Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Λείπεις-Λύπη.

Τι μου λείπει απο σένα λοιπόν; Ολοι ρωτούν και θέλουν να μάθουν κι ακόμα κι εγώ στιγμές στιγμές αναρωτιέμαι. Μου λείπει η αφή σου. Μου λείπου τα δάχτυλα σου που διέτρεχαν την πλάτη μου ενώ πέφταμε για ύπνο. Τα χείλη σου που άγγιζαν το μέτωπο μου εντελώς φιλικά,θα έλεγα, εντελώς τρυφερά. Μου λείπει η μυρωδιά σου. Αυτή η μεθυστική μυρωδιά λεμόνι, αποσμητικό αντρικό και μαλακτικού που έπλενες τα ασπρόρουχα σου. Μου λείπει η εικόνα σου κάθε πρωί- εκείνα τα πρωινά που ήμασταν μαζί τέλοσπάντων -. Να σε κοιτάζω έτσι, να κοιμάσαι γαλήνιος τον ύπνο του δικαίου,να είσαι έτσι βασιλεμένος, γαληνεμένος κι εγώ να μην σ' αφήνω στην ησυχία σου, ειδικά εκείνες τις πρώτες φορές που σε ξυπνούσςα χαιδεύοντας το πρόσωπο σου-μόνο αυτό, τόσο αθώα κάποιες φορές. Και μου έλεγες ότι σου είχε λείψει ένα τόσο παιδικό άγγιγμα. - Σχεδόν παιδί με γνώρισες και τώρα μ έχεις κάνει μία γυναίκα, μια κομματιασμένη γυναίκα σίγουρα.- Μου λείπει η εικόνα σου να σηκώνεσαι από το κρεβάτι και τα μαλλιά σου να πετάνε- μία χρυσόξανθη φωλιά μελισσών- και να τρέχεις στον καθρέφτη να τα στρώσεις κι εγώ να σε κοροιδεύω μόνιμα για την αφάνα σου. Μου λείπει να γυρίζεις σπίτι από το τρέξιμο και να χαμογελάς μ αυτό το αθώο σου χαμόγελο- το χαμόγελο του θριάμβου - και να τσατίζεσαι στιγμιαία που δεν άναψα θερμοσίφωνα κι εγώ να θυμώνω τάχα που τάχα φωνάζες- μήπως προλάβαινες να φωνάξεις; φώναζα εγώ και για τους δύο. Γενικά, όλα εγώ τα έκανα και για τους δύο. Εγώ τσακωνόμουν για δύο, εγώ αγαπούσα για δύο, εγώ φανταζόμουν για δύο. Εσύ αμέτοχος. Λάμβανες την αγάπη μου. Ποτέ δεν μ αγάπησες, το ξέρω. Βαριά κουβέντα, Το ξέρω. Αλήθεια είναι. -
Μου λείπει να μου λες "πιές νερό, δεν ήπιες όλη μέρα σήμερα. ή βγες έξω, μην είσαι όλη μέρα σπίτι. Αρκουδάκι, θα σε βγάλω να πάρεις αέρα. ' Αυτές οι φράσεις με σκοτώνανε. Κάθε φορά σ ερωτευόμουνα από την αρχή όταν τολμούσες να τις ξεστομίζεις. Κι ας μην καταλάβαινες γιατί. -έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν καταλάβαινες-. Μου  λείπουνε οι τεράστιες βόλτες μας στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, στην Πλάκα, στου Φιλοπάππου. Κι οι τεράστιες βόλτες τις καθημερινές στη Καστέλα, ν ατενίζω την θάλασσα από ψηλά και να σε κοιτάω και να σκέφτομαι εσύ είσαι η θάλασσα μου. Εσύ που δεν μπορώ ποτέ να σε αγγίξω. Πού ποτέ δεν μπόρεσα να σε περιορίσω, ούτε με την αγάπη μου μπόρεσα να σε δεσμεύσω. Γαλήνια θάλασσα εσύ. Ορμητικός ποταμός εγώ. Και κάπου εκεί στο δέλτα ανταμώναμε. Και κάποιες φορές, τις πιο πολλές, σκληρό ήταν το αντάμωμα. Επρεπε τα δικά μου νερά να μην είναι τόσο ορμητικά,για να μην σε ταρακουνήσουν. Κι άλλοτε το μπορούσα κι όταν το μπορούσα πιεζόμουν εγώ, για να μην πιεστείς εσύ. Αδικος κόπος. Η ορμητικότητα μου ερχόταν πολλές φορές και γινόταν πραγματικότητα.. Κλάματα, φωνές, "δεν μ αγαπάς" σου έλεγα. Στο τέλος έπαψα και να διαμαρτύρομαι. Αποξένωση. Δεν είχε νόημα. Και πόσο σε μισούσα. Πόσο σε μισούσα εκείνες τις στιγμές που ένιωθα πως δεν έχει νόημα καν να διαμαρτυρηθώ ή να κλάψω. Απογοητευτικό τέλος. Ετσι τελειώσαμε. Ετσι κι αλλώς. Σιωπηλά. Εκκωφαντική σιωπή. Μας βόλεψε. Και τους δύο, κακά τα ψέματα. Εσύ δεν ήθελες να μιλήσεις. Εγώ δεν ήθελα να ακούσω.
Αλλά και τα λόγια τι νόημα έχουνε; Περισσότερο δεν πονάνε; Από τις πράξεις κρίνεις, δεν χρειάζεσαι όμορφα περιτυλίγματα να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Ενα πάθος που τέλειωσε. Το κηδέψαμε μαζί; Οχι, μόνο εγώ έχω πενθήσει έστω και κάποιες μέρες, κάποιες στιγμές που σε σκέφτομαι. Εσύ άραγε τι να κάνεις; Αυτό που φαντάζομαι. Κι είναι αυτό που φαντάζομαι, που με κάνει αλήθεια να σε μισώ.  Σε μισώ, σε θέλω. το ίδιο είναι. Αλλά πίσω πώς να γυρίσω ; Αποκλείεται. -
Μου λείπουνε τα βράδια του Σαββάτου που έξω είναι - 8 κι εγώ σε περίμενα να έρθεις. Είχα καθαρίσει το σπίτι, είχα μαγειρέψει 2-3 φαγητά που σ αρέσουν, είχα γίνει ωραία-μόνο  και μόνο για ΣΕΝΑ- και η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Κάθε λεπτό αναμονής ήταν ένας αιώνας. Κι ύστερα χτυπούσε το κουδούνι και δεν μπορούσα να μην χαθώ στην αγκαλιά σου, να μην παραλύσω στο αγγιγμά σου. - κολακευόσουν όταν στο έλεγα αυτό, το θυμάμαι. Ακόμα κι αυτό το ηληθιο ιριαμβευτικό συο βλέμμα μου λείπει-. Μα πιο πολύ η αφή σου, η φωνή σου. Να με ξυπνάς για να μου πεις ότι έχω ουρά, ότι έτσι με είδες στον ύπνο σου. Να με φωνάζεις Ρόρη απο την αρχή του δρόμου, Να σ ακούω να γελάς, να θυμώνεις, να διαμαρτύρεσαι.
είναι αλήθεια. Για σένα βρήκα καινούριες λέξεις. Καινούριες συμπεριφορές. Καινούριες μάσκες. Μάσκες; Οχι, χωρίς στρατηγική ήρθα κατά πάνω σου και σ' έχασα με τις υπερβολές μου, με τον τρελό έρωτα μου - αυτόν που με έκανε δεδομένη. Πού ποτέ δεν έπαιξα με τακτικές. Αυτό φταίει. Πού τα έδωσα όλα. ή ίσως που διάλεξα εσένα. - Τόσα γράμματα. Τώρα θα είναι στο ντουλάπι με τις αναμνήσεις σου. Το μισώ αυτό. Σου είχα πει να μη με βάλεις ποτέ εκεί μέσα. Αλλά θα με βάλεις. Μισώ αυτό το ντουλάπι με τις αναμνήσεις σου. Ζηλεύω ακόμα κι εκείνο το πρώτο κορίτσι που φίλησες και το μόνο που ήθελα ήταν να θες μόνο εμένα-γαμώτο, τόσο εγωιστικό - και όλες οι άλλες να μην υπάρχουν κάν για σένα. Να είναι κατώτερες ή καλύτερα αδιάφορες. Γιατί για μένα, τουλάχιστον, όσο μου τροφοδοτούσες τον έρωτα ή όσο κοιμόμουν όρθια, δεν υπήρχαν άλλοι άντρες. Ηταν τόσο λίγοι μπροστά στην λάμψη σου. Εσύ ήσουν το ποίημα  που υπήρχε ολοζώντανο στην ζωή μου, ήσουν η ενσάρκωση ενός μυθιστορηματικού ήρωα, του δικού μου ήρωα. Και τελικά, τι ; επεσες από το βάθρο σου. Αλλά δεν έφτιαγες εσύ. Εγώ σ' ανέβασα, εγώ σε κατέβασα.
Αλλά η αγαπημένη η αφή σου μου λείπει. Γαμώτο. Και ελάτε να μου πείτε όλοι εσείς οι τάχα μου κουλτουριάρηδες και συναισθηματικοί, ότι δεν αγαπάμε με το σώμα. Μόνο μ' αυτό ερωτευόμαστε. Χωρίς αυτό ποτέ. Αν δε νιώσεις το κορμί να πονάει από έλλειψη, ποτέ δεν ερωτεύτηκες. Να κάτι τύποι σαν εσένα, μώρό μου. Είμαι σίγουρη πως δεν πονάει το κορμί σου. Γι αυτό σου λέω. Αντίο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου