Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

αγγελακας

Με σκαλίζεις σαν ξερό χωράφι
Κι ό,τι σάπιο κι άχρηστο βρίσκεις το αγαπάς
Το χρυσάφι μου το πετάς στα σκουπίδια
Αναλογίζομαι την ώρα που θα φεύγεις
Νομίζοντας πως πήρες ό,τι ήθελες να πάρεις
Δίχως ποτέ να σου περάσει απ’ το μυαλό
Πως πήρες ό,τι σου άξιζε να πάρεις

απροσδιόριστο

"κι εγώ μια θλίψη που ζητώ για να με σημαδέψει,
τα μάτια να μου κλέψει,για πάντα πριν χαθώ. "
Θλιμμένο το βλέμμα σου σήμερα, χαμένο μέσα στα όνειρα σου,
αυτά τα μικρά όνειρα που αντέχεις να ονειρευεσαι.
Να ένας λόγος που δεν αντέχεις τους ανθρώπους που ονειρεύονται μεγάλα όνειρα.
Δεν είσαι ικανός να νιώσεις ούτε να δεις ούτε να αγγίξεις τον οποιονδήποτε.
Αγγίζεις μόνο τον εαυτό σου κι αυτόν με φόβο και άρνηση.
Φοβάσαι να αγγίξεις αυτά που νιώθεις, προτιμάς να τα κρύβεις βαθιά μέσα σου.
Ουσιαστικά δεν νιώθεις.
Γινεσαι ένα ατσάλι.
Εξαϋλώνεσαι και χάνεσαι.
Χανεσαι μέσα σε χρώματα, τα πιο μαύρα χρώματα που μπορεί κανείς να δει με τα μάτια.

Μουσική, ακούς μουσική.
Μόνο που δεν ακούς ρυθμούς, δεν ακούς ήχους, δεν ακούς τίποτα, παρα μόνο νότες.
Νοτες...
Υπάρχουν, ξέρεις, πολλά είδη μουσικής.
Της καρδιάς, της ψυχής, της ζωής, του φθινοπώρου.

Βέβαια, εισαι θλιβερός, επειδή δεν μπορείς να πάρεις τίποτε στα σοβαρά.
Υπάρχει κάτι πιο θλιβερό απο αυτό ;

2
Υπηρξες ποτέ μελαγχολικό άτομο ; Υπήρξες ποτέ υποκειμενο μου ;
Αναρωτιέμαι, επειδή κάθε φορά αλλάζεις πρόσωπα.
Δεν σε καταλαβαινω.
Απροσδιόριστο υποκειμενο, χαμένο, μακρινό
Ζεισ κάπου στον πάγο ή στην φωτιά ;
ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΑ. Πίνεις παραισθησιογόνα. Είμαι σίγουρη γι αυτό.
Μου χτυπάς το κουδούνι και καμιά φορα σ ανοίγω την πόρτα.
Αλλες φορές πάλι δεν σ ανοίγω, σου κρύβομαι, αλλά αναρωτιέμαι ποιό είναι το προσωπο σου.
Αν καμιά φορά σ' ανοιξω έρχεσαι και με κατατρως, με κατασπαράζεις ή με βιάζεις.
Αλλες φορές πάλι έρχεσαι και με χαϊδεύεις. Μου φέρνεις ποτά και τσιγάρα.
Με γεννάς ξανά απ την αρχή και με σκοτωνεις. Δεν ξέρεις τι θες, αλλά παρ όλα αυτά, εγώ σε
χρειάζομαι, ακόμα κι αν με σκοτώνεις, ακόμα κι αν με πονάς ή με ποτίζεις δηλητήριο.
Σε χρειάζομαι. Εισαι σαν τα τσιγάρα μου. Σε χρειάζομαι και κάποτε είσαι κοντά μου, άλλοτε πάλι δε σε βρίσκω, αν και σε ψάχνω απεγνωσμένα.

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

πεθαίνω σα χώρα, Δ.Δημητριάδης.

« (…) “… Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Γράφω σ’ εσένα γιατί μαζί ποθήσαμε να είναι γόνιμα αυτά τα σπλάχνα, κι αυτός ο πόθος μάς ένωσε νύχτες και νύχτες… και σ’ άλλες ώρες της μέρας, όταν ξαφνικά γινόταν ένα θαύμα και ξεχνούσαμε τον τρόμο που έτρεχε στους δρόμους καθώς μες στις φλέβες μας… τα εφιαλτικά δελτία ειδήσεων που μας εμπόδιζαν ακόμα και να κοιταζόμαστε… διαβασμένα από θεότρελους εκφωνητές… τα ουρλιαχτά που σκέπαζαν ακόμα και τις σειρήνες των ασθενοφόρων… Ποτέ δε θα το πίστευα πως η ανθρώπινη φωνή μπορεί να φτάσει σε τέτοια ύψη… να είναι τόσο απύθμενη… να προκαλεί τόση αναστάτωση με την επιβολή της… Τέλος πάντων, ποτέ δε συνήθισα τους ανθρώπους αλλ’ αυτό είναι μια άλλη μου αναπηρία. Βιάζομαι τώρα να σου πω μερικά πράγματα κι αυτά τα λόγια θα είναι και τα τελευταία που θα ’χεις από μένα. Μισώ αυτή τη χώρα. Μου έφαγε τα σπλάχνα. Μου τα ’φαγε. Τη μισώ. Ναι, τη μισώ, τη μισώ. Δεν μπορεί μια γυναίκα να ζήσει με τέτοια σπλάχνα μέσα της. Όσο το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να ξεράσω τον ίδιο τον εαυτό μου. Νιώθω σαν ξέρασμα. Μπορεί και να ’μαι. Μια γυναίκα… δεν είναι σα μια χώρα που αξιοποιεί τα ερείπιά της, τους τάφους της… που τα ξεπουλάει όλα για εθνικό συνάλλαγμα… ζώντας απ’ αυτά. Εγώ δε θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέτρες στα νεφρά μου και τα ’χει ρημάξει, έχει μαγαρίσει όλες τις πηγές απ’ όπου θα ’τρεχε το γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες στις φλέβες μου και μου ’χει σαπίσει το αίμα, έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει απ’ τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή, τα ήθη της μου ’χουν σμπαραλιάσει τα πνευμόνια, η ιστορία της με κάνει να τρέμω συνεχώς ολόκληρη σα να έχω προσβληθεί από την πάρκινσον, ο πολιτισμός της μ’ έχει ξεπατώσει, μ’ έχει ξεθεώσει, δεν πάει άλλο, η θέση της η γεωγραφική είναι το άσθμα μου, ολόκληρο το σχήμα της άλλοτε απλώνεται πάνω στο σώμα μου σα γιγαντιαίος έρπης ζωστήρ και με τρελαίνει… κι άλλοτε παίρνει τη μορφή τσουγκράνας και μπήγεται στα μάτια μου, τεράστιας βελόνας και μου τρυπάει το κρανίο, βράχου ολόκληρου που κρέμεται από την άκρη των μαλλιών μου και με παρασέρνει σε μια θάλασσα πικρών δακρύων… κι όλο νιώθω στον τράχηλό μου το ζυγό της κι όλο δένει τη γλώσσα μου το τραύλισμά της κι όλο μου φέρνει κρύα ρίγη η χυδαιότητά της… η προσήλωσή της στα φαντάσματά της, οι υπεκφυγές της, οι αντιγραφές της, τα φρακαρισμένα της μυαλά, τα πτώματά της, τα κιβούρια της, τα εγκλήματά της… Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δε μ’ αφήνει πια ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε… όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απ’ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή… Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μ’ έχεις αφήσει χωρίς ζωή… Κι εσύ δεν μπορείς. Μ’ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει, δεν μπορεί πια ο σπόρος σας να πιάσει… δε θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας… Το παλιογύναικο. Ένα θα ’θελα, να την είχα μπροστά μου και να την έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Αχ, θε μου, να μπορούσα να τη σκοτώσω.

Κατάφερε οι δολοφόνοι της να φτάσουν ως τις μήτρες μας και να τις σκάψουν σαν τάφους, τα γουρούνια, τα γουρούνια, είν’ όλοι τους γουρούνια, από ποιον ν’ αρχίσω και σε ποιον να τελειώσω, όλοι τους δολοφόνοι, όλοι τους, αυτοί με κάνουν να νιώθω την ανάγκη για το πιο μεγάλο έγκλημα, για μια ατέλειωτη σφαγή, ατέλειωτη σφαγή… αχ, πώς αντέχουμε δω μέσα, πώς δε μας τρελαίνει ακόμα αυτή η παλιοσκύλα, αυτή η γκαρότα, αυτό το στραγγουλατόριουμ, σωστή αγχόνη… με τους επίσημους μαχαιροβγάλτες της που βγάζουν επίσημους λόγους σ’ επίσημες τελετές μπρος σ’ επίσημους μαχαιροβγάλτες… Ο κάθε πόρος της είναι και μια τσέτα, κάθε γωνιά της κι ένα λάζο, κάθε χιλιοστό της και μια τσάκα, είναι γεμάτη ξόβεργες θανάτου και κοφτερούς σουγιάδες, άντρο φονιάδων, απατεώνων και ηλιθίων, λημέρι άναντρων γαμιάδων κι ανίκανων σωματεμπόρων, μας πατάει το κεφάλι μέσα στα σκατά της, μας δίνει λυσσασμένες κλωτσιές στ’ αρχίδια, μας λιώνεις, μωρή, μας στραγγίζεις, μας ρημάζεις, μας διχάζεις, μας πνίγεις, μας καταδικάζεις, μας πεθαίνεις, μας πεθαίνεις, σκρόφα, ξεπουλημένη, μολυσμένη, ψειριάρα, φαρμακοδότρα, φιδομάνα, λύκαινα, γύφτισσα, αιμομίχτρα, που όλο μαϊμουδίζεις και παπαγαλίζεις, κατσικοπόδαρη, δίσεχτη, κακορίζικη, δε σε μπορώ, δεν τη μπορώ, τη δολοφόνα, την παιδοκτόνα, τη ζαβή, τη χολεριασμένη, τη στραβοκάνα, τη ζαβή, το τσόκαρο, την παλιόγρια, την παλιόγρια, που κακό χρόνο να ’χει, δεν αντέχω πια τίποτα δικό της, τίποτα, τίποτα, τη μισώ, τη μισώ, αχ, αχ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ, θα πεθάνω, τέρας, και θα εξακολουθώ να σε μισώ, ναι, το μίσος βράζει μέσα μου, θέλω να γράψω τους ανάποδους ύμνους απ’ αυτούς που γράφτηκαν ως τώρα γι’ αυτήν, λέξη προς λέξη να την τουφεκίσω και να την παραχώσω σα σκυλί με τα ίδια μου τα χέρια… Δεν είμαι πια γυναίκα… Ούτε κι εσύ πια είσαι άντρας… Μας τα πήρε όλ’ αυτή… Τι θα μείνει όμως απ’ αυτήν χωρίς εμάς; Τι θα είν’ αυτή όταν δεν θα ’χει μείνει τίποτ’ από μας;… Το χώμα της έχει πάρει το σχήμα μου… Το σώμα μου έχει πια τις διαστάσεις της… Έχω μέσα μου τη μοίρα της… Πεθαίνω σα χώρα…” (…) »

Κατάληψη

Τελευταία όταν πηγαίνω και κοιτάω το προσωπο μου στον καθρέφτη μου, τρομάζω.
Τα μάτια μου είναι μόνιμα κόκκινα και ξεθωριασμένα. Τα μαγουλα μου έχουν κιτρινίσει κι ο Πασχαλης μου λέει πως έχουν φανεί οι γωνίες του προσώπου μου, επειδή, ΛΕΕΙ, αδυνάτισα αρκετά απο πέρσυ. Αυτό το τελευταίο ίσως είναι το μαναδικό ευχάριστο.
Επίσης, ζαλίζομαι συνέχεια και βήχω,προφανώς επειδή βγαίνω έξω λουσμένη και ιδρωμένη μόνιμα. Τελοσπάντων. Αχρηστες περιγραφές της αθλιοτητας μου.

Κανονίζω συνέχεια. Πρόβλημα αυτο. Χτυπάνε τηλέφωνα για καφέδες και ούζα και φίλοι που θέλουν να με τρέξουν στο γιατρό για αιματολογικές εξετάσεις. γιατί λέει δεν έχω σίδηρο.
Ολοι ρωτάνε πως είμαι. Καλά ειμαι, απλά έχω κουραστεί.

Εγινε κατάληψη στην σχολή μετά απο 2 Γενικές Συνελεύσεις.Τα καταφέραμε, ναι. Ωστόσο, δεν θα ξαναγίνει κατα πάσα πιθανότητα κατάληψη, διότι μερικοί άνθρωποι είναι ηλίθιοι και έχουν ένα δίλλημα ανούσιο"Εξεταστική ή αντίδραση ; " . Πληγώνομαι απο τον κόσμο συλλήβδην. Ζουμε μια τρομοκρατική επίθεση στα κεκτημένα μας και αντί ως δεκαεννιάρηδες, να αντιδρούμε, μιλάμε για το σύστημα, σαν να είναι κάτι αυθαίρετο και μακρινό, που μας υποτάσσει. Είμαστε μέρος του ΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ. Συνεπώς, δεν νοείται να σκυβεις το κεφάλι και να εκτελείς εντολές. Πώς μας έκαναν έτσι ; Πληγώνομαι απο αυτές τις καταστάσεις.
νιώθω πως δεν ανήκω πουθενά και πως παντού και πάντα θα περιττεύω, αν είναι δόκιμο το ρήμα.
Μιλάνε για μια κατάληψη που ήταν μέσα 20 άτομα, άνθρωποι που την ψήφισαν να γίνει. Κι όμως, αυτοί που διαμαρτύρονται, δεν ήταν εκεί. ΟΧΙ, δεν ήταν. Διάβαζαν για την εξεταστική τους, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σώσουν το τομάρι τους. Σκέψη και πράξη πρέπει να ταυτίζονται, όμως. Ετσι τα έμαθα εγώ. Ετσι τα ξέρω. Πάντα απόλυτη και ίσως απογοητευμένη απ τους ανθρώπους. Πήγαινα κι εγώ στην κατάληψη, όχι τα πρωινά, ναι ντροπή μου, μα δεν μπορούσα να σηκωθώ απ το κρεβάτι μου, αν και κοιμάμαι λίγες ώρες τελευταία, εξού κι η αθλιότητα της εμφανισης μου. Πήγαινα κι ήμουν μόνη, γιατί οι φίλες μου είχαν δουλειές.λογικές ανάθεσης. οχι, δεν είμαι ενταγμένη κάπου. .Δεν ξέρω αν οι παραταξιακοί ελπίζουν πως θα οργανωθώ και δεν ξέρω αν με βλέπουν σαν μια όρθια ψήφο.Θέλω να πιστέψω πως ετούτοι διαφέρουν απ τους άλλους, πραγματικά σ αυτούς θέλω να ελπίζω. Αλλά επειδη με τις ελπίδες εγώ δεν τα πάω καλά,προσέχω για να έχω.
Εχω γνώμη και την υποστηρίζω εμπράκτως. Διαφορετικά εγώ δεν θα κοιμόμουν ήσυχη. Και τελικά, είναι αυτό που λέει η μάνα μου, οτι δηλαδή αν είσαι σωστός, κοιμάσαι ήσυχος. Αυτή είναι η μόνη ανταμοιβή, άλλη μην περιμένεις. Εξάλλου μας λένε και χαζούς και κορόιδα και τρομοκράτες. Πληγώνομαι απ αυτούς, πληγώνομαι.
Πεταμένες ιδέες στο πάτωμα και μια νεότητα που την αρνιέσαι, καθώς το αίμα σου εκεί που βράζει, του ρίχνεις νερό και το σβήνεις. το χείριστο είναι όμως, οτι δεν βράζει καν.
πότε θα ξυπνήσει το αίμα σου ;
είμαι αστεία, το ξέρω. είμαι ρομαντική, επίσης το ξέρω. είμαι ΜΟΝΗ, το ξέρω. Μα δεν μπορώ να παραιτηθώ. ΟΧΙ δεν τ αντέχω. Δεν θα με συγχωρήσω ποτέ. Φοβάμαι, μην συμβιβαστώ.
Ξέρω πως... "πάει αυτό ήταν, χαθηκε η ζωή μου μέσα σε κίτρινους ανθρώπους..." Ε και τι να γίνει ; Αν οι γύρω σου είναι τέρατα, δεν πρέπει να τους χαρίσεις ένα τριαντάφυλλο; δεν πρέπει να προσπαθείς για την μερωμα τους ;
Η αγάπη ημερεύει τις ψυχές, η αλήθεια όμως τις αγριεύει, γιατί είναι σκληρή.

Εχω χαθεί μέσα μου και γράφω αδιακόπως. Ονειρεύομαι ασταμάτητα. Ονειρεύομαι όλα αυτά που φοβούνται οι άλλοι να ονειρευτούν. Μόνο που δεν μ αρέσει μόνο να ονειρεύομαι, θέλω να αρχίσω να πράττω. Κι αν θες να αλλάξεις κάτι, δεν πρέπει πρώτος ΕΣΥ να κάνεις την διαφορά; Πώς θα απαιτήσω εγώ να είναι οι γύρω μου να συμπεριφέρονται λογικά και πολιτικά σωστά όταν εγώ η ίδια συμπεριφέρομαι ασυνεπώς; Βέβαια, ψιλά γράμματα, που λέει κι η μάνα μου. Ναι, εγώ στα ψιλά γράμματα σκάλωνα πάντα, γι αυτό κι απογοητεύομαι εύκολα.
"Ψαχνεις ψύλους στ' άχυρα", μου λέει ένας φίλος μου. Μπορεί, μα υπάρχουν ελπίζω ψύλοι, αλλά δύσκολα τους διακρίνεις μάλλον.

Η εθνική κατήφεια εξαπλώνεται σαν καυσαέριο στον αέρα.
να βάλουμε μάσκες για να προφυλαχτούμε, δεν γίνεται.
πρέπε να επιβιώσουμε μέσα στο μολυσμένο περιβάλλον, αλλά να μείνουμε αλώβητοι.
πώς ;
Αμ πώς ; αυτό αναρωτιέμαι. Απογοητεύεσαι, αλλά η απογοήτευση δεν πρέπει να γίνει ΚΡΑΥΓΗ;;; Ε;;;;;

Εγώ και οι απορίες μου... αχ... Σ έναν ιδεατό κόσμο οι ανθρωποι είναι ΑΝΘΡΩΠΟΙ, οχι τερατα με μορφή ανθρώπινη.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

"Πάνω κάτω σε μια αχόρταγη χώρα,πληγώνομαι απ αυτή πληγώνομαι"

Γδέρνεις
με τα νύχια σου
το σωμα σου,
για να ματώσεις.

Σε καταστρέφεις
και πάνω που λες να πάψεις,
ξανακυλάς.
Ακόμα μια φορά, έλα, μόνο ακόμη μία
και κάθε φορά λες τελευταία.
Μα έρχεται η επόμενη.

πιο χαμηλάαα... κύλα κι άλλο.

σουτ.
μίλα πιο σιγά.
Σουτ.
Μας ακούνε.
Οχι μην εξάπτεσαι.
Σ ακούνε.
ΣΚΑΣΕ.

Ελα, αφού γδέρνεις το τομάρι σου ασταμάτητα,
ασε τις ειρωνίες.

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

" Θα αλλάξουν τα πράγματα". Ετσι λένε μερικοί και το πιστεύουν ελπίζοντας χωρίς δράση.
Φαυλοκρατία της Ελπίδας, που λέει κι η Δημουλά. Ελπίζεις χωρίς να κινητοποιείσαι, απλά κοιτάζεις ένα ηλιοβασίλεμα και σκέφτεσαι οτι κάποτε θα μπορείς να το κοιτάζουν ολοι στον κόσμο με ευτυχισμένο βλέμμα, χωρίς να μελαγχολούν, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με την σαπίλα.
Μονο που μύρισε σάπιο κρέας του συστήματος.

Αλλοι πάλι λένε οτι "δεν αλλάζουν τα πράγματα ο,τι κι αν κάνουμε" .
Απόδειξη οτι το σχολείο, οι γονείς μας, τα ΜΜΕ, η καθεστυκυία τάξη μας έχει ποτίσει με ηρεμιστικό και γερνάμε, γερνάμε κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, κάθε φορά που δεν ονειρευόμαστε, κάθε φορά που κάνουμε πίσω πεπεισμένοι πως όλα είναι νομοτελειακα.
Ε ΟΧΙ. Δεν ανέχομαι να γερνάω και να σαπίζει το τομάρι μου, όταν είμαι στα 19 μου.
Δεν μπορώ αυτό το καζάνι αίματος που βράζει μέσα μου, να το κατεβάσω απο την φωτιά.
Γιατί τότε, πες μου εσύ, τι μου έχει μείνει;
Αν τώρα δεν πιστέψω, σε κάτι καλύτερο, τότε πότε;

Κι απ΄την άλλη έρχεται η λογική, ίσως η λογική του παραλόγου, να μου κόψει τα φτερά.
Ερχεται εκείνο το μελλοντικο είδωλο,το 50χρονο μέσα στον καθρέφτη μου, να με τρομάξει. Είναι ένα απαράδεκτο εξευτελιστικό είδωλο που φοράει ταγέρ, ξεπουλάει τα ονειρα του και τα φρονηματα του, για να πετύχει, για να επιβιώσει κι όχι για να ζήσει. Φοβάμαι, γιατί αμα σε πάρει η καρμανιόλα, πάει, χάθηκες.
Και φοβάμαι μην πω... "Πάει αυτό ήταν. Χάθηκε η ζωή μου μέσα σ ανιστόρητους συμβιβασμούς".

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ιδεατός κόσμος.

σ' έναν ιδεατό κόσμο οι νέοι εξεγείρονται.
Σ έναν κόσμο στα ονειρα μου ακόμα καίει η φωτιά κι ακόμα ο αέρας σαρώνει τα πάντα στο περασμα του.
Σ'έναν ιδεατό κόσμο ο έρωτας είναι ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ με κεδροφόρο αποτέλεσμα.
Σ' έναν ιδεατό κόσμο οι άνθρωποι έχουν ομορφιά κι όχι "ομορφιά" .
Σ'έναν ιδεατό κόσμο τα παιδια παίζουν στις αλάνες κρυφτό κι όχι ηλεκτρονικά.
Κι όμως, φτιάξανε πραγματικότητες, αρτιότητες σπασμένες.