Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Ερευνα Τιτλων Ιδιοκτησίας

Στους πέντε ορόφους της μεγάλης πολυκατοικίας, που ανήκουν σε δημόσια Υπηρεσία, άνθρωποι πηγαίνουν κι έρχονται, ψάχνοντας άλλοι ήρεμα και άλλοι μετά μανίας διάφορα χοντρά βιβλία, που γράφουν αριθμούς. Μόνο οι ειδικά καταρτισμένοι άνθρωποι αναγνωρίζουν το σημαινόμενο πίσω από τους αριθμούς. Σιωπή επικρατεί, ουδείς ομιλεί, ουδείς γελάει. Όμως, αυτή η ασθενική, σχεδόν υστερική ησυχία που μάλλον επικρατεί στα ψυχιατρεία, διαταράσσεται από διάφορους, παράξενους  ήχους: Έχετε παρατηρήσει ποτέ πώς ηχεί το άνοιγμα των βιβλίων (;) : χράτσ- χρούτσ, χράτσ-χρούτσ,ένα ήχος μάλλον αιχμηρός , ένας ήχος που θα μπορούσε, αν τον ακούς επαναλαμβανόμενα να σε οδηγήσει σε κατάθλιψη. Οι δείκτες του μεγάλου ρολογιού μονότονα χτυπούν: τικ τακ, τικ- τακ, τα δευτερόλεπτα περνούν, οι άνθρωποι περνούν.  Από πέρα μακριά στο βάθος ακούγονται χτύποι τακουνιών ακούγονται, γυναίκες πάνε και έρχονται, ανασηκώνουν βιβλία από τις τεράστιες βιβλιοθήκες, τα ανοίγουν και διαβάζουν με προσοχή τα νούμερα.

 Στο σύγχρονο κόσμο, σκέφτομαι, είμαστε το σύνολο των αριθμών που μας εξατομικεύουν : αριθμοί φορολογικού μητρώου, αριθμοί κοινωνικής ασφάλισης, αριθμοί τηλεφώνου, αριθμοί οικογενειακών μερίδων, αριθμοί, αριθμοί αριθμοί.... Επιτέλους! Φτάνει πια! Δεν είμαστε αριθμοί, είμαστε το σύνολο των ερώτων μας, το σύνολο των απογοητεύσεων μας, το σύνολο των βιβλίων που διαβάσαμε και των μουσικών που ακούσαμε, είμαστε, σκέφτομαι, πολύ περισσότερα από κάποιους αριθμούς.

Ασανσέρ ή αλλιώς ανελκυστήρας πηγαινοέρχεται, κάνει έναν παράξενο θόρυβο, όπως αυτός που κάνουν εκείνοι οι παλιοί ανελκυστήρες... Περιφέρομαι στους ορόφους, ανεβοκατεβαίνοντας από τις σκάλες. Είμαι σχεδόν αποπροσανατολισμένη. Γυρνάω μέσα σε αίθουσες, οι οποίες είναι σχεδόν άδειες, κατοικούνται από τεράστιους τόμους βιβλίων. Άμοιρα βιβλία, καταδικασμένα μέσα στη μοναξιά τους.

Οι τόμοι Μεταγραφών, έτσι όπως έχουν τοποθετηθεί μόνοι και στοιβαγμένοι, που μόνο κάποιοι συνάδελφοι- υπηρέτες της γραφειοκρατίας ανοίγουν για λόγους τυπικούς, ομοιάζουν μ εκείνη την απέραντη και ανελέητη μοναξιά των ηλικιωμένων στις μεγάλες πόλεις, σκέφτομαι: Οι ηλικιωμένοι στοιβαγμένοι μέσα σε δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα, ή μέσα σε εκείνα τα αποτρόπαια διαμερίσματα του κέντρου κείτονται ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους, αποκομμένοι σχεδόν από την κοινωνία. Τα παιδιά τους πλέον τους επισκέπτονται μόνο για λόγους τυπικούς, μόνο για ένα " γεια, μάνα/πατέρα, τι κάνετε?" , ακουμπούν λίγα λεφτά στο κομοδίνο και ύστερα εξαφανίζονται μέσα στις υστερικές συνεχόμενες και επαναλαμβανόμενες καθημερινές τους μέρες, όπως ακριβώς κάνουμε οι δικηγόροι με τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου: Τα ανοίγουμε μόνο για λίγο, κρατούμε σημειώσεις, κι ύστερα συνεχίζουμε την εφιαλτική ( ή και όχι) ημέρα μας.

Στο πενταόροφο αυτό κτήριο κανείς δεν σε υποδέχεται, κανείς δεν σου λέει καλημέρα. Μοιάζει τόσο αφιλόξενο, όπως μοιάζει κι αυτή η πόλη- που δεν θα την ονοματίσουμε, γιατί  θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε πόλη  σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου- . Αυτή η βαριά σιωπή έχει τυλίξει τους πάντες και τα πάντα. Οι άνθρωποι πια ομοιάζουν με πράγματα που εκ φύσεως δεν ομιλούν. Η επικοινωνία έχει περιοριστεί σε απαραίτητες και τυπικές κουβέντες, ίσα ίσα για να συνεννοηθείς: - Εφαγες ; Ήπιες νερό ; Έχεις κλειδιά ; Πλήρωσες το δάνειο ; Ήρθε ο φόρος- . Οι άνθρωποι πια μιλούνε μόνο για πράγματα ρουτίνας, για πράγματα κυνικά, για οικονομικές υποχρεώσεις, για οικονομικές απολαβές : - πόσα βγάζεις ; τόσα. και σου φτάνουν ; ε, δεν μου φτάνουν, αλλά τα κουτσά στραβά τα βολεύω-
Σταματήσανε οι άνθρωποι να  ενδιαφέρονται για βαθύτερα ζητήματα, η μαγεία της συνάντησης μέσω του λόγου έχει πια πάψει από καιρό σ αυτή την αλλόκοτη μεγαλούπολη, σ αυτό το αλλόκοτο απάνθρωπο  καπιταλιστικό σύστημα που μας εξαχρειώνει κάθε μέρα όλο και πιο βάναυσα. Σταμάτησαν οι άνθρωποι να περιγράφουν την θάλασσα, τα μπλε της, τον έρωτά τους, τη φιλία τους. Νέοι άνθρωποι μοιάζουν πια κουρελιασμένοι, μιζεροποιημένοι, ντυμένοι με μαύρα ρούχα περιφέρονται στους μεγάλους δρόμους, σιωπώντας αντί να μιλούν για πάθη, για λάθη ή έστω για προσωπικές επαναστάσεις- μα όλα αυτά μοιάζουν πια να είναι ξεχασμένα σ έναν παλαιότερο καιρό, σαν φαντάσματα αλλοτινών μεγάλων ιδεών. Ετούτη η σιωπή με πνίγει, όπως με πνίγει κι αυτή η σιωπή της Δημόσιας Υπηρεσίας, όπως με πνίγει κι αυτός ο γραφειοκρατικός και διεκπεραιωτικός ρόλος που έχω αυτή τη στιγμή.

Άνοιξα το βιβλίο, εκπαιδευμένη καθώς είμαι κατάλαβα τι μου λένε οι αριθμοί... Κατάλαβα πώς τώρα πια μετά από τόσον καιρό που μοχθώ, κατάκτησα μία γνώση, που ίσως να είναι άχρηστη. Ίσως όλοι τούτοι εδώ μέσα να έχουν τις ίδιες άχρηστες γνώσεις μ΄εμένα. Ίσως σ αυτό το καταραμένο ίδρυμα θα έπρεπε να μας μαθαίνουν κι άλλα πιο χρήσιμα πράγματα: να ακούμε με περίσκεψη τη σιωπή και να κατανοούμε τι μπορεί να φωνάζει εκείνη, να αμφισβητούμε αριθμούς και κυρίως την ιδέα ότι είμαστε το σύνολο των αριθμών που κάθε κυβέρνηση μας δίνει, να μαχόμαστε για αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα του κάθε αδικημένου. Ισως τελικά θα έπρεπε να μας μάθει το ιδρυμα τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Μα ΦΕΥ δεν το πράττουν αυτό τα σχολεία, ούτε τα πανεπιστήμια, ούτε κανενός είδους θεσμός, παρά μόνο η λογοτεχνία, η ποιήση και η μουσική... Αν η τέχνη, δεν μπορεί να μας σώσει από την ανθρωποφαγία, τότε ποιός ; 

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

Διερώτηση.

Την είχε αγκαλιά και τη φιλούσε. 
Εκείνη έβαλε τα κλάματα. 
- τι έχεις ; 
- τίποτα, αποκρίθηκε. 
Εκείνη όμως ήξερε μέσα της
ότι ο έρωτας δεν είχε γεννηθεί 
και ότι το κενό είναι άπειρο, 
ότι αυτό είναι άδικο, 
ότι ο Αλλος λείπει, 
και θα λείπει για πάντα, 
από δική της επιλογή. 

Εδώ τελειώσαμε. 
Ο αμοιβαίος έρωτας θα μας βρει ποτέ ; 
Θα πάρουμε ποτέ φωτιά ;