν μέσα απ΄το νου μου
και γράφονται στα χαρτιά αυθόρμητα,
σχεδόν με απειλούν να τα γράψω.
Μάθε ν' ακους την τρυφερότητα των ανθρώπων,
να βλέπεις κάτω απ τη μάσκα,
να βλέπεις βαθιά στα μάτια.
Εκεί στις ασβεστωμένες αυλές των επαρχιών,
στα μπαλκόνια-σπιρτόκουτα των μεγαλουπόλεων,
στους καυγάδες των οικογενειών,
στις φωνές των εραστών,
εκεί είναι όλη η ποίηση γεννημένη.

Κοίτα πως τρέχουν να προλάβουν τα αστικά λεωφορεία,
στοιβάζονται στη σειρά μ' ένα τσιγάρο στο χέρι και περιμένουν,
να πάνε για δουλειά οι εργάτες.
Μέσα στον κατακαλόκαιρο ιδρώτας τους βρέχει,
μα το χαμόγελο εκεί μένει,
υπάρχει και σου θυμίζει
πως γι αυτούς αξίζει να γράψεις ένα ποίημα.

Μάθε να κοιτάς τις εικόνες που ξετυλίγονται μπροστά σου:
τις σταγόνες της βροχής στο τζάμι του αυτοκινήτου,
τα χέρια που μπλέκονται χωρίς να το καταλαβαίνουμε,
τ' αστέρια που κρέμονται απ τον ουρανό,
την ηλιαχτίδα που φωτίζει το δρόμο
ή το πρόσωπο ενός όμορφου νέου.
Μάθε να γεύεσαι κάθε στιγμή,κάθε άρωμα
 και να παρατηρείς κάθε πουλί που έρχεται στην αυλή σου.
Ποιός ξέρει;
Ισως να 'ναι το τελευταίο,
η μόνη σου αληθινή παρηγοριά.


Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Εσύ έχασες...

Εσύ έχασες, μωρό μου,
και ξέρεις τι έχασες;
Την ευκαιρία να ανυψωθείς σε έμπνευση,
την ευκαιρία σου να μετουσιωθείς σε ποίημα,
σε γλαφυρές λέξεις.
Εχασες, μωρό μου, την ευκαιρία να θρέψεις τον ναρκισιμό σου
και να επιβεβαίωσεις το τσακισμένο κορμί σου,
τον καταπονημένο και συννεφιασμένο εαυτό σου.
Πώς σου φαίνεται ;
Θα πληρώσεις τώρα μόνος τα σπασμένα των επιλογών σου,
μόνος πάνω στο κρεβάτι σου, τις ώρες που θα βρέχει,
κι εσύ θα υποφέρεις, γιατί δεν υπήρξες ποτέ σίγουρος για 'σένα
και για το τι μπορείς να κατορθώσεις,
υπο την μόνη προϋπόθεση οτι θα το ποθήσεις αρκετά.
Εχασες,μωρό μου, την πρώτη σου ευκαιρία,
να σε λατρέψουν και να σε θαυμάσουν,
όσο κανείς ποτέ δεν έκανε.
Εχασες κι άλλα:
 έχασες αυτό που τόσο γυρεύεις,
την επιβεβαίωση οτι κι εσύ αξίζεις,
οτι κι εσύ ανήκεις εδώ και σ' αποδεχόμαστε,
έτσι ακριβώς, όπως είσαι.
Εχασες κι άλλα:
Την ευκαιρία να χαζεύεις την βροχή με παρέα,
κι η παρέα αυτή να μένει σιωπήλη,
αλλά παρ' αυτά να καταλαβαίνει τι σκέφτεσαι.
Τώρα είμαι σίγουρη,
πληρώνεις τα λάθη σου,
κάποια στιγμή θα μετανοιώσεις για την αρνηση σου αυτή,
όταν δεν θα 'χεις απο πουθενά να κρατηθείς,
όταν οι  άνθρωποι θα σ' εγκαταλείψουν
κι εσύ θα κείτεσαι κουφάρι μέσα στο παιδικό σου δωμάτιο
και θ' αναρωτιέσαι:
"Τι έζησα; " κι η απάντηση θα 'ναι "όμοιες μέρες, συμβατικότητες"

Εχασες κι αλήθεια στο λέω, λυπάμαι γι'αυτό.
Σε λυπάμαι, γιατί ίσως να μην γνώρισεις και ποτέ,
τι σημαίνει αυτή η  στοργή:
 να είσαι έμπνευση του άλλου,
ενώ εγώ το γνώρισα κάποτε, ξέρεις.
Μια φορά κι αρκεί για πάντα.
 

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Οίκτος.


Πόσο την λυπήθηκε, αλήθεια, αυτή κι άλλες τόσες ομοιές της.
Κάποτε την αντιπαθούσε, γιατί έμοιαζε αυταρχική και δολοπλόκα.
τώρα ξεχειλίζει απλά ο οίκος απ τα σπλάχνα του.

Η καημένη, σαν παλιάτσος περιφέρεται σε διάφορες συναναστροφές,
κάνει πιόνια της όσους κι όσες μπορεί.
Τις κάνει ξανά φτηνές attraction για τα αντρικά βλέματα,
και τους άλλους θαρρεί πως μπορεί να τους γοητεύσει,
επιδεικνύοντας μια δήθεν θηλική ομορφιά,
την οποία  νομίζει πως έχει.
κι έτσι γίνεται αστεία, καθώς περιφέρεται με τα κοσμηματα της
και με ύφος της μοιραίας γυναίκας,
ενώ εμείς γελάμε εις βάρος της.

Κι είναι αλήθεια καταστροφική,
το ξέρει.
Γελάει σαρδόνια
και χαίρεται,
γιατί μόνο έτσι μπόρεσε να επιβληθεί στους ανθρώπους,
με τη δολοπλοκιά, την θυματοποιηση του εαυτού της,
την δική της καλυμένη φτήνια,
αυτή που βρίσκεται κάτω απ το πετσί της.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Mαθαινες-Χορχέ Λουις Μπορχές

Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις

Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη

Και ότι, αλήθεια, αξίζεις

Και μαθαίνεις… μαθαίνεις

…με κάθε αντίο μαθαίνεις

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Τα οκτώ γράμματα

Τα οκτώ γράμματα του ονοματος Σου:
οι οκτώ παιδικές μου αναμνήσεις,
οι οκτώ παιδικές μου ψευδαισθήσεις,
κατασκευάσματα του μυαλού μου.

Το οκτώ γράμματα σμιλεμένα
και καλλιγραφικά γραμμένα,
σ' ένα χαρτί λευκό κάποτε,
κίτρινο σήμερα.

Το οκτώ γράμματα του ονοματος Σου:
οι οκτώ μετρημένες πληγές μου,
κι άλλες τόσες παρατεταγμένες σ' ατέρμονη γραμμή.

Τ΄ ονομα Σου:
μια ιστορία,
μια παραπλάνηση,
ένα παραμύθι.
Σε περιέχει τ΄ονομα σου,
εσένα κι όλους τους εαυτούς σου.

Τα οκτώ γράμματα του ονοματός Σου:
γραμμένα στην άμμο κάποτε,
τώρα το κύμα έσκασε,
τα έσβησε.

Τα οκτώ γράμματα του ονοματός Σου:
Εσύ ολόκληρος,
ζωγραφισμένος σε σχήματα παραλαγμένα.

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Αντρας.

Θέλω έναν άντρα να ' χει μπέσα ρε παιδί μου,
να μη λέει πολλά λόγια,
αλλά αυτά που λέει να τα εννοεί.
Θέλω έναν άντρα να 'χει προσωπικότητα,
να μη συμφωνεί μ' ο,τι του λέω,
απλά για να με κολακέψει
και να μη διαφωνεί μαζί μου,
επειδή θέλει να παίξει με το νευρικό μου σύστημα,
αλλά επειδή όντως διαφωνεί.
Θέλω έναν άντρα που να 'ναι άρχοντας,
να μην είναι μίζερος,
να ξέρει να γλεντάει,
να ξέρει να χαίρεται τη ζωή του
και να μελαγχολεί τις ώρες που θέλει.
Θέλω έναν άντρα με Α κεφαλαίο,
που θα ,' αντιμετωπίζει σαν άνθρωπο πρώτα,
όχι σα γκομενάκι.
Εναν άντρα να μ΄εκτιμάει και να τον εκτιμάω,
έναν άντρα που θα 'ναι τρελός,
που θα κάνει την υπέρβαση,
που θα βγει στο λιμάνι,
επειδή έτσι του αρέσει
και δεν θα σκεφτεί τι πρέπει,
που θα υπακούει στο συναίσθημα κι όχι στη λογική,
έναν άντρα παρορμητικό.
Εναν άντρα που θα 'ναι πολιτικοποιημένος,
που θα ξέρει τι θέλει απ τη ζωή του ή έστω απο μένα,
έναν άντρα που δεν θα μου δίνει αναφορά για το τι κάνει
και δεν θα απαιτεί κι απο μένα να του δίνω.
Εναν άντρα που θα 'ναι αυθύπαρκτη ύπαρξη
και δεν θα θέλει συνέχεια να του κάνω τη ψυχολόγο.
Θέλω έναν άντρα που να καταλαβαίνει,
χωρίς να του λέω πολλά.
Θέλω έναν άντρα που να θυσιάζει τα πάντα για τον έρωτα.
Εναν άντρα που θα υπερβάλει και που θα ΖΕΙ ιστορία,
για όσο καιρό κρατάει, έστω και για μια μέρα,
και που δεν θα αναρωτιέται γιατί και πώς και πόσο για ν'αρχίσει κάτι.
Θέλω έναν Αντρα ξηγημένο, με μπέσα, που θα διεκδικεί αυτά που θέλει στη ζωή του,
που θα διεκδικεί αν θες, την ιδια τη ζωή.
Θέλω έναν άντρα που θα με γουστάρει άβαφη,
που θα κοιτάει κάτω απ' τα φτιασίδια και τις μάσκες,
έναν άντρα που θα κοιτάει τα μάτια μου και θα ξέρει τι νιώθω.
Θέλω έναν τρελό, έναν παρανοΪκό, που θα μεθάει και θα έρχεται μαζί μου,
και δεν θα έχει μια συστολή μη μου πει ασυναρτησίες,
θέλω έναν άντρα που δεν θα βολεύεται με τα κόκαλα που του πετάει το κωλοσύστημα,
έναν άντρα που να τιμάει τα παντελόνια του κι ο λόγος του να ναι σπαθί.
Θέλω έναν άντρα να με γουστάρει, έτσι αυθεντική, όπως είμαι,
κι όχι στημένη.
Θέλω έναν άντρα που ν' αγαπάει τη θάλασσα, τον ήλιο, την κάθε ομορφιά πάνω σ' αυτή τη πλάση,
έναν άντρα ρομαντικό κι όχι μαλάκα κι αναίσθητο,
έναν άντρα που δεν θα φοβάται να τσαλακωθεί,
έναν άντρα που δεν θα μου ασκεί κριτική για τις υπερβολές μου.
Θέλω έναν άντρα που δεν θα θέλει να μου επιβάλει τις αδυναμίες του,
αλλά θα τις ξεπερνάει και θα κάνει την δική του προσωπική επανάσταση.
Θέλω έναν άντρα που να μη φοβάται τη ζωή,
που να ζει σαν να μην υπάρχει αύριο,
έναν άντρα που να μην είναι χριστιανός,
αλλά φιλήδονος, εραστής του Ωραίου.
Θέλω έναν άντρα που να μη ρωτάει πώς και γιατί,
να μην τον νοιάζουν οι πρώην.
Θέλω έναν άντρα που να πιστεύει στον εαυτό του
και να πιστεύει και σε μένα.
Θέλω έναν άντρα να με νοιάζεται και να τον νοιάζομαι,
Θέλω έναν άντρα που να τον θαυμάζω και να με θαυμάζει,
κι όχι να προσπαθεί να μου πάρει τον "τσαμπουκά".
Θέλω έναν άντρα που θα ζει τις συντριβές του στο έπακρο
κι όταν τον πληγώνω να μου το λέει,
αλλά να μη κλαίγεται σαν γκόμενα, μίζερα και μοιρολατρικά,
αλλά αντρίκια, περήφανα, έναν άντρα που δεν θα κολώσει να κλάψει μπροστά μου,
χαριζοντάς μου αυτή την θαυμαστή στιγμή αδυναμίας του κι εγώ να ' μαι εκεί,
για να του σταθώ.
Θέλω έναν άντρα να κάνει Ερωτα πρώτα με τη ζωή και μετά με τις γυναίκες.
Θέλω έναν άντρα να 'ναι πολύ άντρας, ρε παιδί μου,
να χει φιλότιμο, λόγο και μπέσα.

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Αύγουστος.

Ο Αύγουστος ήρθε. 
 Ηρθε μαζί με την πανσέλληνο,
τις μπύρες στην παραλία,
τα φορητά ραδιόφωνα,
τις ατάκτως ειρημένες σκηνές στο ΣεΪτάνι,
τις πέτρες της παραλίας που σου τρυπάνε τις πατούσες,
τα μελτέμια και τις θάλασσες τις αγριεμένες.

Ο μήνας των αμπελιών είναι εδώ,
τα σταφύλια κείτονται έξω απ την ένωση Αμπελουργών
και μυρίζουν κάτι παράξενο,
που εμείς το λέμε "σπιρτάδα".
Εποχή της ανθοφορίας του βασιλικού
μέσα στους τενεκέδες.
Τα καλύβια κόσμο θα γεμίσουν,
για να περιποιούνται οι εργάτες-αμπλελουργοί τ' αμπέλια.

Στο Μπάλο, ανάμεσα απο τις κορφές του Κέρκη,
θα ξεπροβάλλει ένα κόκκινο φεγγάρι
και θα περνάς απο τα βράχια,
νομίζοντας πως βρίσκεσαι στο διάστημα.
Θα μαγευτείς απ' αυτή τη νύχτα.
Θ' ανοίξεις το παραθυρό σου και θα κοιτάζεις
τα φώτα της μικρής σου πόλης,
αμυδρά να φωτίζουν
μπροστά στο μεγαλείο της σελήνης.
Οι ελάχιστοι τουρίστες
θα κοιτούν εντυπωσιασμένοι γύρω-γύρω,
αυτή τη νύχτα,
μοιάζει να βγήκε απο το ποίημα του Σολωμού
και να σου μια Φεγγαροντυμένη θα περνάει
απ το μυαλό του καθενός,
για να τον σώσει απο την αιώνια ανθρωπινη καταδίκη της μοναξιάς.

Θα στέκει έρημο το νησί,
σαν μια βραχονησίδα ακατοίκητη,
στη μέση του Αιγαίου,
με τα τριζόνια να γεμίζουν τα βράδια.
Ενίοτε τα τζιτζίκια θα τραγουδούν τον έρωτα τους.
Θα διακόπτεται το τραγούδι τους απο τα ελάχιστα περαστικά τροχοφόρα.
 Η νύχτα θα κατηφορίζει, μαζί με το Φεγγάρι,
το καφενείο της πλατείας θα γεμίσει,
και τα καραφάκια θα έρχονται άδεια,
για να φεύγουν γεμάτα.

Το καράβι ερχόμενο απο τον Πειραιά,
θα σφυρίζει την άφιξη κάποιων ξένων.
Στο λιμάνι θα αναμένουν ματαίως κόσμο,
για να κάνουν τζίρο μεγάλο.
Τα δύο-μπαρ-μπαλκόνια θα παίζουν Rihana και Πάολα
και τα φώτα θα ζαλίζουν, μαζί με την ηχορύπναση.
Οι σύλλογοι στα χωριά θα οργανώσουν πανηγύρια
κι όλα θα κυλάνε ήμερα.
Ημερα και βίαια παράλληλα,
σαν μια παράτονη μπάντα,
που σε ξυπνάει Κυριακή πρωί.


θα περάσει κι αυτός ο Αύγουστος, 
χωρίς καμιά απόχρωση, 
θα έχει και μια ανάμνηση παλιά, 
σαν ξεθωριασμένο κόκκινο μαντήλι στα μαλλιά, 
κι εσύ θα περιμένεις ξανά τον έπομενο Αύγουστο,
κοιτώντας τα καράβια στο μουράγιο να αναχωρούν.
Θα περάσει κι αυτός ο Αυγουστος, 
έτσι μόνος κι αβοήθητος, 
σαν άντρας που σ΄ ερωτεύτηκε,
κι εσύ τον απέρριψες. 
Θα τελέψει ο μήνας ετούτος, 
κι εσύ θα κοιτάζεις ακόμα το δρομάκι
να εξαφανίζεται μέσα στο φως του καυτού ήλιου. 



Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Ιδια.

θα είναι όλα τα ίδια ξανά. 
Τι περίμενες, ηλίθια ; 
Οι ίδιοι βαρετοί άνθρωποι, 
τα ίδια, τα θλιβερά ίδια μέρη,
οι ίδιες κουβέντες, 
η γκρίνια πάντα ίδια,
η μιζερια πάλι ίδια, 
τα λεφτά δεν θα φτάνουν, 
τα ποτά επίσης δεν θα φτάνουν,
κάποιοι θα πηδιούνται παραπέρα, 
αφού μεθύσουν, 
κάποιοι θα στρίβουν χόρτο
και θα χάνονται στα ροζ σύννεφα,
ενώ εκείνος θα μου λέει οτι θέλει να πάει στο 
Αμστερνταμ με αντροπαρέα
και θα ονειρεύεται ξεσαλώματα,
που δήθεν τάχα μου δεν μπορεί να ζήσει εδώ. 
κι εγώ θα γελάω, 
λες και το ξεσάλωμα έχει τόπο. 
Εφευρίσκουμε πάντα έναν τόπο ως ιδανικό για όργια,
για μεθύσια και δεν μαζεύεται. 
Τελικά πάμε και δεν γίνεται τίποτα απ 'όλα αυτά,
για τον απλό λόγο οτι αν δεν τα ζεις στο τόπο που είσαι,
δεν τα ζεις ποτέ. 
Μ' εκνευρίζει που οι άνθρωποι συγχέουν τις περιοχές με την ελευθερία
και κακώς όλοι πέφτουμε στη λούμπα. 

Ολα τα θα ναι τα ίδια, 
τι περιμένεις ηλίθια; 
Αυτός θα κάθεται στον καναπέ
και θα καπνίζει στριφτά, 
απ αυτά που εγώ τον έμαθα να στρίβει, 
θα λιώνει το ήδη άχρηστο μυαλό του στην τηλεόραση, 
και θα βλέπει την Χ τηλεπερσόνα, 
ενώ ονειρεύεται να τη γαμήσει. 
Μετά θα τυλιχτεί στο ροζ του σύννεφο περί ιδανικής γυναίκας,
κι άλλες τέτοιες πίπες εμπριμέ. 
Μετά σου λέει οτι οι άντρες δεν είναι ρομαντικοί.
Αντε γεια κι εσύ. 

Ολα θα ναι τα ίδια, 
οι γκόμενες θα γκρινιάζουν πάντα για τα νύχια τους, 
θα βλέπουν πάντα TV και θα θέλουν να γίνουν όλες Μενεγάκη
ή Παπουτσάκη. 
Για τους γκόμενους πάντα αυτό θα είναι ευκταίο 
και πάντα θα ψάχνουν μια γκόμενα-βιτρίνα για τους φίλους τους. 
Οι γκόμενοι πάντα θα λένε οτι γαμήσανε παραπάνω γκόμενες
και θα τις βγάζουν και θεές, για να κάνουν φιγούρα. 
Κι οι γυναίκες πάντα θα 'ναι καημένες, ζητώντας ασφάλεια, 
αναζητώντας το υποτιθέμενο ισχυρότετο αρσενικό,
για να αναπαραχθούν. 
οι άντρες πάντα θα ναι κάφροι  και συντηρητικοί, 
πάντα θα θέλουν να λένε "μαλάκα, η γκομενα μου το ένα, το άλλο" 
και να χαίρονται. 
ΟΙ άνθρωποι πάντα θα είναι μαλάκες,
τι περίμενες ηλίθια ; 

Ολα θα ναι τα ίδια. 
Θα κατεβαίνει ο κόσμος στο κεντρό στην Αθήνα
και θα ζητάει τα κεκτημένα του. 
Απ αυτούς οι πιο πολλοί θα ναι και καλά επαναστάτες,
απ αυτούς με το μαλλί και το μούσι, 
που ρίχνουν γκομενάκια στις πορείες. 
Οι άλλοι μισοί θα ναι εργάτες, 
ανθρωποι του μόχθου. 
Οι μπάτσοι θα πετάνε χημικά,
για να σπάνε τις αντιδράσεις. 
Θα εκδίδονται νόμοι-μαντώματος-εκφοβισμού
του λαού. 
Το ΚΚΕ πάντα θα βρίζει την ΕΕ, 
ο Τσίπρας πάντα θα μας τα μασάει
και θα λέει οτι τον βολεύει, σαν καλός σπεκουλάτορας που είναι. 
Οι διανοούμενοι θα μιλάνε πάντα αφού έχουν κυρωθεί τα Μνημόνια
και θα λένε για την Αντισυνταγματικότητα τους. 
Ο  πρώην πλέον φίλος μου ο στρατόκαυλος θα συνεχίσει να είναι μαλάκας και χσυσαυγίτης,
αφού έμπλεξε με τους χακήδες-αγράμματους. 
Ολα είναι ίδια, 
τι νόμιζες ηλίθια ; 

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Κομοτηνή~μια άλλη όψη.

H πόλη το χειμώνα συννεφιάζει,
είναι σαν να τη λησμόνησαν όλοι
και μόνο η βροχή τη θυμάται.
Ξυπνάει, ανοίγει τα μάτια της,
αλλά τα βλέπει υγρά,
την σκεπάζουν τα βαριά σύννεφα,
το κρύο είναι τσουχτερό,
κοιτάζει εμάς απο απόσταση,
με κείνο το φθονερό ύφος της,
γιατί να ζούνε;
Κι έτσι μας εκδικείται,
ανάβει τα κίτρινα φώτα της στην Βενίζελου,
αυτή που τόσες φορές μας μέθυσε με τα καμωματα της,
ζηλεύει που εμείς εκεί ζούμε και δεν το βάζουμε κάτω.
Κι ετούτη την πόλη την αγαπήσαμε κάποτε κι εμείς.
Ομως, μας ξέχασε, κι εμείς πάλι ξεχαστήκαμε στην αγκαλιά της,
λες κι είναι έρωτας ζωής.
Την βρίσαμε, την αποπήραμε,
μα εκεί καταλήξαμε πάλι,
εκεί στην απαίσια ασφαλεια της,
στα ίδια μέρα, στα ίδια θλιμμένα κι απελπισμένα μπαρς,
που μας καλούν να ακουμπήσουμε όλο μας το πόνο
και να τον μετατρέψουμε σε αλκοόλ.
Είναι τα ίδια μπαρς, που πριν κανα χρόνο και βάλε,
γνωρίσαμε τους φίλους μας, τους ανθρώπους μας,
αυτούς που μας πικράνανε και μας κανάνε να κλάψουμε
για εκείνο που δεν ελπίζαμε ποτέ,
οτι δηλαδή καμιά φορά στη ζωή,
υπάρχουν κι άνθρωποι που σ΄ αγαπάνε έτσι, χωρίς όρους.
Είναι τα χρόνια μας αυτά, τα φοιτητικα μας,
που νιώθω πως κοντεύουν να περάσουν,
και στη σκέψη αυτή δακρύζω.
Είναι τα χρόνια μας, τα πιο καλά μας χρόνια,
τα εικοσι μας χρόνια, που θυσία τα κάνουμε σ'αυτή τη πόλη.
Πόσο μελαγχολική αυτή η πόλη,
ολόκληρη είναι ένας χωρισμός,
ένα τελευταίο φιλί,
κι ύστερα, μια νοσταλγία.
Σαν να σε ειρωνεύεται αυτή η πόλη,
το κάθε της σοκάκι σου σκάει ένα σαρδόνιο γέλιο,
ένα "καλά να πάθεις", σαν να σε εκδικείται,
σαν εραστής που τον απάτησες.
Αυτή η πόλη, σαν ανέραστη γυναίκα,
σου ρουφάει το αίμα,
όσα κι αν της δώσεις πάντα θέλει κάτι παραπάνω,
γυρεύει να σε εξουθενώσει,
στιγμή δεν σ' αφήνει να χαλαρώσεις,
να ευχαριστηθείς,
πάντα σου πετάει και μια θλίψη στο πιάτο,
"πάρε να χεις σου λέει",
κι ύστερα σου ανάβει τα κίτρινα φώτα στη Βενιζέλου,
κι εσύ περπατάς μεθυσμένος,
απο το κρασί ή απο τα φώτα ή απο την ατμόσφαιρα,
δεν ξέρεις.
Αφορμές πάντα έχει για σε κάνει να νιώσεις τον ρυθμό της,
τον δικό της γριζο ρυθμό,
αυτόν που σου βάζει το μαχαίρι στο λαιμό,
κι ο,τι κι αν κάνεις δεν θα γλυτώσεις ποτέ.
Οσο μακριά κι αν πας, την αναζητάς,
τι κι αν κάθε πρωί με το ζόρι ανοίγεις το παράθυρο ;

Είναι αυτή η πόλη που δεν σ'αγκάλιασε ποτέ,
δεν ήταν ποτέ φιλόξενη στη χαρά,
μόνο σε μεγάλες θλίψεις,
άνοιξε τις ποδάρες της,
χωρίς αιδώ και φειδώ.
Ναι, είναι καριόλα,
σε καταδυναστεύει,
δε σ'αφήνει να χαμογελάσεις,
μόλις σε δει,
έρχεται εκεί,
στέλνει τους γνωστούς συνομώτες της,
τα φώτα της,
να σου θυμίζουν πως ο,τι ζεις
είναι ψέμα,
είναι προσωρινό,
είναι σαν να κάνεις έρωτα μ'έναν άγνωστο για ένα βράδυ,
και ξέρεις, οτι το πρωί, όλα θα ναι τελειωμένα,
και θα φροντίσεις να έχεις φύγει νωρίς νωρίς,
μη ξημερώσει και χρειάζονται εξηγήσεις.
Ετσι κι η πόλη αυτή,
σαν μια γυναίκα της βραδιάς,
ξελογιάστρα, με τα κραγιόνια της και τα χρυσαφικά της,
σαν άντρας μελαγχολικός στέκεται και σε κοιτάζει,
και ληγόνεται,
και θέλει κι άλλο,
κι άλλη ζωή, κι άλλο κορμί,
αχόρταγη στέκει,
έτοιμη να μας κατασπαράξει,
να μας χώσει βαθιά στα σκέλια της,
να μη ξεφύγουμε απο αυτή.
Εχει το τρόπο της η καριόλα,
μας βουλιάζει,
μας λησμονεί,
μας φτύνει,
αλλά στο κάθε βλέμμα που μας ρίχνει,
θέλουμε να γυρίσουμε πίσω,
σαν άντρα που ερωτευτήκαμε πολύ.




Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

ανάπηρη ελληνική κοινωνία.

Αντί να πεις τα σύκα, σύκα ,
και τη σκάφη, σκάφη, 
κρύβεσαι, για να έχουν οι άλλοι καλή γνώμη για σενα.
Γιατί σ' αυτό το χωριό,
μη νομίζετε, 
όλα συμβαίνουν, 
χασίσια σε στενά,
γαμήσια σε παραλίες, 
οικογενειακοί τσακωμοί, 
εκτρώσεις,
παιδιά γεννημένα εκτος γάμου,
όλα αυτά που η κοινωνική ηθική 
αποδοκιμάζει. 
Κι έτσι οι καημένοι, 
προτιμούν να κρύβονται πίσω απ το δαχτυλο τους, 
ενώ όλοι οι υπόλοιποι ξέρουν. 
Και μοιάζει γελοίο και προσποιητό,
ανάπηρη ελληνική κοινωνία. 
Ανάπηρος κόσμος, ηλίθιος.
Πόσο τους σιχαίνομαι, 
πόσο τους βαριέμαι. 
Και το χειρότερο,
όλα αυτά δεν συμβαίνουν μόνο σ αυτό το αποκομμένο νησί, 
αλλά παντού συναντώ κόσμο να ζει για τον κόσμο. 
Και τελικά, τι σε νοιάζει η κοινή γνώμη ; 
Αντε να γαμηθούν οι κοινοί,
μας ενδιαφέρει η γνώμη ανθρώπων που εκτιμάμε,
και προσωπικά δεν εκτιμώ και πολλούς,
ούτε 10 απ' όσους έχω γνωρίσει ως τώρα στη μικρή ζωή μου.