Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Αθήνα.

Βρααδιάζει στην  Αθήνα... στην πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου. Περπατάω μόνη μου στην Ασωμάτων, κοιτάζοντας την αστική παρακμή τριγύρω. Τα κτίρια παραμελλημένα , θυμίζουν μία παραίτηση. Στο βάθος και στο τέλος της οδού, κοιτάζω τα καφενεία κι από πάνω μας ένα φεγγάρι φωτίζει τα ερωτευμένα ζευγάρια, τις γελαστές παρέες, τα χρόνια μας που περνάν και πίσω δεν γυρνάν. Νομίζω πως μυρίζω γιασεμί στη γειτονιά. Χαμογελάω περπατώντας και ακούγοντας κάποιο τραγούδι της Νικολακοπούλου. Ενας ταρίφας χωμένος μέσα στο κίτρινο ταξί του με προσπαρνάει. Η κόρνα ουρλιάζει.Ο διπλανός δρόμος πολυσύχναστος, αδιάφορος, κουραστικός. Η Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου. Η πόλη με τις αντιφάσεις. Η πόλη- σύμβολο της ελευθερία μου, της συναισθηματικής μου ελευθερίας, το γεωγραφικό μήκος και πλάτος στο οποίο μπορώ να εκφραστώ. Υστερα βαδίζω στα εξάρχεια σε μία ταράτσα στην Χαριλάου Τρικούπη. Είναι αργά κι αύριο πρέπει να ξυπνήσω για τη δουλειά, αλλά δε με νοιάζει. Θυσιάζω λίγο ύπνο για το φωτεινό φεγγάρι που φωτίζει το Λυκαβητό. Αμάξια πηγαίνουν κι έρχονται- μόλις που διακρίνω τα φώτα τους. Δάσος στο λόφο, το εκκλησάκι φωτισμένο, ένας βράχος που μοιάζει σμιλεμένος και καλοσχηματισμένος. Φώτα  από τα γύρω σπίτια. Τα άδεια μπαλκόνια- που πήγε όλος αυτός ο κόσμος ; Μάλλον θα κοιτάζει μία οθόνη κρυστάλλων. Τεχνολογία: μέσο απομόνωσης και κατάλοιπο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αεράκι δροσερό του φθινοπώρου με ηδονίζει. Η ζωή προχωρά- τα χρόνια δεν γυρνάνε πίσω, μήτε οι στιγμές.
Βραδιάζει στην Αθήνα και κάπου εσύ γελάς μάλλον. Σ έψαξα σ όλους τους δρόμους του κέντρου, αλλά δε σε βρήκα, αγάπη μου.Αρχίζει να βρέχει. Βρέχει γέλια, βρέχει δάκρυα, βρέχει χαρά, βρέχει και θλίψη. Πίσω από μία ρεκλάμα μπορεί να ταξιδεύεις σ ένα ταξίδι που κανείς δεν έρχεται, γιατί φοβάται το πάθος σου. Ενα ταγκό παίζει σ εκείνο το μπαρ που ακόμα δεν ξέρω το όνομα του και συ μ ένα μυδιάμα κοιτάζεις τους θαμώνες να πίνουν το ουίσκι τους. τα τροχοφόρα της Πατησίων μαρσάρουν ανελέητα, αναπτύσσουν γκάζια. οι άστεγοι στην πλατεία Αμερικής ετοιμάζονται να πλαγιάσουν- άλλοι αγκαλιασμένοι, άλλοι μόνοι. Ο άνθρωπος σου μέσα σε τόσα εκατομμύρια κόσμου μάλλον με σκέφτεται σαν ένα πλάσμα που δεν υπάρχει. Σαν μία αγάπη που αδικήθηκε από τον χρόνο κι από τις συνθήκες ή σαν μία τύχη που δεν την συνάντησε ακόμα. Η ελπίδα εξασθενίζει κι ο Σαββόπουλος στο walkman κλαίει μ ένα ζειμπέκικο βαρύ. Εδώ κάτω στα εγκόσμια δε κλαίει κανείς. Η ζωή συνεχίζεται, ο χρόνος άχρονος δεν ταυτίζεται με το παρόν, μα με φαντασιώσεις μέλλοντος. Απολαμβάνω την ονειροπόληση, χάνομαι σ δρόμους άγνωστους... Τα φιλιά γίνονται όλο και περισσότερα κι οι εραστές της μία βραδιάς βαδίζουν προς τα μικρά βρώμικα διαμερίσματα τους. Κι η Αθήνα παραμένει η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου. Κι η Νεφέλη φοράει ακόμα το μικρό κουρέλι  από φεγγαρόφωτο στα μαλλιά της... ενώ οι άνθρωποι σκοτώνονται " για ένα πουκάμισο αδειανό.. " 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου