Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2016

Στους απόκληρους.

Τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου τραβιούνται στους ψυχιάτρους,
παίρνουν ψυχοφάρμακα ή ναρκωτικά  ή το ρίξανε στο αλκοολ.
Οι πιο καλοί μου φίλοι δεν αντέξανε το κόσμο αυτό, που μια για πάντα έχει εκδιώξει την ευαισθησία.
Οι καλύτεροι μου φίλοι ακροβατούν ανάμεσα στον θάνατο και στη ζωή.
Ξυπνάνε κάθε μέρα, για να πεθαίνουν κάθε βράδι από τις καταχρήσεις.
Οι καλύτεροι μου φίλοι ζητάνε ένα χέρι να τους σηκώσει από το βούρκο,
ζητάνε μία αγκαλιά για να νιώσουν ασφαλείς μέσα της .
Αντί αυτής τρύπια χέρια τους αγγίζουν,
τρύπιες καρδιές τους πλησιάζουν.
Αδειάσανε από όνειρα, αδειάσανε από στόχους.
Λιώσανε μέσα στη θλίψη, μέσα στην παράφορη εξάρτηση τους.
Στοιβάζονται στα συσσίτια, γιατί δε βρήκαν καμία δουλειά της προκοπής.
Οι απόκληροι βλέπετε, εξ ορισμού ζουν στο περιθώριο.

Οι καλύτεροι μου φίλοι δικάζονται στα πλημμελειοδικεία για κλοπές ευτελούς αξίας,
επειδή κλέψανε πακέτα από τσιγάρα και ουίσκια από τους μεγαλοεπιχειρηματίες,
επειδή είναι παράνομοι. Ετσι ,λεει, ο εισαγγελέας. Είναι, λεει, παράνομοι και τιμωρούνται για εγκλήματα που τέλεσαν από δόλο.
Κύριε Εισαγγελέα, σκέφτηκες ποτέ τι θα γινόσουν χωρίς  τη μάνα  σου και πατέρα σου; Χωρίς ανθρώπους να σε στηρίζουν; Χωρίς χαρά; Το σκέφτηκες ποτέ ; Ψιλά γράμματα. Φουσκώνεις μέσα στο σακάκι σου και στη σφιχτή σου γραβάτα . Δε σε απασχολούν οι τσαλακωμένοι. Δεν είναι αθώοι. Πληρούν ποινικές υποστάσεις εγκλημάτων του ποινικού κώδικά.
Γιατί ο ποινικός κώδικας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τον εξαθλιωμένο;
Οι νόμοι σας είναι μόνο για τους ισχυρούς.
Κι οι λοιποί ανυπεράσπιστοι πολίτες σέρνονται στα δικαστήρια
κι έχουν δήθεν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Και ύστερα ας συζητήσουμε για τον δήθεν νομικό μας πολιτισμό.

οι καλύτεροι μου φίλοι δεν αντεξαν την πραγματικότητα που τους επέβαλαν: Δουλειά, σπίτι, συμβατικές σχέσεις για να μη παραμείνεις μόνος στα γέραματα, τέχνη με δόσεις κάθε σαββατοκύριακο για να είναι και καλλιεργημένοι και να  μπορούν να σταθούν σε μία συζήτηση.
 Οι φίλοι, βλέπετε, παρα ήταν τρυφεροί, παρά ήταν ρομαντικοί, κι η πραγματικότητα σκληρή, πεζή και ανυπόφορη.
οι καλύτεροι φίλοι μου ερωτεύτηκαν παράφορα, αλλά ο έρωτας τους έληξε με άδοξο τρόπο. Τους παράτησαν γυμνούς στην άκρη του δρόμου. Πάνω που πίστευαν ότι θα κάνουν λίγο πιο υποφερτή τη ζωή του με κάποια παρέα, πάνω που είχαν πιστέψει ότι καποιες φορές η ζωή είναι καλύτερη από τις παραισθήσεις τους. Πάνω εκεί τους εγκατέλειψαν όλοι. Πετάχτηκαν στους δρόμους, γιατί δεν είχαν για το νοίκι. Οι φίλοι τους ξέχασαν, γιατί γίνανε φορτικοί σ αυτούς ή γιατί δεν άντεχαν να τους βλέπουν να καταστρέφονται.
Τους έχουμε ξεχάσει κι εμείς, ακόμα κι εγώ που τώρα γράφω γι αυτούς. Τους κοιτάζω στα πεζοδρόμια, τους προσπερνάω με παγερό βλέμμα και δεν δίνω καμία σημασία. Μόνο κάποιες φορές περνάνε από το μυαλό μας περιστασιακά.
οι καλυτεροι μου φίλοι, δεν είναι πιο φίλοι μου.
Εχουν εξαυλωθεί.
Είναι κλεισμένοι στα ψυχιατρεία κι αν δεν είναι κλεισμένοι εκεί μέσα, παραληρούν ελεύθεροι πάνω σε κρεβάτια άδεια ή πάνω σε μπαρ γεμάτα με διάφορους άλλους ανθρώπους μόνους. Οι καλυτεροι μου φίλοι βρίσκουν συνεχώς ερωτικούς συντρόφους της δεκάρας, ίσα ίσα να περάσει η βραδιά τους.
Οι καλύτεροι μου φίλοι φαίνονται σαν όλα αυτά τα παρεξηγημένα κορίτσια με τα εξτένσιον και την πλατίνα ή σαν εκείνα τα αγόρια με τα φαρδιά ξεσκισμένα παντελόνια και τα μακρια μαλλιά. Οι καλύτεροι μου φίλοι είναι απόκληροι. Δεν τους θέλει κανείς. Ούτε κάν εγω. Γι αυτό ζουν μέσα στην απέραντη μοναξιά.
Κι όμως ήταν καλά παιδιά  ρε γαμώτο.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου