Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Αναμνησις.

Κι ήταν το κορμί σου κάστρο απάτητο
και πολιτεία μακρινή, απολιόρκητη
κι εγώ η τρελή θέλησα να την αλώσω
λες κι ήταν η Πόλη.

Μονολόγησες μια μέρα " εάλω η πόλις"
Κι εγώ τότε γαλήνεψα.
Μα ψέματα ήταν οι λέξεις σου..
Καμία πόλη δεν κατακτήθηκε,
κανένας εγωισμός δεν δηλητηριαστηκε.
Μονάχα ερείπια  του κάστρου στέκουν τώρα όρθια.

Αγάπη παλιά,
Αγάπη αγνή,
Αγάπη μακρινή,
πού να σαι ;
Έπιασε κρύο, θαρρώ.
Βοριάς φυσομανάει,
από μακριά φέρνει τη φωνή Σου,

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Συναίνεσις

Ενα κορμί αχόρταγο στην ηδονή,
μία στάλα κολακείας,
ένα πέλαγος αβάσταχτης μοναξιάς,
ελπίδες για συνταίριασμα δύο κόσμων
ή έστω η ανάγκη για αυτοεξαπάτηση
η γοητεία του  απροσδόκητου γεγονότος
 αρκούν για να ενδώσει κανείς στο πάθος.

Ερώτημα

Μαγευτική η όψη σου, απόκοσμη, παρόμοια, θαρρώ, με των Αγγέλων...



Την τόση ομορφιά Σου,αγάπη μου,  πού  να την ξοδεύεις ;
 Και Που σκορπιέται άραγε τούτη η αέναη γοητεία ;
Εκείνα τα μακριά, τρυφερά δάχτυλα ποιο πρόσωπο ν΄ αγγίζουν ;
Κι εκείνα τα σπινθηροβόλα μάτια πού άραγε να καθρεφτίζονται ;
Κι εκείνο το ηλιοφώτιστο χαμόγελο σε ποιά μάτια το χαρίζεις ;

Πού την σκορπάς, αγάπη μου, την τόση εμορφιά σου ;


Απώλεια.

Η απώλεια πρέπει να ναι μέρα Κυριακή
και να ναι ώρα βραδυνή, 
με πηχτό σκοτάδι που καλύπτει τη γη,  
Ουρανός χωρίς φεγγάρι
κατάμεστος με σύννεφα που κρύβουν τ'  αστέρια. 
Κι ούτε οι σκιές δε φανέρωνονται τη νύχτα κείνη, 
μονάχα οι αναμνήσεις μεταμφιέζονται σε νύμφες 
που ξαφνικά φωτίζουν τα μεσάνυχτα, 
ώστε να ματώσουν την πληγή.

Η απώλεια πρέπει να χει γεύση του ποτού της μοναξιάς: 
Στιφή, βαριά, με έντονο αλκοολ. 
Γεύση πικρή σαν του τσιγάρου τον καπνό. 
Κι η απώλεια δεν αστειεύεται. 
Δεν βολεύεται με καμία θλιβερή μουσική, 
με κανένα εξευγενισμένο άσμα.
Θέλει σκυλάδικο η απώλεια, ή έστω ένα βαρύ λαικό
κι ένα καφενείο μικρό στην άκρη της πόλης, 
παρέα με τους περιθωριακούς θαμώνες, 
τους εξουθενωμένους απ΄ το μεθύσι. 

Εις ανάμνησην



Tα  στοιχεία της γης όλα επάνω σου έλαμπαν: 
Το μοιραίο πέλαγος που στη δίνη  του αδηφάγα με κατάπινε, 
η γη η εύκαρπη, διψασμένη, αλλά και ζωογόνα, με έθρεψε. 
Η φωτιά , που πυροδότησε τα σωθικά μου
Μελτέμι ένα απομεσήμερο τ'  Αυγούστου,
που  δρόσευε το κορμί μου στ' αποκορύφωμα του θέρους. 


 Κι ήσουν το Φως των οφθαλμών μου το λαμπρό,
 τ' απάτητο το περιγιάλι, το  δύσβατο κι ερημικό...


Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Εσύ πού είσαι ;

Ο χρόνος κυλάει με τους δικούς του ρυθμούς. οι μήνες φεύγουν, οι άνθρωποι φεύγουν.
 Μόναχα αποκαήδια μένουν  να σου θυμίζουν τα περασμένα χρόνια, τις παλιές φωτεινές ημέρες.
 κι οι άνθρωποι φαντάσματα είναι- τι νομίζεις ; - που σε εγκαταλείπουν.
Καθείς με τη σειρά του.

Κι ο έρωτας που ονειρεύτηκες μοιάζει να ζει σε ιδανικές μυθοπλασίες ή να εμφανίζεται σε άλλων ανθρώπων τις ζωές, ενώ εσύ ξεχασμένος εδώ κάτω αναμένειςσυντροφιά με άλλους ονειροπόλους, που σου μοιάζουν.

 Αλλά κανέναν όμοιο σου δεν μπορείς να συναντήσεις να σου δώσει το χέρι ν ανέβεις από τον βούρκο.
Και θα ήθελες στ' αλήθεια να ξεγελαστείς πάλι άλλη μία φορά, αλλά η αντίληψη είναι αυτή που σκοτώνει.
Γιατί είναι αδύνατον να πιστέψεις πως στον απέραντο ωκεανό των ανθρώπων, εσύ θα βρεις εκείνον που πράγματικά θα σου ταιριάζει. -Πόσες πιθανότητες έχεις ; Καμία, το ξέρεις.

Κι ο φάυλος κύκλος συνεχίζεται.
Αέναη μοναξιά.
Ατέλειωτο ξόδεμα.

Κι ύστερα τα τσιγάρα τελειώνουν,
το πακέτο αδειάζει.
Οι στίχοι πληθαίνουν.

Η έλλειψη διογκώνει πάντα την επιθυμία.
η έντονη επιθυμία οδηγεί σχεδόν πάντα σε μεγάλο έρωτας.
Ο μεγάλος έρωτας οδηγεί πάντα στην τρέλα.

Εξαυλώθηκα από την απουσία σου.
Σταγόνα έγινα στον ωκεανό των ανθρώπων.
Εσύ πού είσαι ;