Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Παρένθεση.

Σάββατο βράδυ ο κόσμος βγαίνει έξω να διασκεδάσει. Εγώ αφενός δεν έχω παρέα που να βγει σήμερα, αφετέρου δεν έχω όρεξη. Εξάλλου,αυτά τα δύο φαινόμενα είναι συχνά πια. Είμαι σ αυτή τη κατάσταση πάνω από ένα χρόνο. Η θλίψη σκέφτομαι πρέπει να μοιάζει με δίνη που σε ρουφάει   κάτω στον θαλασσινό βυθό. 
Δεκέμβρης έφτασε κιόλας-γρήγορα περνά ο καιρός. Άναψα το φωτάκια της βιβλιοθήκης μου, αυτά τα Χριστουγεννιάτικα,τα μικροσκοπικά και τη σόμπα μου. Απότομο κρύο στη πόλη. Σήμερα μόλις κατέβηκα από το αεροπλάνο αντίκρισα πυκνά και μαύρα σύννεφα. Ίσως αυτά έδωσαν κάποιες αφορμές προκειμένου να με πιάσει ένα πνίξιμο. Έφτασα στη πόλη. Έκανα μία βόλτα στα μαγαζιά. Είδα ένα φόρεμα. Σκέφτηκα να μπω μέσα να το αγοράσω. Δεν το έκανα. Εχει πιάσει το κόλπο: Να μη κυκλοφορώ με πολλά λεφτά, για να μη καταναλώνω. Σκέφτομαι, ότι πρέπει να αγοράσω κανένα φόρεμα. Φτάνει πια με τα παντελόνια και σακάκια. Βαρέθηκα να ξυπνάω, να βιάζομαι να φύγω από το σπίτι, στο τέλος να φεύγω σχεδόν αχτένιστη. Κάθε πρωί φοράω το ελάχιστο απαιτούμενο σακάκι. Δεν νιώθω γυναίκα πια. Δεν έχω όρεξη για τίποτα. Ούτε για τους ελάχιστους καλλωπισμούς που έκανα πάντα. Γενικά τον τελευταίο καιρό βαριέμαι τα πάντα. Σκέφτομαι από πότε έχω να κάνω έρωτα ή έστω να κάνω σεξ. Πρέπει να ήταν μία Κυριακή κάπου δύο μήνες πριν. Σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι υγιές στα 25, αλλά δεν έχω όρεξη καμιά. Οι σεξουαλικές μου ανάγκες μου περνάνε παγερά αδιάφορες αυτή τη στιγμή.

Οι συναισθηματικές μου ανάγκες από την άλλη πρέπει κάπως να καλυφθούν. Αλλά πώς ? Τον τελευταίο καιρό με με κουράζουν οι άνθρωποι, το σπίτι είναι καταφύγιο καταλαγιάζει ο θόρυβος, μπορώ να λέω ό,τι θέλω χωρίς να με κατακρίνει κανείς, χωρίς να  πρέπει να κάνω δεύτερες σκέψεις, χωρίς τελοσπάντων κανέναν ενοχλητικό και αναίσθητο άνθρωπο πάνω από το κεφάλι μου. Νομίζω ότι έχω βιώσει το χειρότερο χρόνο της ζωής μου.Νομίζω ότι αυτή η απουσία μου στοιχίζει πολύ. Μέρες μέρες θέλω μόνο να κοιμάμαι. πριν έναν μήνα δεν ήθελα να σηκώνομαι από το κρεβάτι. Κι όταν σηκωνόμουν αναγκαστικά η μέρα ήταν ένα μαρτύριο. Ενα συνεχόμενο αίσθημα μελαγχολίας, θλίψης και κενού και μοναξιάς. Στην αρχή μάλλον ήταν ανυπόφορα όλα αυτά. Εξού κι οι  άνθρωποι- αντιβιώσεις...Πλέον χρειάζομαι χρόνο για μένα.Δεν έχω χρόνο για τους άλλους.
Νιώθω ότι η ζωή κυλάει γρήγορα. Τρέχω συνεχώς. Κάνω αρκετά πράγματα εφέτος, αλλά και πάλι δεν μου είναι αρκετά. Πάλι νιώθω ανεπαρκης κι ενοχική. Παγίδα του συστήματος θα μου πεις, κι άλλα θα μου πεις, τα ξέρω.


Δεν έχω ωραία λόγια να εκφράσω τον πόνο μου και την απογοήτευση μου.
Είμαι παγωμένη.

Εχει έρθει δέμα από το νησί.
Με τσίπουρο.
Τ ανοίγω.
Βάζω στο ποτήρι.
Στρίβω τσιγάρο.
" Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά... είσαι μικρός και δεν χωράς τον αναστε- τον ανεστεναγμό μου... "
Είσαι ωραίος Μπιθικώτση.

Λαικός πόνος.
Λαική μουσική.
Εργατιά, φτώχεια, βιοπάλη,
κι ας με μεγάλωσε η μάνα μου στα πούπουλα,
εγώ αυτούς αγαπάω,
τους ανθρώπους του μόχθου,
με το φιλότιμο, το γέλιο, τη μπέσα.

Ολα αυτά που δεν είχες εσύ δηλαδή.
Και τότε γιατί σ΄αγάπησα;
ή για να θέσω σωστά το ερώτημα.
Σ' αγάπησα;

Μάλλον όχι. το έχω ρίξει στην ψυχολογία τελευταία. μήπως και βρω έναν τρόπο να σπάσω τη θλίψη. Κάπως πρέπει να σπάσει αυτή η πόρτα και να υπάρξει και πάλι χαρά και πληρότητα στα εσωτερικά μου. Ζω μία συνεχή δυικότητα. Από τη μία φαίνομαι χαρούμενη, κάνω χιούμορ στους άλλους, φαίνομαι δυναμική κι από την άλλη εσωτερικά μάλλον νιώθω διαλυμένη, ευάλωτη και μόνη. Ομως, είναι ίσως η μοναδική φορά που η μοναξιά αυτή μου αρέσει και για κάποιο λόγο δεν θέλω να βγω από αυτήν. Μιλάω για μοναξιά σχεδόν σε όλα τα πεδία της ζωής μου. Αλλά κάποιες φορές φαντάζομαι ότι συναντάω κάποιον άντρα που με συγκλονίζει. Κι αυτό άλλοτε μοιάζει σανίδα σωτηρίας κι άλλοτε μοιάζει σαν μαρτύριο, αφού θα φοβάμαι και πάλι μήπως προδοθώ. Κι είμαι σίγουρη ότι θα προδοθώ.  Κάποιοι είμαστε γεννημένοι για να ταιζουμε τους άλλους: Ερωτες, τρυφερότητα ,  στήριξη... Οταν αυτοί νιώσουν πάλι δυνατοί, θα μας αφήσουν και τότε εμάς ποιός θα μας ταίσει ; Κανείς! Μέσα στον χρόνο που μαστε χώρια τάισα πολλούς ανθρώπους, τάισα την καύλα τους για να ακριβολογώ. Χόρτασαν αυτοί. Εγώ βέβαια δεν τους πόθησα ποτέ. Κι έναν που τον πόθησα αρκετά, δεν μου χόρτασε τίποτα, ούτε καν τη καύλα μου. Γι αυτό έφυγα. Μη μας δημιουργήσει κι απωθημένα.

Εξάλλου, νιώθω ότι δεν μπορώ να εκφραστώ στους άντρες. Αυτοί πάντα τρομάζουν με εμένα. Ετσι που πηγαίνω και πέφτω πάνω τους σαν καταιγίδα, οι πιο πολλοί ψάχνουν να δουν που θα κρυφτούν. Εσύ δεν έφυγες βέβαια. Κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα και τη σχέση μας. Μα σ αυτή τη φάση της ζωής μου δεν πέφτω σαν καταιγίδα. Είμαι μόνο ψιλόβροχο. Μόνο μια θαμπή φλόγα, που δεν μπουρλοτιάζει και δεν καίει κανέναν. Είναι αδύναμη. Είμαι αδύναμη. Αλλά δεν το παραδέχομαι μπροστά σε κάποιον που μόλις γνώρισα. Ούτε καν σε εκείνον που γνωρίζω καιρό, στον συγκεκριμένο που έχει όνομα, επώνυμο, φάτσα και ηλικία. Και είναι το ίδιο αδύναμος με εμένα.
Δεν κατηγορώ κανέναν ούτε καν αυτόν που είναι η πηγή της μελαγχολίας μου. Μόνο ο νους μου φταίει, κι η καρδιά μου.


Καθόμουν σ εκείνο το καφενείο που καθόμασταν μαζί κάποτε. Φορούσα ένα μπεζ φόρεμα και μπεζ μπότες. Ηπιαμε κρασί κι είχε μαζευτεί η παρέα ολάκερη, γιατί κάποιος αναχωρούσε για την Ιταλία για ένα εξάμηνο. Εκείνο το βράδυ, θυμάμαι, ότι ήταν η πρώτη βραδιά της επίσκεψεως σου. Είχα μαγειρέψει από νωρίς. Σε περίμενα. Κι ήρθες νωρίτερα. Με βρήκες απροετοίμαστη. Γέλαγες. Εδιωξα τον Β. από το σπίτι, φάγαμε, ντύθηκα και πήγαμε στο καφενείο. Αφού καθόσουν δίπλα μου, είχα βαρεθεί τους πάντες. Εσύ μιλούσες με τον αγαπημένο μου Α. και ζήλευεις τον Π. που θα έφευγε. Διασκέδαζα που ζήλευες κι εσύ μία φορά εμφανώς. φύγαμε κι ύστερα πέσαμε ξεροί και μεθυσμένοι στο κρεβάτι για ύπνο. Οσον καιρό είμαστε χώρια, μ έχουν αγκαλιάσει κατά καιρούς διάφοροι. Αλλά δεν μπορώ να κοιμηθώ. Επειδή με πνίγουν. Ενώ μαζί σου μπορούσα να κοιμηθώ. Ακόμα κι αν μου έπιανες όλο το κρεβάτι.


Αλλά τι θα γίνει τέλοσπάντων με αυτές τις αναμνήσεις; Βαρέθηκα να ξεπροβάλλουν οι εικόνες μπροστά μου. Πάντα προσωρινά γίνομαι καλά. Συνήθως είμαι καλά για 2 βδομάδες. Μετά ένα σαββατοκύριακο σε θρηνώ. Μετά θυμώνω και λέω δεν αξίζεις. Ναι, αλλά δεν έχει σημασία. Ο πόνος είναι πόνος.

Θυμώνει η μάνα μου. Δε ξέρει τι βιώνω. Η φίλη της η Μ. μιλούσε μαζί μου και είδε πέρα απ τη μύτη της. Πέρα από τα όσα έλεγα. Είπα ότι είχα σκεφτεί στιγμιαία και παρορμητικά κάποτε όταν με έγραφες ότι η μόνη λύση είναι είτε να σε σκοτώσω είτε να σκοτώσω όλο το γυναικείο πληθυσμό πλην εμού, ώστε να μείνεις για πάντα μαζί  μου. Γούρλωσε τα μάτια της η μάνα μου. Η φίλη επενέβη. "Εϊναι λογικό της, είπε, στα  πάθη συμβαίνουν αυτά". Υστερα γύρισε σε εμένα και μου είπε. Αυτό δεν είναι έρωτας. Εϊναι πάθος. Χωρίς το πάθος της λεω, δεν μπορώ να βιώσω τον έρωτα. Ο έρωτας μόνο βία είναι.

και το σεξ, για τις γυναίκες είναι βία. Επιτρέπεις στον άλλον να "παραβιάσει" τον προσωπικό σου χώρο. Γι αυτό οι γυναίκες δεν κάνουμε τόσο εύκολα σεξ όσο οι άντρες. Αυτοί δεν ριψοκινδυνεύουν τίποτα. Αδειάζουν το σπέρμα τους μόνο, για να τους φύγει ο πονοκέφαλος. Τελοσπάντων.

Εχω χάσει τη ροή της σκέψης μου. Είμαι ξαπλωμένη σχεδόν στον καναπέ. Λέω να μη πιώ πολύ τσίπουρο. Ηθελα να πάω σε μία θεατρική παράσταση του συλλόγου. Δεν πήγα. Βαρέθηκα. Εφαγα και άραξα. Σκέφτηκα όλα αυτά και άλλα χειρότερα. Τα έγραψα μήπως και βγει μία άκρη. Είμαι παγωμένη όμως. Και τώρα βούρκωσα. Οπότε καληνύχτα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου