Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Σύστημα

" όταν συνηθίσεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις"


Ο άνθρωπος συνηθίζει καταστάσεις.
Συνηθίζει το αποτρόπαιο θέαμα στα νοσοκομεία.
Συνιθίζει τους χτυπημένους ανθρώπους  που είναι μελανοί από τους μώλωπες.
Αν εκθέσεις τον εαυτο σου μία μέρα σ ένα νοσοκομείο,
τότε στο τέλος το θέαμα δεν θα φανεί καθόλου σκληρό.
Θα είναι για σένα μία συνηθισμένη εικόνα.
Καμία αίσθηση  σπαραγμού δεν θα σου γεννιέται.

Και την ανθρώπινη φύση, η οποία ανοσοποιείται  σε ερεθίσματα δια της έκθεσης, την ξέρουν καλά όλες αυτές οι εξουσίες, που κρατούν ρομφαία πάνω στο κεφάλι μας.
Καθημερινά μας εκθέτουν στην ανεργία, στην φτωχοποίηση, στον ανελέητο ατομισμό,
σε εικόνες αστυνομικής βίας, σε φαιδρές εκπομπές όπου διάφοροι αγράμματοι αρθρώνουν λόγο πολιτικο.
Και κάπως έτσι ο άνθρωπος  παύει να οξύνει το νου του και
μυείται στην αυτοταπείνωση και στην αυτολύπηση.
Γίνεται όμως ένα καλό ρομπότ, ένα καλό στρατιωτάκι,
που εκτελεί εντολές δίχως καμία ικανότητα σκέψης,
δίχως ίχνος συναισθήματος.

Εσύ πόσο ευέλικτος έγινες σήμερα  ;

Διαπιστωσις.

Εχω υποκύψει στην αμαρτία.
Κι είμαι βουτηγμένη ως το λαιμό σ΄ αυτήν.
Κι ούσα αμαρτωλή ουδεμία σωτηρία διαβλέπω.
Ούτε πια και την ελπίζω.
Έτσι κι αλλιώς η χώρα μου πια είναι η έρημος.

Ο χρόνος κυλάει:
Άλλοτε γρήγορα,
Άλλοτε νωχελικά.
Δε συνειδητοποιώ πια τις εποχές.
Εξάλλου δύο εποχές ήξερα μόνο:
Με έρωτα και χωρίς έρωτα.
Τώρα σιγουρότατα διανύουμε την εποχή της τραγωδίας.
( είτε με έρωτα, είτε και χωρίς έρωτα).

Αβυσσαλέα Απώλεια, τι να μ' έμαθες άραγε;

Υπουλη είναι η μοναξιά,
στα τάρταρα του κόσμου σε ρίχνει.
Kι η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.

Συν-ουσία.

Πορνογραφία, σημαίνει  συνουσία
Συνωμοσία στο φως των αστεριών"
Αρης Δαβαράκης

Συνουσία: Συν και ουσία.
ΤΙ όμορφη ελληνική λέξη.
Αλήθεια, δεν είναι υπέροχη ;
Να δίνεις απλόχερα την ουσία σου,
να απολαμβάνεις την ουσία του άλλου.
Κι αυτές οι δύο ουσίες να υπάρχουν έστω για μία στιγμή ταυτόχρονα
στον κόσμο αυτόν.
Κι είναι η μοναδική στιγμή που συνενώνονται οι ανθρώποι,
που δύο μικρόκοσμοι συναντιούνται,
ώστε να καταρρίψουν τον Θάνατο,
και να γεννήσουν μία Ζωή.
Θαυματουργική είσαι, Φύση!
Κι έχεις τον τρόπο Σου, Eσύ,
την ευτυχία να προσφέρεις.

Ανεπίδοτη Επιστολή

Αγαπητέ Βασίλιεφ,
Βασίλιεφ Κάρλοβιτς,

Σας γράφω ακόμα μία επιστολή που δε θα διαβάσετε ποτέ. Βασίλιεφ, συγχωρέσετε μου ετούτη την κρυψίνοια και την εσωστρέφεια, αλλά τολμώ να πω ότι φαίνεστε ασταθής ως προς τα συναισθήματά σας για μένα. Παίζετε, θαρρώ, το παιχνίδι των κυνηγών του δάσους. Με κυνηγάτε κι όταν πιαστώ και υποκύψω στις παγίδες σας, τότε με αιχμαλωτίζετε για λίγο, για τόσο όσο χρειάζεται, ώστε να μου ρίξετε τις αντιστάσεις, κι ύστερα πάλι μ' αφήνετε ελεύθερη. Κι έπειτα εσείς ξεκινάτε για άλλον έναν περίπατο κυνηγιού.

Θα αναρωτιέστε βέβαια ποιο το είδος της παγίδας που χρησιμοποιείτε. Μα κύριε Καρλοβιτσ, δεν είμαι ανισόρροπη. Κοιτάξτε το πρόσωπο σας στον καθρέφτη και  θα αντικρίσετε καθαρά τις δύο δόλιες παγίδες σας να φεγγοβολούν μέσα στο σκοτάδι του δωματίου σας.
Τα μάτια σας, το κορμί σας και συλλήβδην η ύπαρξη σας μαγεύονται από το παιχνίδι της διεκδίκησης, Κυριεύεστε από τη μαγεία που προσδίδει στη ζωή σας η κατάκτηση. Κι όμως συνεχίζετε αυτό το ανόητο ειδύλλιο μαζί μου. Ω, ναι! Μη θυμώνετε, Βασίλιεφ! Γνωρίζω ότι κι εγώ έχω συναινέσει σ' αυτήν την ερωτική ασάφεια, καθώς εμμένω στην άποψη μου περί ελευθερίας, αντιεξουσιαστικής υπόστασης των αισθημάτων και έλλειψη κτήσης σε ξένα κορμιά. Οσο περιπλανιέστε εσείς, Βασίλιεφ, άλλο τόσο περιπλανιέμαι κι εγώ στον κόσμο των σωμάτων.

Όμως, μάλλον το ταξίδι μετατρέπεται σε μία παρόμοια και κοινότοπη διαδρομή. Εχει χάσει πλέον το στοιχείο του αιφνιδιασμού και τα συναρπαστικά τοπία έχουν πια εκλείψει: Γύρω ήρεμες λίμνες ή θάλασσες που ουδέποτε φουρτουνιάζουν, βαρετά σπίτια, χλιαρά κρεβάτια. Μοιάζουν όλα να κινούνται στον ρυθμό της αέναης επανάληψης. Κουραστικός είναι ο ρυθμός της μονότονης μουσικής.
Ωστόσο, η μουσική του κορμιού σας αντηχεί σαν τους ήχους της πιο καλά προετοιμασμένης κλασικής ορχήστρας. Περιέχει μελωδίες που διαφέρουν μεταξύ τους, ήχους φερμένους από μία άλλη γη.

Λοιπόν, Βασίλιεφ, ακούστε:
Άνυδροι και ανήλιαγοι χειμώνες πέρασαν για μένα. Κρύα Κυριακάτικα πρωινά, αδέσποτες νύχτες δίχως θέρμη καμία ή  και άλλες με ημίθερμα αισθήματα. Βαδίζω βυθισμένη στη θλίψη, αναμετρώντας αναμνήσεις από την εποχή που οι κοιλάδες ήταν εύφορες και η άνοιξη έφερνε μαζί της εξαίσιες μυρωδιές. Τόσος καιρός επέρασε που η καρδιά έχει σφραγιστεί και το δέρμα μου πια δεν αντιδρά. Μόνο η ομορφιά Σας, Βασίλεφ, αποτελεί παυσίλυπο. Ω, Ναι! Η ομορφιά Σας, Βασίλιεφ, μπορεί να με σώσει από την κόλαση και να με ωθήσει στον Παράδεισο.

Μόνο η ομορφιά σας θα μπορούσε να αναστήσει την δύσμορφη καρδιά μου. Κι εσείς, βέβαια, δεν αντιλέγω. Μου προσφέρετε το βλέμμα σας, τα λεπτά σας χέρια, τα μεγάλα μάτια σας κι όλο ετούτο το κορμί, το καμωμένο από αγγέλους. Ωστόσο, Βασίλιεφ, δεν είστε γενναιόδωρος μήτε σε κορμί μήτε και σε αίσθημα. Ας είναι! Παρ όλα αυτά σας ευχαριστώ που θεραπεύετε, έστω  και προσωρινώς, ετούτη τη μελαγχολία.

Σύνθεσις

Έχεις την κατάλληλη δόση κυνισμού:
Αποτελείσαι από αδιάφορα στην τρυφερότητα κύτταρα.
Γνωρίζεις μονάχα τη λαγνεία.
Αδηφάγα ρίχνεσαι στην πάλη των εραστών.
Άπιαστος κι αδέσποτος,
πουθενά δε προσφέρεις τη καρδιά σου.
Μονάχα τη τέχνη σου απλόχερα χαρίζεις.

Έχεις όλα τα χαρακτηριστικά του ερωτεύσιμου τέρατος.
Είσαι άλλος ένας άνθρωπος έτοιμος να με κατασπαράξει,
για να ικανοποιήσει τις εγωιστικές του επιθυμίες.
Όμως, αυτή τη φορά δε θα υποκύψεις, Σώμα.
Μην αυτοεξαπατηθείς για άλλη μία φορά.

Προτροπή.

Συγκρατήσου, είπα, Σώμα.
Δεν είναι καιρός για καινούριους κατακλυσμούς,
μήτε για νεοφερμένα δάκρυα
μήτε για νέες πληγές.
Εχουμε αλλάξει εποχή, είπα, Σώμα.
Συγκρατήσου.

Τώρα είναι της σποράς ο καιρός
κι όχι του θερισμού η εποχή.
Τώρα πια χρόνο δεν έχεις για άλλες καταστροφές,
ούτε απόθεμα δύναμης αρκετό έμεινε στις αποθήκες Σου.
Την τυφλή σου υποταγή ζητάω, Σώμα,
στην ιέρεια της Λογικής.

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Καταχωρήθηκε: Μη απεσταλμένα.

Iωάννη   Σ. Σταματίου
άλλοτε Winnie,
άλλοτε ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ,

 Σήμερα ήταν  ένα  συνηθισμένο μουντό πρωινό Δευτέρας, σαν όλες τις Δευτέρες: Βαρετό και ασφυκτικό. Τακτοποιούσα χαρτιά, όταν είδα στο γραφείο ένα αρχείο από το Σύστημα Ελληνικών Διατριβών. Και τότε μου ήρθε η ιδέα να ψάξω το δικό σου έργο και προς μεγάλη χαρά μου το βρήκα. Το άνοιξα. Στην πρώτη σελίδα έστεκε μία παράγραφος από τον Τρυποκάρυδο του Τομ Ρόμπινς. Θυμάμαι εκείνο το βιβλίο. Σου το είχα δώσει εγώ. Μου το είχε προτείνει κάποτε ένας φίλος.
-Λι Τσέρι, έλεγες, έλα να σ' αγκαλιάσω. Τρυποκάρυδε, έλεγα, στις διαταγές σας. -
Τα συναισθήματα μου ήταν ανάμεικτα. Ενιωσα απερίγραπτη χαρά για σένα. Το όνειρο σου πραγματώθηκε επιτέλους μετά από τόσους κόπους,  μετά από τόσες αγωνίες, από τόσα ξενύχτια, μετά από τόσους προβληματισμούς και ερωτήματα.- SDE μωρό μου, SDE σου έλεγα. Γελαγα μαζί σου και με τις εξισώσεις σου. Συνεχώς σε πείραζα κι εσύ, αγάπη μου, γελούσες δυνατά κι ύστερα μ' αγκάλιαζες- , Μόνο εγώ ξέρω εκ βαθέων τις ανησυχίες σου και τις αγωνίες σου, καθώς γνωριστήκαμε εκείνον τον λαμπερό Αύγουστο που θα γινόταν για σένα η αρχή της ακαδημαϊκής σου τίνι τρόπω καριέρας κι εμένα η αρχή της γυναικείας μου ζωής. Εύχομαι και ελπίζω, όταν θα διάλεξες τον Τομ Ρόμπινς για προοίμιο να σου πέρασαν έστω για μία στιγμή από το νου τα μάτια μου, αυτά που τόσο θαύμαζες άλλοτε. - Αλλά τα πίκρανες και κλαίνε-
Η χαρά με πλυμμυρισε. Χάρηκα ολότελα για Σένα, κι ας με σημαδεύεις ακόμα. Η ζωή θα πρέπει να σταθεί γενναιοδωρη μαζί σου, επειδή το αξίζεις. Το αξίζουν οι καθαρές καρδιές σαν Εσένα. Δεν έχω γνωρίσει άλλον ανθρωπο  πιο αθώο, πιο καλόκαρδο και πιο γλυκό από εσένα. Η παιδικότητα σου πρέπει να αμειφθεί. Εύχομαι μόνο να παραμείνεις για πάντα ένα ψηλό, ξανθό παιδάκι, με αυτά τα αθώα μάτια και το αθώο γέλιο σου. Εύχομαι πόρτες να ανοίξουν και στις Ευρώπες και στις Αμερικές και στις Κίνες κι οπου άλλου θες, αγάπη μου.  Εύχομαι Να πιάνεις μολύβι και να ΄γράφεις θεωρήματα, να γεννάς ιδέες ενδιαφέρουσες, να ευοδωθούν τα όνειρα σου, αγάπη μου.
Τόσα συνέβησαν αναμεταξύ μας. Κι όμως, όσες κουβέντες βαριές κι αν είπα, Σ' αγαπησα και Σ' αγαπάω ακόμα με έναν τρόπο, γιατί εύχομαι τα καλύτερα για εσένα.
Μα η χαρά αντικαταστάθηκε με νοσταλγία, θλίψη και πόνο στο αντίκρυσμα της διατριβής σου. Συνέβησαν τα καλύτερα για σένα κι εγώ δεν ήμουν εκεί να χαρώ μαζί σου. Μου αφαίρεσες το δικαίωμα να μοιραστώ την χαρά σου. Θα έβαζα τα καλά μου, θα πήγαινα κομμωτήριο και θα φούσκωνα από περηφάνια. Δικαιωματικά, θα έπρεπε να με καλέσεις. Γιατί όσα χρόνια μελετούσες ήμουν εκεί κάπου κοντά σου. Σε βρήκαν, αγάπη μου, τα όμορφα κι εγώ έλειπα. Κι αυτό με πόνεσε.
Ασε όμως όλα τα θλιβερά.
Περήφανη είμαι για σένα, αγνή μου ψυχή και βιβλική μου μορφή.

Σ' αγαπώ, να προσέχεις.

Υ.γ Θέτω το όνομά Σου στο κείμενο, μήπως και googlarωντας το δεις και το διαβάσεις.
Κι αν το διαβάσεις ετούτο το γράμμα, άφησε ένα μονάχα σημείο ζωής.

Υγ 2 . Θα σε θυμάμαι πάντα με αγάπη. Και πόνο. Αντίο.

Πάντοτε Δική Σου,
 Ρόρη  ή
αρκουδάκι.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Στους απόκληρους.

Τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου τραβιούνται στους ψυχιάτρους,
παίρνουν ψυχοφάρμακα ή ναρκωτικά  ή το ρίξανε στο αλκοολ.
Οι πιο καλοί μου φίλοι δεν αντέξανε το κόσμο αυτό, που μια για πάντα έχει εκδιώξει την ευαισθησία.
Οι καλύτεροι μου φίλοι ακροβατούν ανάμεσα στον θάνατο και στη ζωή.
Ξυπνάνε κάθε μέρα, για να πεθαίνουν κάθε βράδι από τις καταχρήσεις.
Οι καλύτεροι μου φίλοι ζητάνε ένα χέρι να τους σηκώσει από το βούρκο,
ζητάνε μία αγκαλιά για να νιώσουν ασφαλείς μέσα της .
Αντί αυτής τρύπια χέρια τους αγγίζουν,
τρύπιες καρδιές τους πλησιάζουν.
Αδειάσανε από όνειρα, αδειάσανε από στόχους.
Λιώσανε μέσα στη θλίψη, μέσα στην παράφορη εξάρτηση τους.
Στοιβάζονται στα συσσίτια, γιατί δε βρήκαν καμία δουλειά της προκοπής.
Οι απόκληροι βλέπετε, εξ ορισμού ζουν στο περιθώριο.

Οι καλύτεροι μου φίλοι δικάζονται στα πλημμελειοδικεία για κλοπές ευτελούς αξίας,
επειδή κλέψανε πακέτα από τσιγάρα και ουίσκια από τους μεγαλοεπιχειρηματίες,
επειδή είναι παράνομοι. Ετσι ,λεει, ο εισαγγελέας. Είναι, λεει, παράνομοι και τιμωρούνται για εγκλήματα που τέλεσαν από δόλο.
Κύριε Εισαγγελέα, σκέφτηκες ποτέ τι θα γινόσουν χωρίς  τη μάνα  σου και πατέρα σου; Χωρίς ανθρώπους να σε στηρίζουν; Χωρίς χαρά; Το σκέφτηκες ποτέ ; Ψιλά γράμματα. Φουσκώνεις μέσα στο σακάκι σου και στη σφιχτή σου γραβάτα . Δε σε απασχολούν οι τσαλακωμένοι. Δεν είναι αθώοι. Πληρούν ποινικές υποστάσεις εγκλημάτων του ποινικού κώδικά.
Γιατί ο ποινικός κώδικας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τον εξαθλιωμένο;
Οι νόμοι σας είναι μόνο για τους ισχυρούς.
Κι οι λοιποί ανυπεράσπιστοι πολίτες σέρνονται στα δικαστήρια
κι έχουν δήθεν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Και ύστερα ας συζητήσουμε για τον δήθεν νομικό μας πολιτισμό.

οι καλύτεροι μου φίλοι δεν αντεξαν την πραγματικότητα που τους επέβαλαν: Δουλειά, σπίτι, συμβατικές σχέσεις για να μη παραμείνεις μόνος στα γέραματα, τέχνη με δόσεις κάθε σαββατοκύριακο για να είναι και καλλιεργημένοι και να  μπορούν να σταθούν σε μία συζήτηση.
 Οι φίλοι, βλέπετε, παρα ήταν τρυφεροί, παρά ήταν ρομαντικοί, κι η πραγματικότητα σκληρή, πεζή και ανυπόφορη.
οι καλύτεροι φίλοι μου ερωτεύτηκαν παράφορα, αλλά ο έρωτας τους έληξε με άδοξο τρόπο. Τους παράτησαν γυμνούς στην άκρη του δρόμου. Πάνω που πίστευαν ότι θα κάνουν λίγο πιο υποφερτή τη ζωή του με κάποια παρέα, πάνω που είχαν πιστέψει ότι καποιες φορές η ζωή είναι καλύτερη από τις παραισθήσεις τους. Πάνω εκεί τους εγκατέλειψαν όλοι. Πετάχτηκαν στους δρόμους, γιατί δεν είχαν για το νοίκι. Οι φίλοι τους ξέχασαν, γιατί γίνανε φορτικοί σ αυτούς ή γιατί δεν άντεχαν να τους βλέπουν να καταστρέφονται.
Τους έχουμε ξεχάσει κι εμείς, ακόμα κι εγώ που τώρα γράφω γι αυτούς. Τους κοιτάζω στα πεζοδρόμια, τους προσπερνάω με παγερό βλέμμα και δεν δίνω καμία σημασία. Μόνο κάποιες φορές περνάνε από το μυαλό μας περιστασιακά.
οι καλυτεροι μου φίλοι, δεν είναι πιο φίλοι μου.
Εχουν εξαυλωθεί.
Είναι κλεισμένοι στα ψυχιατρεία κι αν δεν είναι κλεισμένοι εκεί μέσα, παραληρούν ελεύθεροι πάνω σε κρεβάτια άδεια ή πάνω σε μπαρ γεμάτα με διάφορους άλλους ανθρώπους μόνους. Οι καλυτεροι μου φίλοι βρίσκουν συνεχώς ερωτικούς συντρόφους της δεκάρας, ίσα ίσα να περάσει η βραδιά τους.
Οι καλύτεροι μου φίλοι φαίνονται σαν όλα αυτά τα παρεξηγημένα κορίτσια με τα εξτένσιον και την πλατίνα ή σαν εκείνα τα αγόρια με τα φαρδιά ξεσκισμένα παντελόνια και τα μακρια μαλλιά. Οι καλύτεροι μου φίλοι είναι απόκληροι. Δεν τους θέλει κανείς. Ούτε κάν εγω. Γι αυτό ζουν μέσα στην απέραντη μοναξιά.
Κι όμως ήταν καλά παιδιά  ρε γαμώτο.





Σημείωση.

Φταίω εγώ που βιαστικά επένδυσα στην αγάπη σου.
Από την αρχή βιάστηκα να πιστέψω ότι είσαι ο ανθρωπος μου,
ότι είσαι η μάρκα μου.
Και σου χάρισα όλη την τρυφερότητα του μέσα μου κόσμου,
κι ήμουν ευάλωτη μπροστά σου και γυμνή.
Κι εσύ απ' όλα αυτά δεν κατάλαβες τίποτα.
Και δε θα καταλάβεις ποτέ τίποτα.

Θα θυμάσαι άραγε αυτό το γυάλινο κορίτσι ;
Ε ; Θα με θυμάσαι ποτέ;
Σαν κάποια με τα μελαγχολικά μάτια
και το φωτεινό χαμόγελο, έτσι με περιέγραφες.
Το κορίτσι μου, έλεγες, είναι μελαγχολικό, αλλά γελάει πολύ.
Θα θυμάσαι ποτέ αυτό το κορίτσι που το  έκανες γυναίκα
κι ύστερα το έσπασες σε χιλιάδες μικρά κομματάκια;
Και τώρα πια δεν είναι αθώο,
είναι καχύποπτο, σκληρό, κυνικό.
- κυνικό και κακοπαθημένο. -
Θα με θυμάσαι ποτέ;
Είπες ότι θα είμαι για πάντα το αρκουδάκι σου.
Τώρα πια τα γράμματα μου θα κείνται στο συρτάρι με τα απομεινάρια του παρελθόντος.
Τώρα πια η σχέση μας  μεταφέρθηκε σε χρονο παρελθοντικό.
Δε ζει δηλαδή πια. Εχει πεθάνει, αφού 'ότι πέρασε είναι νεκρό.
Κι όλες οι λέξεις που σου είχα γράψει, που ήταν τρυφερές και πικρές, κι άλλοτε ερωτευμένες, κείνται στον τάφο μαζί με τα άλλα θυμητάρια.
Θέλω να τρέξω σπίτι σου να βγάλω τα γράμματα μου από το συρτάρι.
Δεν θέλω να με θυμάσαι όπως όλες τις άλλες.
Εγώ είμαι το γυάλινο κορίτσι.
Το κορίτσι αυτό το αφελές που σε αγάπησε μέχρι το τέλος,
δίχως κανέναν όρο.

Θα με θυμάσαι άραγε καμιά φορά;
Σαν κάποια που σ' αγάπησε πολύ ;
Ε; Θα με θυμάσαι;

Βγάλε τα γραμματα μου από το συρτάρι.
Τ ώ ρ α.
Το γυάλινο κορίτσι θυμώνει, λυπάται πολύ, κλαίει.
Βγάλε τα γραμματα μου από το συρτάρι
κι ας μη με θυμάσαι ποτέ.
Δεν με νοιάζει.
Αλλά βγάλε τα γράμματα μου από το συρτάρι.

ΤΟ γυάλινο κορίτσι.

Το ραντεβού

Αν θέλεις να με βρεις, να έρθεις στη γειτονιά μου.
Δε κάνω βήμα για σένα πια.
Κάθομαι ήσυχα ήσυχα στο κρεβάτι μου
και δεν σηκώνομαι για κανέναν.
Ούτε το τηλέφωνο έχω σκοπό να σηκώσω.
αλλά επειδή φοβάμαι τον αυθορμητισμό που με διακατέχει,
φρόντισα και γι αυτό.
Είναι κλειστό το τηλέφωνο.
Επικαλούμαι δήθεν βλάβες, ώστε να γλυτώνω από τη φωνή σου.

Αν θέλεις να με βρεις, να πάρεις τ' αμάξι και να κατέβεις στις γειτονιές της θάλασσας.
Δεν κάνω κανέναν βήμα για σένα.
Αρκετά βήματα έκανα και για σένα και για όλους.
Όμως, τώρα τα πόδια μου είναι κουρασμένα,
το κορμί μου μουδιασμένο,
το μυαλό μου θολωμένο.

Κι αν θέλεις να με ξεθάψεις από εδώ κάτω,
να έρθεις αθόρυβα, να χτυπήσεις την πόρτα του δωματίου,
να σου ανοίξω με ανακατωμένα μαλλιά και φαρδιά αντρικά ρούχα,
να σκουπίσεις τρυφερά με τα χέρια σου τα δάκρυα από τα μάτια μου
κι ύστερα να με φιλήσεις τρυφερά, μήπως και τινάξεις τη σκόνη από πάνω μου.
Γιατί είναι τοσο μεγάλο το στρώμα της σκόνης που με σκεπάζει,
που πρέπει να σκάψεις βαθιά, ώστε να βρεις αυτό το κουφάρι που με περιέχει.
Κι όταν θα το βρεις να προσέξεις πως θα το αγγίζεις,
πονάει παντού, είναι διάτρυτο, πάνω του έχει πληγές από κάψιμο τσιγάρων, από περασμένες ένδοξες στιγμές.
- γιατί η αγάπη ποτέ δεν είναι ανώδυνη-
ξέθαψε με, αγκάλιασέ με σφιχτά, τόσο ώστε να ενωθούν τα σπασμένα κομμάτια,
φίλα με, αποπλάνησε με.
Ισως έτσι καταφέρεις να με σώσεις. Κι ίσως έτσι καταφέρεις να σωθείς κι εσύ.

Μα αν θες να με βρεις, πάρε τ' αμάξι και  έλα εδώ κάτω, στο άδειο αυτό δώμα.
Γιατί για σένα πια, εγώ κανένα βήμα δεν κάνω.
Κουράστηκα να βαδίζω στις διαδρομές σου και στις βόρειες χώρες σου.
Επέστρεψα τώρα.

Αν θέλεις, έλα να με βρεις.
Αλλιώς δεν έχει άλλο φιλί,
μήτε άλλη σάρκα.
Τέλεψε κι αυτή πια.
Εγινε ομίχλη πυκνή.
Δεν είναι  πια εφικτό να την αγγίξεις.



Κυριακή

Ο καφές μάλλον είναι η πιο έξυπνη και χρήσιμη εφεύρεση.
Είναι υπεύθυνος που ξυπνάς κάθε πρωί από την ταλαιπωρία του ύπνου και των ονείρων, για να βυθιστείς σε μία νέα ταλαιπωρία της νέας ημέρας.

Πρωινό Κυριακής:

Είσαι καθηλωμένη στο κρεβάτι, ήθελες να βρέχει έξω, να ταιριάζει τουλάχιστον ο ουρανός με τη βροχερή καρδιά σου,αλλά δε βρέχει. Αντίθετα, ο ήλιος θρασύς κυκλοφορεί στον ουρανό, η μέρα λαμποκοπάει. Σηκώνεσαι στις 11 με το ζορι, πηγαίνεις στη κουζίνα, φτιάχνεις τσάι και τόστ γαλλικό.

- το πρωινό που τρώγαμε και μαζί ; Θυμάσαι ;
Να σου φτιάχνει άραγε κι εκείνη το ίδιο πρωινό ;
Ελπίζω να μη σου φτιάχνει τίποτα άλλο εκτός από έναν καφέ σκέτο.
Αφού δεν έχω κανεναν άλλον να φροντίσω, θα φροντίσω τον εαυτό μου.
Αλλά και να είχα κάποιον να φροντίσω, ποτέ δεν θα το έκανα με την ίδια χαρά που θα φρόντιζα εσένα. -
Ξαναγυρνάς στο κρεβάτι, σκεπάζεσαι με το πάπλωμα., χαζεύεις  ώρες μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή, ανοίγεις το facebook, ανοίγεις τηλεόραση, ανάβεις το ραδιόφωνο, διαβάζεις ποίηση πρωί πρωί Κυριακής. Σκέφτεσαι να σηκωθείς.

Αποπειράσαι να σηκωθείς μετά από δύο ώρες, να πλύνεις τα πιάτα. Πρέπει να καθαρίσεις επιτέλους αυτό το αχούρι. Και να μαζέψεις τα άδεια μπουκάλια από αλκοόλ που κείνται τριγύρω. Πρέπει να μαζέψεις και τα ρούχα, το κόκκινο σακάκι πεταμένο πάνω στον καναπέ, κάτι γόβες που φόραγες παριστάνοντας την σοβαρή κείνται πάλι στη μέση του δωματίου, στο χωλ - τσάμπα τα τόσα λεφτά που έδωσε η μάνα σου , σκέφτεσαι, τι τις πήρα εγώ τις γόβες; Αφού δεν τις αντέχω τόσην ώρα! Δε βαριέσαι, λες, για μία στο τοσο είναι τουλάχιστον υποφερτές. -
Πρέπει να κάνεις και φασίνα, και να μπει και μια τάξη σ αυτό το χάος. Ναι, Πρέπει. Πρέπει. Μπλα, μπλα, μπλα. Από το βάθος του μυαλού σου ακούς τις συμβουλές της μάνα σου περί νοικοκυροσύνης.
Έβαλες ρεβίθια στο νερό, για να μαγειρέψεις για τη Δευτέρα που θα λείπεις όλη μέρα. Δεν έχεις καμία όρεξη να σηκωθείς από το κρεβάτι. Έκλεισες και το κινητό, μη τυχόν και σε ψάξει κανείς. Δεν θες κανέναν σήμερα, τέτοια Κυριακή παράξενη.
Με το ζόρι πας στην κουζίνα, μήπως πιεις καφέ. Έχεις καφέ, ελληνικό. Μόνο. Δεν πίνεις ποτέ καφέ σπίτι. Τις καθημερινές σηκώνεσαι από τις 7 και τρέχεις από το πρώτο λεπτό που ανοίγεις τα μάτια σου. Να ντυθείς σαν κυρία, σαν καθωσπρέπει σοβαρή γυναίκα, μετά να πάρεις κάτι εδώδιμο μαζί σου, ώστε να μη δώσεις λεφτά σε φαγί έξω, γιατί δεν βγαίνεις, οικονομικά δε βγαίνεις, μετά να κάνεις ένα τσάι να το πάρεις στο θέρμο, γιατί δεν προλαβαίνεις να το πιείς και το πίνεις στο αυτοκίνητο, στο δρόμο, στο τρένο, στο λεωφορείο. Ποτέ ήρεμα καθισμένη στην καρέκλα ή στο κρεβάτι. Αυτή είναι η ζωή σου. Το βράδυ γυρνάς εξουθενωμένη. Προετοιμάζεσαι για την επόμενη βαρετή, επαναλαμβανόμενη μέρα. Στο ενδιάμεσο μπορεί να διαβάσεις και τίποτα εκτός από την ¨" επιστήμη σου". Αν μπορείς, αν έχεις μυαλά να συγκεντρωθείς. Θα χτυπήσει κάποιο τηλέφωνο ενδεχομένως το βράδυ αργά. θα είναι αυτος ο αδιάφορος τύπος. Θα πείτε πέντε τυπικές κουβέντες. Θα κλείσετε συνήθως απότομα. Καληνύχτα.
Κάπως έτσι τρέχει η ζωή. Εσύ απέχεις. Πού είσαι; Τι κάνεις  ;

Είναι Κυριακή, τα ραδιόφωνα όλα μοιάζουν να έχουν συντονιστεί στην jazz. Ο καφές είναι σκέτος. Δεν πέτυχε πολύ. Έβαλες μάλλον πολύ νερό. ΤΟ τηλέφωνο σου είναι κλειστό. Το σταθερό. Χτυπάει το σταθερό. Δεν θα το σηκώσεις ;; . Οποιος με θέλει, ας έρθει να χτυπήσει πόρτες. Όχι άλλα τηλέφωνα. Βαρέθηκα τα τηλέφωνα.
Αυτή η Κυριακή θυμίζει κάτι από εκείνους τους κουραστικούς Σεπτέμβρηδες των εξεταστικών, που δεν ήθελες να σηκωθείς από το κρεβάτι, γιατι σε περίμεναν τόμοι να τους διαβάσεις και δεν είχες καμία όρεξη. Είχες διάθεση μόνο για ποίηση και για βόλτες και για παθιασμένους έρωτες ή για παραμύθια.

Μελαγχολική Κυριακή.
Δε ξέρω πια τι να την κάνω τη Κυριακή μου.
Κι εσύ να λείπεις από εδώ. Να 'σαι σε κάποια άλλη γη. Τόσο κοντά μου, μισή ώρα δρόμος, και τοσα εκατομμύρια μίλια μακριά απ' την καρδιά μου.
Σε κάποιον άλλον χρόνο τη Κυριακή βγαίναμε έξω, λίγο μετά τη 13.00." Ελα, αγάπη μου", έλεγες, "κουνήσου. Πρέπει να σε δει ό ήλιος. Δε γίνεται να είσαι όλη την ημέρα μέσα στο σπίτι ".
Γι αυτό σου λέω. Δε ξέρω πια τι να την κάνω τη Κυριακή μου.
Και τώρα τα ραδιόφωνα να κλαίνε, το σπίτι να ναι ακατάστατο, ο καφές σκέτος,
το κρεβάτι ζεστό, τα ρούχα πεταμένα στις καρέκλες, οι ντουλάπες ανοιχτές, η ρόμπα μου στο πάτωμα.
Θα φάω το ίδιο φαί με χθες. Δεν θα μαγειρέψω τίποτα για αύριο κι άσε τα ρεβίθια να σαπίζουν μέσα στο άφθονο νερό, όπως σαπίζουμε κι εμείς μέσα στη δίνη του ορθολογισμού. Ούτε θα καθαρίσω το σπίτι. Δεν θα κάνω τίποτα. Ας είναι τουλάχιστον το σπίτι αχούρι, αφού η ζωή μου διέπεται από τέτοια τάξη που δεν αντέχεται άλλο. Με φθείρει αυτή η τόση τάξη. Η πεζότητα της καθημερινότητας, η τακτοποιημένη ζωή, οι προβλέψιμες στιγμές, η ομοιότητα της καθημερινότητας με φθείρει.. Ακροβατώ σε σχοινιά μεταξύ λογικής και τρέλας. Θα ήθελα να πίνω από το πρωί. Κρατιέμαι. Δε θέλω να καταντήσω αλκοολική για πάρτυ σου. Αρκετά έπαιξα  για σένα, αρκετά έπαιξες με εμένα.

Δεν θα κάνω τίποτα σήμερα. ΄Το πολύ πολύ να αλλάξω σεντόνια στο κρεβάτι. Και ω τι κρίμα! Δεν θα έχεις λερώσει εσύ τα σεντόνια. Άλλη μια Κυριακή ήρθε.

Άλλη μια Κυριακή που λείπεις.

Άλλη μια Κυριακή που δε ξέρω τι να την κάνω.


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Εραστές

Σου ανεβάζω το αίμα στο κεφάλι μου λες.
Σε νευριάζω, λες.
Καλά σου κάνω.
Το κάνω συνειδητά,
για να μάθεις.
Να μάθεις με ποια έχεις να κάνεις.

Κενοί, ηλίθιοι, κάφροι, κυνικοί μου ερασταί,
πολλά δεν μας τα κάνατε ξαφνικά ;
Λίγη ανάγκη για στοργή δεν είναι ικανή να εξαγοράσει την ελευθερία μου ;
Κι όμως θα μπορούσε να είναι.
Και όλο υποχωρούσα, συνεχώς υποχωρούσα.
Οπότε θέλετε εσείς και όπως θέλετε εσείς να γίνονται τα πάντα.
Το κρεβάτι, οι βόλτες, τα ραντεβού.
Όλα κομμένα και ραμμένα στα δικά σας μέτρα.

και ξέρετε κάτι, ανουσια ανθρωπάκια;
Ξέρετε κάτι ;
Δεν σας έχω πια ανάγκη.
Δεν θα πάρω τη στοργή με δόσεις,
ούτε το φτηνό υποκριτικό ενδιαφέρον σας,
ούτε την φτηνή αποπνικτική αγκαλιά σας.
Δεν θέλω τίποτα από αυτά, μικρόψυχα ανθρωπάκια.

Και να αφήσετε τους εγωισμούς κατά μέρος.
Δεν θέλω άλλο εγωισμό,.
Δεν τον αποδέχομαι πια.
Εχω κι εγώ εγωισμο.
να ξαφνικά έδειξα κι εγώ τα νύχια μου.

Εβγαλα τα ρούχα μου,
ξάπλωσα ολόγυμνη στο κρεβάτι,
πονοκέφαλος, με πιάνει πονοκέφαλος.
Δεν αντέχω άλλο αυτή την καταπάτηση.
Μπαίνω για μπάνιο.
Καυτό νερό κυλάει στο σώμα.
Τρίβομαι καλά να σας ξεβγάλω όλους εσάς από πάνω μου.
ολους  τους υποτιθέμενους μοιραίους άντρες της ζωής μου,
όχι μόνο τους μοιραίους και τους τυχαίους.
Τρίβομαι καλά, να ξεγλυστρίσετε από το δέρμα μου.

Εγινα αόρατη πια, έγινα άπιαστη. Δεν μπορεί τίποτα να με αγγίξει. Το νέο δέρμα με θωρακίζει.

αντε γεια μαλακες, άντε γεια.

Μικρόψυχα ηλίθια ανθρωπάκια δεν είστε ικανοι ούτε το χέρι μου να αγγίξετε κανονικά, ούτε και τη ψυχή μου. Με λύσεις μεσοβέζικες, με μισούς έρωτες, με ηδονή σε δόσεις. Τίποτα.
τιποτα δε μπορείτε να δώσετε παραπάνω.
κι ούτε πρόκειται να ζητήσω.
βγάλω κι εγώ τα νύχια.
Αλλάζω κι εγώ δέρμα.

Και καμία ιστορία δεν μπορείτε να βιώσετε, άχρηστα ηλίθια ανθρωπάκια.
Μικρόψυχα μέσα στις αρετές σας.

Αντε γεια μαλάκες, Αντε ΓΕΙΑ.


Στους παράφρονες.

-"Να προσέχεις, φίλε, να προσέχεις να μη πληγώσεις το δάσκαλο,
εκείνον που σου γράφει, που σου εξιστορεί τα εσωτερικά του γεγονότα,
γιατί τουλάχιστον ο δάσκαλος έχει εσωτερικό κόσμο,
μέσα του πάντα επικρατεί το χάος.
Αυτοί όλοι οι μαλάκες με τους οποίους τραβιέσαι τι έχουν να σου δώσουν ;
Απάντα, , γιατί δεν απαντάς ;
 Δε ξέρεις τι να πεις έ ;
Και βέβαια τι να πεις ; ή μάλλον όχι, ξέρω, όλες αυτές τις δικαιολογίες σου και τις θεωρίες σου
περι πάθους σαρκικού. "

-"Όλα από το κρεβάτι αρχίζουν, κι όλα στο κρεβάτι τελειώνουν.
Ερωτας είναι έλξη. Ελξη ακατανικητη. Να τον ποθείς, Να λιώνεις για τον άλλον.
να μην μπορείς να ξεκολλήσεις το κορμι σου από πάνω του. ¨"

Κι όλο τούτο το λάγνο κατασκεύασμα, η λάγνα αυτή χημική ένωση, που σε οδηγεί στην τρελα κι αυτό είναι το μόνο βέβαιο, κάποια στιγμή θα λήξει.  Ναι, φιλς, έτσι είναι.
Τότε δεν θα έχει μείνει τίποτα να κάνεις. Τίποτα να πεις με τον άλλον. Τοτε θα τα μαζέψεις και τα φύγεις ή θα φύγει. Οποιος έχει το περισσότερο θάρρος φεύγει πάντα πρώτος. Ο άλλος απλά βολεύεται με αυτό το φευγιό. Πονάει στεναχωριέται. Αποκτά θέση θύματος, αλλά ξέρει. Το ξέρεις ότι δεν ήσουν θύμα, έτσι ; Ετσι μαλάκα;

Απάντα, γιατί δεν απαντάς ; Δεν έχει τι να πεις ε ; Βέβαια, μα και βέβαια τι να πεις ; Μπορεί να είσαι άδειος μέσα σου. Μπορεί τους έρωτες σου να τους βλέπεις σαν μία ακόμα ικανοποιήση του εγωισμού σου. Μπορεί να  αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους σαν έπαθλα. Γιατί ; Για να καλύψεις δικές σου ανασφάλειες. Γιατί δεν μιλάς ; Τα σκέφτεσαι ; Τα σκέφτεσαι όλα αυτά;

Με τον Δάσκαλο τι έγινε ;
Για να μην τον πληγώσεις δεν του δώσες ούτε μία ευκαιρία;
Ούτε μία ευκαιρία;

Εισαι καταδικασμένος, μαλάκα.
Θα αγαπάς κενούς ανθρώπους, άδειους,
που δεν θα αγαπούν εσένα.
Θα αγαπούν ίσως κάποια άλλη.
ή και καμία.
ή και κανέναν
ή και ούτε κάν τον εαυτό τους
ή μήπως μόνο αυτόν.
Τέτοιους ανθρώπους θα ερωτεύεσαι.
θα ναι πάντοτε άπιαστοι.
Κι όταν θα τους δείξεις πόσο πολύ τους θέλεις,
τότε θα είναι εκεινοι που θα φύγουν.
θα σε έχουν αλώσει και θα φύγουν.
Θα φύγουν. Στο λέω. Με βεβαιότητα. Από τώρα είναι φευγάτοι.
 Και το ξέρεις. Μη μου πεις ότι δεν στο πα.
Τσαλαβουτάς. Περιφέρεσαι άσκοπα στον κόμο των σωμάτων.
Το ξέρεις ; Το ξέρεις μαλάκα; Ασκοπα περιηγείσαι για να βρεις ηδονές μόνο σαρκικές.
Κατά τα άλλα θα είσαι μόνος σου. Πάντα μόνος σου.

Κι ας εκφραστείς. Θα εκφραστείς μπροστά σε ανθρώπους που δήθεν σε καταλαβαίνουν. Αλλά όχι. Δεν καταλαβαίνουν τιποτα. Τϊποτα σου λέω. Δεν έχουν νιώσει ποτε΄την καταστροφή του εγώ τους. Δεν έχουν φτάσει ποτέ κοντα στη τρέλα.
Πάντα λογικοί και ορθολογιστές συνεχίζουν να ζουν καθωσπρέπει. Και όλοι αυτοι είναι τα παραδείγματα της μάνας σου. Τα πρότυπα της. Σαν κι αυτούς πρέπει να γίνεις κι εσύ. Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι αυτοι. Κι αυτοί δεν είναι εσύ.
Και δεν θα καταλαβουν ποτέ αν έχεις βάθος, αν έχεις αυτοκτονικές τάσεις, αν τα βράδια παραληρείς από τον ερωτικό πόνο και την απώλεια.
Ετούτοι εκεί έξω δεν μετράνει απώλειες, μόνο ανατικαταστάσεις. Βρίσκουν τον επόμενο άνθρωπο και καθαρίζουν. Καθαρίζουν, μαλάκα, το κατάλαβες;;;;;  Και ούτε θυμούνται τίποτα. Δεν θυμούνται καν τα χείλη του πρώτου κοριτσιού που φίλησαν, ούτε το όνομα της. Μετράνε αριθμούς.  συντάσσουν λίστες και μετράνε ερωμένες. Μετράνε γαμήσια.
Ολοι τους μετράνε γαμήσια. Κι εσύ τι κάνεις; Παραμένειες ένας αριθμός στα κρεβάτια όλων αυτών των  ορθολογιστών;;;;

-Ορθολογιστικά τέρατα. Σας μισώ. Αλλά σας ερωτεύομαι κιόλας. Κι αυτό είναι η πηγή του μίσους μου.

Τα μαλλιά σου, γαμώ το, τα μαλλιά σου μυρίζουν καπνό,
το στόμα σου μπύρα,
τα χέρια σου έχουν κιτρινίσει από τα πολλά στριφτά τσιγάρα
το πουκαμισό σου μοιάζει παλιακό και φαρδύ
ίσα ίσα που στέκεται στον ώμο σου
Είσαι επιμελώς ατιμέλητος,
είσαι ένας ωραίος γκόμενος
από αυτούς που αρέσουν σε όλες
Διαβάζεις Μπουκόφσκι, Ντοσντογιέφκσι και ξέρεις και καταρραμένους ποιητές,
αλλά είσαι ορθολογιστής του κερατά παρ όλα αυτά. .
Ορθολογιστικό τέρας.
Είσαι ερωτεύσιμος και γι αυτό σε μισώ.
Σε θέλω.
Τοσο που δεν είναι πρέπον να στο δείξω.
Δεν είναι δέον, γιατί εσύ είσαι ορθολογιστής κι εγώ θα φανώ ακόμα ένας παλαβός. αυτό βέβαια δεν είναι πρόβλημα. Ουδόλως δεν νοιάζει η γνώμη σου για μένα. Το πρόβλημα είναι ότι θα γοητευτείς από την τρέλα που δεν σου μοιάζει. Θα με κάνεις να σε ερωτευτώ και να ξεφύγω ακόμα περισσότερο από την πεζή καθημερινότητα, αλλά εσύ θα παραμείνεις εκεί καθηλωμένος. Στον κόσμο των αριθμών. Ορθολογιστικό τέρας, σε γουστάρω. Θα με καταστρέψεις, το βλέπω.

Εγώ σε προειδοποιώ, μαλάκα. Οσο κι αν το θες, να μην τον πλησιάζεις. Μείνε σε απόσταση ασφαλείας και διάλεγε πού θα δώσεις την καρδιά σου. Και μην χαραμίζεσαι και μη σκορπιέσαι σε άδειους ανθρώπους. χα χα χα. Τι σου λέω ρε μαλάκα ; Τι σου λέω τόσην ώρα ; Τράβα ζήσε μαλάκα. Τράβα ζήσε.

Στους παράφρωνες.

-"Να προσέχεις, μαλάκα, να προσέχεις να μη πληγώσεις το δάσκαλο,
εκείνον που σου γράφει, που σου εξιστορεί τα εσωτερικά του γεγονότα,
γιατί τουλάχιστον ο δάσκαλος έχει εσωτερικό κόσμο,
μέσα του πάντα επικρατεί το χάος.
Αυτοί όλοι οι μαλάκες με τους οποίους τραβιέσαι τι έχουν να σου δώσουν ;
Απάντα, μαλάκα, γιατί δεν απαντάς ;
 Δε ξέρεις τι να πεις έ ;
Και βέβαια τι να πεις ; ή μάλλον όχι, ξέρω, όλες αυτές τις δικαιολογίες σου και τις θεωρίες σου
περι πάθους σαρκικού. "

-"Όλα από το κρεβάτι αρχίζουν, κι όλα στο κρεβάτι τελειώνουν.
Ερωτας είναι έλξη. Ελξη ακατανικητη. Να τον ποθείς, Να λιώνεις για τον άλλον.
να μην μπορείς να ξεκολλήσεις το κορμι σου από πάνω του. ¨"

Κι όλο τούτο το λάγνο κατασκεύασμα, η λάγνα αυτή χημική ένωση, που σε οδηγεί στην τρελα κι αυτό είναι το μόνο βέβαιο, κάποια στιγμή θα λήξει.  Ναι, μαλάκα, έτσι είναι.
Τότε δεν θα έχει μείνει τίποτα να κάνεις. Τίποτα να πεις με τον άλλον. Τοτε θα τα μαζέψεις και τα φύγεις ή θα φύγει. Οποιος έχει το περισσότερο θάρρος φεύγει πάντα πρώτος. Ο άλλος απλά βολεύεται με αυτό το φευγιό. Πονάει στεναχωριέται. Αποκτά θέση θύματος, αλλά ξέρει. Το ξέρεις ότι δεν ήσουν θύμα, έτσι ; Ετσι μαλάκα;

Απάντα, γιατί δεν απαντάς ; Δεν έχει τι να πεις ε ; Βέβαια, μα και βέβαια τι να πεις ; Μπορεί να είσαι άδειος μέσα σου. Μπορεί τους έρωτες σου να τους βλέπεις σαν μία ακόμα ικανοποιήση του εγωισμού σου. Μπορεί να  αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους σαν έπαθλα. Γιατί ; Για να καλύψεις δικές σου ανασφάλειες. Γιατί δεν μιλάς ; Τα σκέφτεσαι ; Τα σκέφτεσαι όλα αυτά;

Με τον Δάσκαλο τι έγινε μαλάκα ;
Για να μην τον πληγώσεις δεν του δώσες ούτε μία ευκαιρία;
Ούτε μία ευκαιρία;

Εισαι καταδικασμένος, μαλάκα.
Θα αγαπάς κενούς ανθρώπους, άδειους,
που δεν θα αγαπούν εσένα.
Θα αγαπούν ίσως κάποια άλλη.
ή και καμία.
ή και κανέναν
ή και ούτε κάν τον εαυτό τους
ή μήπως μόνο αυτόν.
Τέτοιους ανθρώπους θα ερωτεύεσαι.
θα ναι πάντοτε άπιαστοι.
Κι όταν θα τους δείξεις πόσο πολύ τους θέλεις,
τότε θα είναι εκεινοι που θα φύγουν.
θα σε έχουν αλώσει και θα φύγουν.
Θα φύγουν. Στο λέω. Με βεβαιότητα. Από τώρα είναι φευγάτοι.
 Και το ξέρεις. Μη μου πεις ότι δεν στο πα.
Τσαλαβουτάς. Περιφέρεσαι άσκοπα στον κόμο των σωμάτων.
Το ξέρεις ; Το ξέρεις μαλάκα; Ασκοπα περιηγείσαι για να βρεις ηδονές μόνο σαρκικές.
Κατά τα άλλα θα είσαι μόνος σου. Πάντα μόνος σου.

Κι ας εκφραστείς. Θα εκφραστείς μπροστά σε ανθρώπους που δήθεν σε καταλαβαίνουν. Αλλά όχι. Δεν καταλαβαίνουν τιποτα. Τϊποτα σου λέω. Δεν έχουν νιώσει ποτε΄την καταστροφή του εγώ τους. Δεν έχουν φτάσει ποτέ κοντα στη τρέλα.
Πάντα λογικοί και ορθολογιστές συνεχίζουν να ζουν καθωσπρέπει. Και όλοι αυτοι είναι τα παραδείγματα της μάνας σου. Τα πρότυπα της. Σαν κι αυτούς πρέπει να γίνεις κι εσύ. Ναι, αλλά εσύ δεν είσαι αυτοι. Κι αυτοί δεν είναι εσύ.
Και δεν θα καταλαβουν ποτέ αν έχεις βάθος, αν έχεις αυτοκτονικές τάσεις, αν τα βράδια παραληρείς από τον ερωτικό πόνο και την απώλεια.
Ετούτοι εκεί έξω δεν μετράνει απώλειες, μόνο ανατικαταστάσεις. Βρίσκουν τον επόμενο άνθρωπο και καθαρίζουν. Καθαρίζουν, μαλάκα, το κατάλαβες;;;;;  Και ούτε θυμούνται τίποτα. Δεν θυμούνται καν τα χείλη του πρώτου κοριτσιού που φίλησαν, ούτε το όνομα της. Μετράνε αριθμούς.  συντάσσουν λίστες και μετράνε ερωμένες. Μετράνε γαμήσια.
Ολοι τους μετράνε γαμήσια. Κι εσύ τι κάνεις; Παραμένειες ένας αριθμός στα κρεβάτια όλων αυτών των  ορθολογιστών;;;;

-Ορθολογιστικά τέρατα. Σας μισώ. Αλλά σας ερωτεύομαι κιόλας. Κι αυτό είναι η πηγή του μίσους μου.

Τα μαλλιά σου, γαμώ το, τα μαλλιά σου μυρίζουν καπνό,
το στόμα σου μπύρα,
τα χέρια σου έχουν κιτρινίσει από τα πολλά στριφτά τσιγάρα
το πουκαμισό σου μοιάζει παλιακό και φαρδύ
ίσα ίσα που στέκεται στον ώμο σου
Είσαι επιμελώς ατιμέλητος,
είσαι ένας ωραίος γκόμενος
από αυτούς που αρέσουν σε όλες
Διαβάζεις Μπουκόφσκι, Ντοσντογιέφκσι και ξέρεις και καταρραμένους ποιητές,
αλλά είσαι ορθολογιστής του κερατά παρ όλα αυτά. .
Ορθολογιστικό τέρας.
Είσαι ερωτεύσιμος και γι αυτό σε μισώ.
Σε θέλω.
Τοσο που δεν είναι πρέπον να στο δείξω.
Δεν είναι δέον, γιατί εσύ είσαι ορθολογιστής κι εγώ θα φανώ ακόμα ένας παλαβός. αυτό βέβαια δεν είναι πρόβλημα. Ουδόλως δεν νοιάζει η γνώμη σου για μένα. Το πρόβλημα είναι ότι θα γοητευτείς από την τρέλα που δεν σου μοιάζει. Θα με κάνεις να σε ερωτευτώ και να ξεφύγω ακόμα περισσότερο από την πεζή καθημερινότητα, αλλά εσύ θα παραμείνεις εκεί καθηλωμένος. Στον κόσμο των αριθμών. Ορθολογιστικό τέρας, σε γουστάρω. Θα με καταστρέψεις, το βλέπω.

Εγώ σε προειδοποιώ, μαλάκα. Οσο κι αν το θες, να μην τον πλησιάζεις. Μείνε σε απόσταση ασφαλείας και διάλεγε πού θα δώσεις την καρδιά σου. Και μην χαραμίζεσαι και μη σκορπιέσαι σε άδειους ανθρώπους. χα χα χα. Τι σου λέω ρε μαλάκα ; Τι σου λέω τόσην ώρα ; Τράβα ζήσε μαλάκα. Τράβα ζήσε.