Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Κυριακή

Ο καφές μάλλον είναι η πιο έξυπνη και χρήσιμη εφεύρεση.
Είναι υπεύθυνος που ξυπνάς κάθε πρωί από την ταλαιπωρία του ύπνου και των ονείρων, για να βυθιστείς σε μία νέα ταλαιπωρία της νέας ημέρας.

Πρωινό Κυριακής:

Είσαι καθηλωμένη στο κρεβάτι, ήθελες να βρέχει έξω, να ταιριάζει τουλάχιστον ο ουρανός με τη βροχερή καρδιά σου,αλλά δε βρέχει. Αντίθετα, ο ήλιος θρασύς κυκλοφορεί στον ουρανό, η μέρα λαμποκοπάει. Σηκώνεσαι στις 11 με το ζορι, πηγαίνεις στη κουζίνα, φτιάχνεις τσάι και τόστ γαλλικό.

- το πρωινό που τρώγαμε και μαζί ; Θυμάσαι ;
Να σου φτιάχνει άραγε κι εκείνη το ίδιο πρωινό ;
Ελπίζω να μη σου φτιάχνει τίποτα άλλο εκτός από έναν καφέ σκέτο.
Αφού δεν έχω κανεναν άλλον να φροντίσω, θα φροντίσω τον εαυτό μου.
Αλλά και να είχα κάποιον να φροντίσω, ποτέ δεν θα το έκανα με την ίδια χαρά που θα φρόντιζα εσένα. -
Ξαναγυρνάς στο κρεβάτι, σκεπάζεσαι με το πάπλωμα., χαζεύεις  ώρες μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή, ανοίγεις το facebook, ανοίγεις τηλεόραση, ανάβεις το ραδιόφωνο, διαβάζεις ποίηση πρωί πρωί Κυριακής. Σκέφτεσαι να σηκωθείς.

Αποπειράσαι να σηκωθείς μετά από δύο ώρες, να πλύνεις τα πιάτα. Πρέπει να καθαρίσεις επιτέλους αυτό το αχούρι. Και να μαζέψεις τα άδεια μπουκάλια από αλκοόλ που κείνται τριγύρω. Πρέπει να μαζέψεις και τα ρούχα, το κόκκινο σακάκι πεταμένο πάνω στον καναπέ, κάτι γόβες που φόραγες παριστάνοντας την σοβαρή κείνται πάλι στη μέση του δωματίου, στο χωλ - τσάμπα τα τόσα λεφτά που έδωσε η μάνα σου , σκέφτεσαι, τι τις πήρα εγώ τις γόβες; Αφού δεν τις αντέχω τόσην ώρα! Δε βαριέσαι, λες, για μία στο τοσο είναι τουλάχιστον υποφερτές. -
Πρέπει να κάνεις και φασίνα, και να μπει και μια τάξη σ αυτό το χάος. Ναι, Πρέπει. Πρέπει. Μπλα, μπλα, μπλα. Από το βάθος του μυαλού σου ακούς τις συμβουλές της μάνα σου περί νοικοκυροσύνης.
Έβαλες ρεβίθια στο νερό, για να μαγειρέψεις για τη Δευτέρα που θα λείπεις όλη μέρα. Δεν έχεις καμία όρεξη να σηκωθείς από το κρεβάτι. Έκλεισες και το κινητό, μη τυχόν και σε ψάξει κανείς. Δεν θες κανέναν σήμερα, τέτοια Κυριακή παράξενη.
Με το ζόρι πας στην κουζίνα, μήπως πιεις καφέ. Έχεις καφέ, ελληνικό. Μόνο. Δεν πίνεις ποτέ καφέ σπίτι. Τις καθημερινές σηκώνεσαι από τις 7 και τρέχεις από το πρώτο λεπτό που ανοίγεις τα μάτια σου. Να ντυθείς σαν κυρία, σαν καθωσπρέπει σοβαρή γυναίκα, μετά να πάρεις κάτι εδώδιμο μαζί σου, ώστε να μη δώσεις λεφτά σε φαγί έξω, γιατί δεν βγαίνεις, οικονομικά δε βγαίνεις, μετά να κάνεις ένα τσάι να το πάρεις στο θέρμο, γιατί δεν προλαβαίνεις να το πιείς και το πίνεις στο αυτοκίνητο, στο δρόμο, στο τρένο, στο λεωφορείο. Ποτέ ήρεμα καθισμένη στην καρέκλα ή στο κρεβάτι. Αυτή είναι η ζωή σου. Το βράδυ γυρνάς εξουθενωμένη. Προετοιμάζεσαι για την επόμενη βαρετή, επαναλαμβανόμενη μέρα. Στο ενδιάμεσο μπορεί να διαβάσεις και τίποτα εκτός από την ¨" επιστήμη σου". Αν μπορείς, αν έχεις μυαλά να συγκεντρωθείς. Θα χτυπήσει κάποιο τηλέφωνο ενδεχομένως το βράδυ αργά. θα είναι αυτος ο αδιάφορος τύπος. Θα πείτε πέντε τυπικές κουβέντες. Θα κλείσετε συνήθως απότομα. Καληνύχτα.
Κάπως έτσι τρέχει η ζωή. Εσύ απέχεις. Πού είσαι; Τι κάνεις  ;

Είναι Κυριακή, τα ραδιόφωνα όλα μοιάζουν να έχουν συντονιστεί στην jazz. Ο καφές είναι σκέτος. Δεν πέτυχε πολύ. Έβαλες μάλλον πολύ νερό. ΤΟ τηλέφωνο σου είναι κλειστό. Το σταθερό. Χτυπάει το σταθερό. Δεν θα το σηκώσεις ;; . Οποιος με θέλει, ας έρθει να χτυπήσει πόρτες. Όχι άλλα τηλέφωνα. Βαρέθηκα τα τηλέφωνα.
Αυτή η Κυριακή θυμίζει κάτι από εκείνους τους κουραστικούς Σεπτέμβρηδες των εξεταστικών, που δεν ήθελες να σηκωθείς από το κρεβάτι, γιατι σε περίμεναν τόμοι να τους διαβάσεις και δεν είχες καμία όρεξη. Είχες διάθεση μόνο για ποίηση και για βόλτες και για παθιασμένους έρωτες ή για παραμύθια.

Μελαγχολική Κυριακή.
Δε ξέρω πια τι να την κάνω τη Κυριακή μου.
Κι εσύ να λείπεις από εδώ. Να 'σαι σε κάποια άλλη γη. Τόσο κοντά μου, μισή ώρα δρόμος, και τοσα εκατομμύρια μίλια μακριά απ' την καρδιά μου.
Σε κάποιον άλλον χρόνο τη Κυριακή βγαίναμε έξω, λίγο μετά τη 13.00." Ελα, αγάπη μου", έλεγες, "κουνήσου. Πρέπει να σε δει ό ήλιος. Δε γίνεται να είσαι όλη την ημέρα μέσα στο σπίτι ".
Γι αυτό σου λέω. Δε ξέρω πια τι να την κάνω τη Κυριακή μου.
Και τώρα τα ραδιόφωνα να κλαίνε, το σπίτι να ναι ακατάστατο, ο καφές σκέτος,
το κρεβάτι ζεστό, τα ρούχα πεταμένα στις καρέκλες, οι ντουλάπες ανοιχτές, η ρόμπα μου στο πάτωμα.
Θα φάω το ίδιο φαί με χθες. Δεν θα μαγειρέψω τίποτα για αύριο κι άσε τα ρεβίθια να σαπίζουν μέσα στο άφθονο νερό, όπως σαπίζουμε κι εμείς μέσα στη δίνη του ορθολογισμού. Ούτε θα καθαρίσω το σπίτι. Δεν θα κάνω τίποτα. Ας είναι τουλάχιστον το σπίτι αχούρι, αφού η ζωή μου διέπεται από τέτοια τάξη που δεν αντέχεται άλλο. Με φθείρει αυτή η τόση τάξη. Η πεζότητα της καθημερινότητας, η τακτοποιημένη ζωή, οι προβλέψιμες στιγμές, η ομοιότητα της καθημερινότητας με φθείρει.. Ακροβατώ σε σχοινιά μεταξύ λογικής και τρέλας. Θα ήθελα να πίνω από το πρωί. Κρατιέμαι. Δε θέλω να καταντήσω αλκοολική για πάρτυ σου. Αρκετά έπαιξα  για σένα, αρκετά έπαιξες με εμένα.

Δεν θα κάνω τίποτα σήμερα. ΄Το πολύ πολύ να αλλάξω σεντόνια στο κρεβάτι. Και ω τι κρίμα! Δεν θα έχεις λερώσει εσύ τα σεντόνια. Άλλη μια Κυριακή ήρθε.

Άλλη μια Κυριακή που λείπεις.

Άλλη μια Κυριακή που δε ξέρω τι να την κάνω.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου