Σάββατο 20 Ιουλίου 2019

Ματαιώσεις.

Αναψε η λάμπα στο απέναντι πεζοδρόμιο.
άναψε κι εμένα ο πόθος μου,
μα το φως αυτό αύριο το πρωί θα σβήσει,
κι ήσυχα κι αναίμακτα θα κοιμηθεί κι αυτό το πάθος.

Αύριο θα 'ναι ένα παγωμένο δειλινό..
μήνας Δεκέμβρης, Χριστουγεννιάτικα φώτα..
κι εγώ πιο παγωμένη από ποτέ,
θα προσπαθώ να ξεριζώσω από μέσα μου
μέσα στους πολλούς κι Εσένα.

Κι ύστερα, όταν πια θα ξεχάσω τα μάτια σου,
όταν πια δεν θα ακούω εκείνον τον αντίλαλο της  φωνής σου,
τότε ξανά με το αμήχανο χαμόγελο θα επιστρέψεις,
να μου θυμίσεις πως ίσως κάποτε να σ' αγάπουσα.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Εμμανουελ και Καμίλια

Εκείνος αναζητούσε το σώμα της κάθε πρωί, Έψαχνε με τα χέρια του να τη βρει πλάι του στο κρεβάτι. Ματαιοπονούσε τουλάχιστον ένα τέταρτο της ώρας κάθε πρωινό τα τελευταία πέντε χρόνια. Μάταια. Η Καμίλια έφυγε χωρίς να προειδοποιήσει κανέναν ένα βράδυ του Οκτώβρη. Εκείνο το βράδυ πρέπει να ένιωθε μέσα βαθιά τη καρδιά της να σφίγγεται, το στόμα της στεγνό, τα πόδια της τη κράταγαν μετά βίας, αλλά το είχε αποφασίσει. Θα έφευγε κρυφά. Δεν θα έλεγε τίποτα στον Εμμανουέλ, με τον οποίον είχαν μοιραστεί είκοσι χρόνια ζωής.

Ο εμμανουελ ήταν  καλός άνθρωπος,  από παλιά αστική οικογένεια και δούλευε συνεχώς στο γραφείο του, διεκπεραιώνοντας γραφειοκρατικές εργασίες. Το γραφείο του ήταν ένα έργο τέχνης, κτίσμα παλαιό, με μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν την απέναντι μικρή παραθαλάσσια κωμόπολη. Προτιμούσε να δουλεύει κάπου μακριά από το κέντρο και όσο για τους πελάτες του δεν ανησυχούσε, καθώς μετά από τριάντα χρόνια εμπειρίας στην δουλειά, είχε αποκτήσει πλέον τόση μεγάλη φήμη, που ο κόσμος θα συνέρεε για να τον συμβουλευτεί, ακόμα και αν πήγαινε στην κορυφή του απέναντι βουνού. Βλέπεις ο Ιμμάνουελ είχε πολλές περγαμηνές, τρία πτυχία του Πολυτεχνείου, και ένα μεταπτυχιακό στα Δομικά Υλικά από το καλύτερο Πανεπιστημίο της Γαλλίας.
Η Καμίλια καταγόταν κι αυτή από αστική οικογένεια, αλλά δεν είχε δα και τόσο σπουδαίες σπουδές, ούτε τόσα πτυχία όσα ο Εμμάνουελ. Ηταν μία ταπεινή ζωγράφος. Καθόταν με τις ώρες στο μικρό δωμάτιο του τεράστιου νεοκλασικού κτηρίου και ζωγράφιζε με κάρβουνο, αλλά και λαδομπογιές. Η ζωγραφική ήταν το πάθος της. Κάθε φορά που έπιανε τα πινέλα ένιωθε ότι κάποια ανώτερη δύναμη δίνει σήματα στον εγκέφαλο και το αριστερό της χέρι σχεδιάζε ακατάλυπτα σχήματα, τα οποία στην πορεία μετά από πολύ μόχθο έντυνε με διάφορα χρώματα. Κάποτε δεν έβαζε διόλου χρώμα στα σχέδια της, μόνο ζωγράφιζε σκίτσα με κάρβουνο. Τα ασπρόμαυρα ήταν τα αγαπημένα της. Ο πατέρας της Καμίλιας, γνωστός ιατρός και υπουργός υγείας κάποτε με την παράταξη των δημοκρατικών, αντέδρασε άσχημα όταν η Καμίλια αποφάσισε να μην ακολουθήσει την ιατρική, και να δώσει εξετάσεις στην Ανωτατη Σχολή Καλών Τεχνών της χώρας.  Ακόμα χειρότερα όμως αντέδρασε ο πατέρας της, όταν η Καμίλια αρνήθηκε την δημόσια θέση ως καθηγήτρια εικαστικών σε σχολείο της γειτονιάς της, θέση την οποιά ο πατέρας της είχε προσπαθήσει πολύ για να της εξασφαλίσει. Ομως, εκείνη δεν ήθελε να χαρίσει τον συναισθηματικό κόσμο της που εξέφραζε μέσω της ζωγραφικής σε μία δημόσια θέση. Ηθελε να μείνει μακριά από το εθνικό σύστημα εκπαίδευσης, μίας και πίστευε πώς το μόνο που μαθαίνουν οι δάσκαλοι στα παιδιά είναι η σκληρή και σχεδόν στρατιωτική πειθαρχία. Αν υπήρχε ένα άλλο είδος σχολείου, ένα σχολείο που να μαθαίνει στα παιδιά την διεκδίκηση και την απειθαρχία, τότε μάλιστα, θα δεχόταν μετά χαράς τη θέση που της προσφέρθηκε.

Ο Εμμάνουελ γνώρισε την Καμίλια περίπου στα δεκαοκτώ της χρόνια σε έναν χορό που διοργάνωνε το πανεπιστήμιο της. Η Καμίλια ήταν τότε μία ξέγνοιαστη και πανέμορφη φοιτητριούλα, ενώ εκείνος ένας καταξιωμένος επαγγελματίας, μίας και είχαν διαφορά σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια. Εκείνος την πρόσεξε από την πρώτη στιγμή που εισήλθε στο χώρο, καθώς φορούσε ένα κόκκινο μακρύ φόρεμα, το οποίο ήταν πολύ απλό, αλλά πολύ όμορφο. Τότε την πλησίασε, άρχισαν να μιλούν και δεν άργησαν να καταλήξουν κουλουριασμένοι στο πάτωμα του φοιτητικού της σπιτιού. κατήργησαν σχεδόν τον χρόνο, και όλες τις μικροαστικές συνήθειες και έγιναν ζευγάρι. σε λιγότερο από ένα εξάμηνο αποφάσισαν να μείνουν μαζί και καθώς είχα τυφλωθεί από το απαράμιλο πάθος, δεν μπορούσε κανείς από τους δύο να αντιληφθεί πως αυτοί οι δύο άνθρωποι ουδέποτε θα μπορούσαν να συνεχίσουν να είναι μαζί .

Τελικά ο χρόνος αποφάσισε ότι αυτοί οι δύο δεν μπορούν να συμβαδίσουν. Ο εμμανουέλ ήταν πολύ τυπικός. Η καμίλια από την άλλη ουδεμία σχέση με την τυπικότητα είχε. Ο,τι δεν περιείχε έρωτα της προκαλούσε αφόρητη βαρεμάρα και μελαγχολία. Ο χρόνος ίσως όλα τα να τα εξαλείφει, ίσως είναι εκείνος που εξαφανίζει στην χοάνη του τα πιο μεγάλα πάθη. Η Καμίλια μέρα τη μέρα μαράζωνε, κλεινόταν με τις ώρες μέσα στο μικρό δωμάτιο της και ζωγράφιζε σχεδόν ασταμάτητα, ενώ ο Εμμανουελ εργαζόταν στο μεγάλο κτήριο μόνος πέρα απ΄την πόλη και αναρωτιόταν σιωπηλά για την αιτία της μελαγχολίας της Καμίλιας. Ωστόσο ποτέ δεν τη πήρε στα σοβαρά αυτή της την μελαγχολία, αλλά αντίθετα σκεφτόταν πώς μάλλον αιθεροβατεί καθώς ουδέποτε εργάστηκε και ουδέποτε μόχθησε για να καλύψει τις βασικές της ανάγκες. Πίστευε ότι θα περάσει ο καιρός και η Καμίλια θα είναι πάλι εκείνη η χαμογελαστή φοιτηρια που είχε γνωρίσει.

Τα χρόνια όμως είχαν περάσει και η Καμίλια κόντευε πλέον τα σαράντα, χωρίς όμως να έχει αλλάξει πολύ. Μόνο μικρές ελαφρές ρυτίδες μαρτυρούσαν την ηλικία της. Ο Εμμανουελ είχε μεγαλώσει αρκετά και η ηλικιακή τους διαφορά έγινε πλέον αισθητή. Ενα πρωί η Καμίλια ξύπνησε, άγγιξε το σώμα της. Αντιλήφθηκε πώς ακόμα είναι ζωναντό. Ζεστό. Σφρυγιλό και υγιές. Ξαφνικά κάτι ξύπνησε μέσα της, ο ποθος για ελευθερία, για έρωτα. Εκανε να αγκαλιάσει τον άντρα της, μα εκείνος προς απογοητευση της  είχε φύγει για τη δουλειά του. Ηταν το βράδυ εκείνης της ημέρας που η Καμίλια αποφάσισε να πάρει το σαρκίο της και να αποχωρήσει για την Ελλάδα, δίχως ποτέ να έχει επισκεφτεί την χώρα αυτή. Πράγματι, εκείνο, το ίδιο μελαγχολικό και γκρίζο βράδυ η Καμίλια έφυγε. Ουδέποτε ειδοποίησε τον Εμμανουελ για τον τόπο που βρίσκεται. Εκείνος εδώ και πέντε χρόνια αναζητά το κορμί της κάθε γκρίζο πρωινό. Το μεγάλο σπίτι φαντάζει άδειο. Η πόλη είναι άδεια.

Φτωχέ Εμμάνουελ είσαι κι εσύ ένας ακόμα ματαιωμένος. Ενας ακόμα από εκείνους που εφησήχασαν στη μικροαστική τους σχέση. Ενας ακόμα από εκείνους τους άχρωμους και άοσμους εραστές της συνήθειας.
Η μικρή Καμίλια κάπου μακριά χάνεται στις ονειροπολήσεις της για δήθεν αιώνιους έρωτες... Κάπου σ ένα μικρό ελληνικό κυκλαδίτικο νησι η Καμίλια ξυπνάει κάθε πρωί κοιτάζοντας την ανατολή του ηλίου, περιφερόμενη στα λευκά στενά σοκάκια και μαραμένη πια από τον καιρό και την προσμονή, κοιμάται μόνη από τις δέκα. Οσο για εραστές είχε πολλούς, αλλά κανείς μα κανείς δεν της χάρισε εκείνον τον αιώνιο έρωτα, που τόσο ανελέητα και εμμονικά αποζητούσε.
Ισως εκείνος ο νεαρός που υπάρχει κάπου σε μία άκρη της ζωής της, να της εμπνεύσει εκείνον τον έρωτα που αναζητούσε... Ισως. Ποιός ξέρει ; Δεν θα μάθουμε ποτέ...αφού οι έρωτες αρχίζουν μ ένα ίσως, κορυφώνονται με μια κραυγή που φωνάζει "ΝΑΙ" και τελειώνουν μ ένα |" ποτέ ξανά"...