Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Ενα Βράδυ χωρίς τον κύριο Ζορμπα.

Είναι Σάββατο βράδυ απόψε. Ωστόσο δεν είναι ένα απλό Σάββατο βράδυ. Είναι ένα Σάββατο βράδυ,που περιμένουμε τον Τυφώνα κυρίο Ζορμπά να ρθει να μας τα κάνει όλα γης μαδιαμ. - Μάταια τον περιμένουμε, αλλά αυτός δεν έρχεται- Η Μητέρα, η κλασική ελληνίδα μάνα, πήρε τηλέφωνο να προειδοποιήσει, να μη βγούμε, "γιατί παιδάκιμ' θα γιν' χαμός". Είπαμε: Κλασσική Ελληνίδα μάνα. Βέβαια κανένας χαμός δεν έγινε, και ούτε κανένας τυφώνας μας θυμάται σ αυτή τη χώρα. Μακάρι να ερχόταν κανένας τυφώνας, μήπως και καταστρέψει τα πάντα και αναγεννηθούμε ξανά από την αρχή. Αλλά ως γνωστόν: Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, μονάχα ξεψυχά. Βέβαια εμείς ξεψυχάμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια, παραπαίουμε, έχουμε χτίσει έναν αδιανόητο εθνικό χαρακτήρα τέτοιον, ώστε μας καταστρέφει κάθε μέρα. Εν πάση περιπτώσει καμμία όρεξη για πολιτική ανάλυση αυτή τη στιγμή. Κάποτε που ήταν φοιτήτρια διάβασε πολλά πολιτικά κείμενα, προσπαθούσε να πάρει απόφαση, να ταχθεί με την μία συνιστώσα της ριζοσπαστικής αριστεράς ή με την άλλη ή μήπως με τους αναρχικούς. Τελικά βέβαια αποφάσισε ότι δεν θα ταχθεί με κανέναν από δαύτους. Καλύτερα να σαι δίχως δεσπότες, και "πολιτικά ορθές" απόψεις, και γραμμές του κόμματος, και άλλα τέτοια ρεφορμιστικά πράγματα, τα οποία της προκαλούν αλεργίες, τρόμο ανάμεικτο με γέλια, και μάλλον μία αηδία.
Απόψε, λοιπόν, που τελικά ο Ζορμπάς δεν μας την έκανε χάρη να μας επισκεφτεί, αποφάσισε να μη βγει. Για την ακρίβεια έγινε κάτι σχεδον παρανοικό: Χτυπήσανε κάτι τηλέφωνα από κάτι φίλους, που αράζαν στο ρουφ, ντύθηκε να πάει να τους βρει, αλλά μέχρι να ντυθεί- μιλάμε για ζήτημα 15' - οι άλλοι παρανοικοί φίλοι φύγανε από το καφενείο. Ο ένας της παρέας αυτής, ο υποτιθέμενος ωραίος γκόμενος της παρέας για να ακριβολογούμε, χώρισε επί τόπου, μέσα στο καφενείο. Φυσικά, σκέφτηκε, καιρός ήταν η άμοιρη κοπέλα να πάρει χαμπάρι τις απιστίες του. Ο άπιστος την έκλεινε σπίτι, και αυτός γύρναγε με τη μηχανή παίζοντας τος γόης- εντάξει πια, σιγά το γόη,ένα ζώον δύο μέτρα, που μετά βίας μπορεί να πει μία πρόταση στα Ελληνικά. βέβαια είναι πιλότος και κάποιες τσιμπάνε που είναι πιλότος και που είναι και δύο μέτρα- το θέμα είναι ότι εκεί πάνω, σε αυτό το ύψος, μάλλον το σήμα δεν πιάνει καλά, με αποτέλεσμα ο πάνω όροφος να μην λειτουργεί καθόλου αποτελεσματικά ή έστω ικανοποιητικά. Τελοσπάντων. Δεν τον λυπάται καθόλου αυτόν τον γελοίο τύπο. Μόνο την κοπέλα λυπάται. Θα πρέπει τώρα να βρει καινούριο σπίτι, να πενθήσει τουλάχιστον δύο χρόνια, και να μαζέψει σιγά σιγά τα κομμάτακια της με όποιον τρόπο μπορεί. Αλλά έστω σώθηκε από αυτόν τον γελοίο και άναδρο μαλάκα.
Σάββατο βράδυ στην οδό Υγρασίας αριθμός μηδέν.Κάθεται σ έναν μαύρο καναπέ. "Μαύροι δεν είναι και οι καναπέδες των ψυχιατρών; ", αναρωριέται. Τι άσχετο ερώτημα, που δεν έχει καν λόγο να απαντηθεί. Πολλά ερωτήματα δεν έχουν απάντηση τελευταία μέσα στο κεφάλι της τα τελευταία χρόνια. Ποιά τελευταία χρόνια δηλαδή; Από τότε που θυμάται τον εαυτό της. προσπαθεί κάτι να βρει να πει στη φίλη της που είναι σπίτι και είναι απογοητευμένη, προβληματισμένη και χωρισμένη. Υπάρχει άραγε παρηγοριά σε κάτι τέτοιες μαχαιριές, όπως κάποιοι μοιραίοι χωρισμοί ; Μπα, δε νομίζει. Απλώς το βουλώνει. Κάθεται δίπλα της. Ισως η δίκη της παρουσία να απαλύνει την απουσία Εκείνου. Ποιος δεν έχει βιώσει τουλάχιστον έναν τέτοιο χωρισμό εώς τα τριάντα ; Καπνίζουν και οι δύο σαν φουγάρα σήμερα, το τραβάει και ο καιρός άλλωστε, καφές, τσιγάρα,ποίηση, και μουσική. Εχουν κάνει δύο λακούβες στον καναπέ και μόνο διαβάζουν. Χτύπησε το τηλέφωνο της φίλης της. Εκείνος ήταν. Εμφανίστηκε για να κάνει για άλλη μία φορά τα πράγματα χειρότερα, και να θολώσει ακόμα περισσότερο τις σκέψεις της αγαπητής της φίλης. Πάλι σιωπή.
Η ηρωίδα μας, η Μαίρη, χάθηκε και πάλι στις σκέψεις της, στις όχι τόσο μελαγχολικές παραδοξως σημερινές σκέψεις της. Υστερα την πιάνει μανία.Θυμήθηκε η Μαίρη τον δικό της μεγάλο χωρισμό και είπε να δει τη συνομιλία την παλιά με εκείνον τον μεγάλο της έρωτα. Ευτυχώς. Διάβασε κάτι μειλς και επιβεβαίωθηκε: Ο τύπος ήταν ένα κενό πλάσμα, ένας βόρειος πόλος, ένα ειρωνικό απροσάρμοστο τέρας, που μόνο μάταιες και επιφανειακές ηδονές κυνηγούσε. Κουράστηκε. Ηθελε τόσο πολύ ένα ουίσκι. Αλλά δεν υπάρχει στο σπίτι. Δεν αγοράζει σκληρά ποτά, γιατί έχει μία τάση να πίνει. Μπήκε για μπάνιο. Να καθαρίσει το μυαλό της. Εξω βρέχει. Η φίλη πήγε για ύπνο. Η Μαίρη μήπως να πάει μέχρι το περίπτερο να βρει κανα σκληρό ; Είναι και Σάββατο μωρέ, μην τη βγάλει έτσι. Δεν το αποφασίζει όμως. Είναι ακόμα ένα Σάββατο που δεν την επισκέφτηκε κανείς, ούτε καν ο κυρίος Τυφώνας Ζορμπάς.
Βέβαια, σκέφτηκε, είχα τόσες πολλές απρόσμενες επισκέψεις αυτόν τον καιρό, που είναι όλες ευπρόσδεκτες. Κάποιες ίσως ήταν λίγο επίπονες. Η Μαίρη δε τη πάλευε τον τελευταίο καιρό. Αλλά τώρα τελευταιά είναι καλύτερα. Ξεκαθαρίζει το τοπίο. Ναι, αποφάσισε, θα πάει να πάρει ένα ουισκάκι.
Αντε και το έβαλε το ουισκάκι . το ουισκι είναι γα παράξενες ώρες. Είναι δύσκολο ποτό. Είναι ποτό που θα το πιεις σε δύο μάλλον καταστάσεις: Οταν χωρίζεις από κάποιον έρωτα και όταν έχεις μία διάθεση ποιητική γενικότερα. Η Μαίρη στην περίπτωση μας είχε χωρίσει από κάποιον που δεν ήταν ο έρωτάς της, οπότε μάλλον ανακουφίστηκε παρά έσκασε, και είχε μία ποιητική διάθεση. Κάπου διπλα της, στο ίδιο σπίτι, υπάρχει ένς φίλος της, με τον οποίον στο παρελθόν είχαν κοιμηθεί μαζί μία φορά- αμελητέο πράγμα η μία φορά, ειδικα όταν είναι ξεκάθαρο και για τους δύο πώς δεν υπάρχει έρωτας, τι θλιβερό θεε μου, εν πάση περιπτώσει, περασμένα πράγματα, τα οποία της θυμίζουν την παλια της ανωριμότητα- Αυτός ο φίλος της την πέφτει στη χωρισμένη φίλη της. Με κάποιον τρόπο. Τόσο έμμεσο. Αλλά η Μαίρη η γατα το κατανόησε. Οπότε αηδίασε. Ξενέρωσε τη ζωή της με το ανθρώπινο είδος. Αυτός ο τύπος είναι ο λεγόμενος γυπαετός, αυτοί αρέσουν στις γκόμενες, αλλά όχι στη Μαίρη. Οχι πια. Χόρτασε με δαύτους. Κάθεται ξάπλα στον καναπέ της και διαβάζει το DE PROFUNDIS, δεν έχει τίποτα να πει μ αυτόν τον τύπο, ενώ αντίθετα ο Ουαιλντ τα περιγράφει τόσο ωραία, τόσο αιχμηρά. Κάτι μέσα της ματώνει. Καημένε, φτωχέ μου Οσκαρ, γιατί δεν τον πέταγες από το παράθυρο αυτόν τον τύπο; Γιατί αποστέρησες από τον εαυτό σου τη δυνατότητα να ζήσεις έναν υπέροχο έρωτα, όπως εκείνος που σου άξιζε ; Γιατί άραγε όλοι εμείς οι ευαίσθητοι άνθρωποι δεν έχουμε το θάρρος να διώχνουμε από τη ζωή μας τα παράσιτα; Μεγάλη κουβέντα, και η ώρα είναι περασμένη. Ισως η Μαίρη να μας πει τι σκέφτεται επί του θέματος, μίαν άλλη φορα.
Προς το παρόν κρυώνει. Βρέχει. Η βροχή έχει μία ηδονή. Γλύφει τους δρόμους και τα πεζοδρόμια με μανία, με ακατάπαυστο ρυθμό, έναν αυθάδικο ερωτισμό, μία μανία σχεδόν εμμονική. Οι δρόμοι έβγαλαν μούσκλια, το νερό δυναμώνει, οι άνθρωποι τρέχουν πανικόβλητοι στη βροχή, οι ντελιβεράδες θα ζουν μία μαρτυρική νύχτα, κάποιοι θα πίνουν μπύρες σε κάποιο μπαρ, ο φιλος της ζει τον έρωτα του σ ενα βροχερό μέρος, σε ένα πολυτελές διαέρισμα στο Λονδίνο. Εκείνη θέλει έναν ερωτα μόνο, σ ένα δυάρι και όχι στο Λονδίνο... Αλλά αμα είναι έρωτας, δε βαριέσαι, ας είναι και στη Κίνα. Βάζει ένα ουίσκι ακόμα. το τρίτο. Δυναμώνει τη μουσική. Εκείνη μέσα της στέγνωσε. Εξω η  βροχή μονολογεί " εσύ, εσύ, εσύ".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου