Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

εμμανουελ και καμίλια 2.


Αυτή η δόλια ψευδαίσθηση ότι δήθεν κάτι απρόσμενο και εκπληκτικό θα συμβεί στις ζωές μας κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ, μας κρατάει δέσμιους της απραξίας. Ναι, η Καμίλια ζούσε μ αυτή την ψευδαίσθηση. Αθήνα, Κωνσαντινούπολη, Παρίσι, Λος Αντζελες, ένα σωρό μεγάλες πόλεις επισκέφτηκε πάντα μονάχη της με την ελπίδα να συναντήσει μία έκπληξη που θα της άλλαζε τη ζωή. ενδόμυχα πίστευε ότι η έκπληξη αυτή θα ήταν ο έρωτας, εκείνος ο μεγάλος έρωτας που είχε κάποτε διαβάσει στα μυθιστορήματα, και με έναν τρόπο τον αποτύπωνε στους πίνακες της.

Όμως αυτό το φθινοπωρινό βράδυ στο νησί είναι πολύ διαφορετικό. Ο καιρός σιγά σιγά ψύχρανε, αλλά ακόμα μπορείς να καθίσεις έξω. Η χθεσινή βροχή ξέπλυνε τα κρίματα του καλοκαιριού, τις κραιπάλες με δήθεν φίλους, τις ανεύ ορίων οινοποσίες, τις ερωτικές περιπέτειες της, την αφρικανική σκόνη από τα φύλλα των δέντρων. Σωτήριο νερό το βρόχινο απάλυνε την κολλώδη και υγρή ζέστη του Αυγούστου ενώ επανέφερε την Καμίλια κατά κάποιον τρόπο στην πεζή και σκληρή καθημερινότητα της. Αρχίνισε ξανά να βρίσκει τους ρυθμούς της στη ζωγραφική, αγόρασε νέα λάδια και νέους καμβάδες και σκέφτηκε κάποια θέματα με το οποία θα καταπιαστεί τον επερχόμενο χειμώνα, τακτοποίησε το μικρό λευκό κυκλαδίτικο σπιτάκι της, έφτιαξε νέο σπίτι για την γάτα της και φύτεψε στο κήπο τα χειμωνιάτικα λαχανικά της.

Αυτό το συγκεκριμένο βράδυ όμως είναι ένα από εκείνα τα αλλιώτικα και αλλόκοτα βράδια. Βούλιαξε όλη μέρα στον καναπέ διαβάζοντας περιοδικά και αγαπημένα βιβλια, ενώ άκουγε το ράδιο να παίζει μουσική. Ένιωσε την ανάγκη να βγει έξω, ήθελε να νιώσει εκείνη την αίσθηση του απρόσμενου. Εγκαρτερούσε με τόσην προσμονή την έκπληξη. Σκέφτηκε να πάει μία βόλτα μήπως βρει εκείνον τον κατά αρκετά χρόνια μικρότερο της νέο. Συνήθως συχνάζει στο καφενείο της χώρας. Ντύθηκε όμως χωρίς ιδιαίτερη όρεξη, πέρασε από το καφενείο της χώρας, ο νεαρός δεν φάνηκε πουθενά. Η Καμέλια κρύωσε. Απογοητεύτηκε. Δεν συνέβη ούτε απόψε κάτι το απρόσμενο, ουδεμία έκπληξη. Έπειτα σκέφτηκε ότι ακόμα και στο Παρίσι, ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη οι βραδιές που συνέβαιναν εκπλήξεις ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Υπάρχουν μόνο επαναλήψεις, επαναλαμβανόμενα σκηνικά, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ανθρώπων. Απογοητεύτηκε προς στιγμήν. Έπειτα όμως αποφάσισε να πιει μία μπύρα μόνη της, συνήθεια που είχε στο Παρίσι, αλλά στο νησί το απέφευγε. Θα το κάνω, είπε από μέσα της, κι ας μην υπάρξει καμία έκπληξη. Αναρωτήθηκε στη συνέχεια για ποιόν λόγο περιμένουμε από τους άλλους ανθρώπους να μας εκπλήξουν. Πήρε τη ζωή στα χέρια της. Εξέπληξε εκείνη τον εαυτό της. Αναθάρρησε.Μάλλον κατάλαβε πως η αιώνια προσμονή της την καθηλώνει στην απραξία.

Καμέλια. Απογοητευμένη. Πληγωμένη γυναίκα. Ετών σαράντα. Ελεύθερη. Ωραία. Ενδιαφέρουσα. Κανείς όμως δεν έχει ενδιαφερθεί για εκείνη πραγματικά. Νοστάλγησε τον Ιμμάνουελ. Τι μπορεί να κάνει ο Εμμάνουελ; Πώς μπορεί να έχει βιώσει την πλέον ώριμη ηλικία του μακριά της... Ενιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά στη σκέψη ότι μπορεί εκείνος να ξαναπαντρεύτηκε κάποια άλλη γυναίκα. Ανεξήγητη ζήλια, παράφορα εγωιστική σκέψη . Δεν τον αγαπούσε πια τον Εμμάνουελ, ναι ήταν σίγουρη, δεν τη συγκινούσε πια αυτός ο σύντροφος. Ομως της έλειπε κάποια βράδια όπως αυτό εκείνη η σιγουριά ότι κυκλοφορεί στο σπίτι ένας άλλος άνθρωπος που μπορεί και να σε νοιάζεται. Ο εμμανουελ ουδέποτε νοιάστηκε πραγματικά για την Καμίλια. Κατά βάθος τη θεωρούσε φαντασιόπληκτη, ανώριμη και ανισόρροπη καλλίτεχνη, οπότε τις πιο πολλές φορές καταβαράθρωνε τους συλλογισμούς της. Σκότωνε την φαντασία της. Σκότωνε τις ονειροπολήσεις της. Ισως αυτή ήταν η ρίζα των διαφωνίων τους.
-"Ελα στην πραγματικότητα, Καμίλια... "
-" Κανείς δεν μπορεί να ζήσει με τόση πραγματικότητα, Εμμανουελ. Μόνη πραγματικότητα είναι ο θάνατος κι εγώ δεν μπορώ να ζήσω μόνο έτσι...."
-" Αρχισες πάλι τα καλλιτεχνικά σου..."
Θυμήθηκε αυτόν τον κλασικό και χιλιοείπωμένο διάλογο μεταξύ τους, χαμογέλασε αμυδρά, αλλά κατά βάθος λυπήθηκε. Κοιμάσαι μ΄έναν άνθρωπο εικοσιπέντε χρόνια, σκέφτηκε, και δεν σε ξέρει, δεν σε καταλαβαίνει, σε παίρνει για ονειροπαρμένη, για μία παράλογη καλλιτέχνη. Από την άλλη βέβαια παραδέχτηκε στον εαυτό της ότι μπορεί να είχε δίκιο ο Εμάνουελ, αλλά το δίκιο του αυτό δεν μπορούσε εκείνη ποτέ να το ενστερνιστεί. Εκεινη είναι ρυάκι, ήθελε να κυλάει, να ρέει, να χάνεται, να μην είναι στάσιμη, να ονειρεύεται μεγάλα όνειρα. Εκείνος ήταν άνθρωπος των αριθμών, των επιχειρήσεων, πρακτικό μυαλό, με λογική ευαισθησία, άνθρωπος δίχως γωνίες, άκαμπτος, απόλυτος, στιβαρός. Δηλαδή ήταν αρσενικός, χωρίς διόλου θυληκή πλευρά μέσα του. Η Καμίλια κάπου είχε διαβάσει ότι ο άντρας για να αγαπήσει στ αλήθεια μία γυναίκα πρέπει να εκθηλυνθεί. Εκείνος δεν της έδειξε ποτέ μία ευάλωτη πλευρά του. Ισως και να μην την αγάπησε.

Η Καμίλια σκέφτεται εγωιστικά. Ήθελε να την αγαπήσουν με τον τρόπο που ήθελε εκείνη να αγαπηθεί. να της εκφράζουν την αγάπη της, με τον τρόπο που αυτή έχει δει στις ταινίες και στα μυθιστορήματα. Ο άντρας της της φαινόταν ανεπαρκής, διότι δεν ήταν ο σούπερ ήρωας του χόλιγουντ αλλά ούτε και ο υπέροχος άντρας των ταινιών του Αλμοδόβαρ. Δεν διάβαζε βιβλία, δεν της έγραφε ποιήματα, δεν της εξέφραζε την αγάπη του, δεν την κατανοούσε. Ομως, την αγαπούσε. Την αγαπούσε πολύ. Για εκείνον ήταν πάντα μία ύπαρξη αψυχολόγητη, σχεδόν ακατάνοητη. Ηταν μία άπιαστη φύση, ήταν μία γυναίκα αίνιγμα, μία γυναίκα που σε εξέπληττε συχνά, έστω και δυσάρεστα, αλλά πάντως σε εξέπληττε με τις διατυπώσεις της, τα έργα της, ακόμα και με το ρυθμό του βαδισμάτός της. Ναι, το βάδισμα της ήταν χαρακτηριστικό. Την έβλεπε να έρχεται από μακριά, με γρήγορο βήμα και κουνώντας τα χέρια της και τους ώμους της λες και λικνίζεται στο χωρό. Ναι, όταν περπατούσε ήταν σαν να χόρευε κάποια ιταλιάνικη καντρίλια. Τα μαλλιά της ακολουθούσαν και συμπλήρωναν το φανταστικό χορό της. Σίγουρα ήταν πολύ εντυπωσιακή γυναίκα η Καμίλια. Εκείνος πάλι είχε μεγαλώσει όχι μόνο στα χρόνια, μα κυρίως στη συμπεριφορά. Το φοβερότερο που συμβαίνει με το χρόνο, δεν είναι τα σημάδια που αφήνει στο κορμί σου, αλλά τα σημάδια που αφήνει στους τρόπους σου και στις σκέψεις σου. Μεγαλώνεις και φοβάσαι περισσότερο, μεγαλώνεις και παραιτείσαι πιο εύκολα, μεγαλώνεις κι νιώθεις πως φτάνεις προς το τέλος κι ότι η μάχη σου δεν θα έχει κάποιο νόημα. Αυτό ένιωθε ο  Εμμανουελ με την Καμίλια. Δεν μπορούσε πράγματι να ανταποκριθεί στην προσδοκίες της. Δεν μπορούσε να διεκδικεί συνεχώς την επί εικοσιπέντε χρόνια σύντροφο του. Βολεύτηκε μέσα στην μοναξιά της σχέσης τους. Την αγαπούσε, αλλά κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του, με αποτέλεσμα να την χάσει. Την άφησε να φύγει. Τώρα κάθεται στο σπίτι του στο χωριό. Έχει κρύο. Εκείνος χωμένος στο χοντρά βιβλία δουλεύει. Δεν έχει φίλους. Δεν έχει γυναίκα. Δεν έχει τίποτα. Κανέναν. Μόνο τον εαυτό του και τον σκύλο της Καμίλια, την μικρή Νταίζη. Η Καμίλια τον έχει θυμώσει. Η εξαφάνιση της τον έχει διαλύσει. Ακομα δεν έχει ξεσπάσει.ισως να μην ξεσπάσει και ποτέ. Τέτοιοι τύπο σαν τον Εμμανουελ, ζουν με τα απωθημένα τους, ζουν με την καταπίεση τους, ζουν μέσα στον αυτοπεριορισμό τους.ισως έχουν μεγάλο εγώ και δεν θέλουν να παραδεχτούν τον πόνο τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου