Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Αιρετικό

Και για να έχουμε καλό ρώτημα " τι δουλειά έχεις εσύ μ' αυτόν ;" διερωτόταν συνεχώς και αδιαλείπτως μέσα της, και είναι αλήθεια  ότι δεν μπορούσε να βρει απάντηση. Εκείνη ενσάρκωνε την καλή περίπτωση νύφης: Είχε εκείνο το προφίλ του καλού παιδιού, του ηθικού στοιχείου, που υποτίθεται ότι δεν παρεκτρέπεται, που υποτίθεται ότι ξέρει πολύ καλά τι θέλει. Ελεύθερη επαγγελματίας, με δική της επιχείρηση στα σκαριά, εμφανίσιμη, με περιουσία, και από καλή οικογένεια, που ουδέποτε έδωσε αφορμές για κοινωνικά σχόλια. Ευυπόληπτοι γονείς, που ήθελαν το καλύτερο για την κόρη τους, την γέμισαν ενοχές, και της έμαθαν ότι πρέπει να αναζητήσει μία σχέση με σκοπό τη μονιμότητα. 
Εκείνος πάλι ουδεμία σχέση είχε με όλα αυτά. Καταγόταν από μία οικογένεια, που κατά καιρούς είχε δώσει πολλές αφορμές, με περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, με ένα σωρό παράλληλες σχέσεις, ένα σωρό κραυγαλέους έρωτες, και μία μεγάλη και ανεπανόρθωτη οικονομική καταστροφή. . "Διαλυμένες οικογένειες, της είπαν, τι ψάχνεις ; Τι βιώματα έχουν , άραγε, και τα παιδιά ; " Εκείνος προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του ξανά, να σβήσει τα λάθη του παρελθόντος, αλλά του είχαν μείνει κάποια κουσούρια. Είχε μία ροπή στις καταχρήσεις, και στην αλητεία, έμπλεκε σε καυγάδες και σε ξύλο συχνά πυκνά. Είχε ένα σωρό ερωμένες στο παρελθόν, ένα σωρό έρωτες να θυμάται. Επαγγελματίας καρδιοκατακτητής, επαγγελματίας αρσενικό. Ενσάρκωνε το αρχέτυπο του ανδρισμού κατά κάποιον τρόπο: Έπινε και κάπνιζε, ήξερε πολεμικές τέχνες, δούλευε μεροκάματο από τα δέκα, κυρίως στην εστίαση. Είχε ξαναστήσει εκείνο το άλλοτε πετυχημένο μαγαζί των γονέων του, που το δούλευε σεζόν, ενώ το χειμώνα έβγαζε το μεροκάματο του. 
Φαινόταν αλιτήριος αυτός, εκείνη φαινόταν ένα καλό κορίτσι. Το φαίνεσθαι και των δύο ερχόταν σε σύγκριση. Ο κόσμος για τον Παρμενίδη ήταν ζεύγη αντίθετων. Κι οι δύο τους αντίθετοι, ασύμβατοι μεταξύ τους. Σαν ένα σενάριο ταινίας χιλιοπαιγμένο, καμία κοινοτοπία: η αρχόντισσα και ο αλήτης. Υπήρχε όμως ένα εξόφθαλμο σημείο συνάντησης τους, που το ανακάλυψαν μία ημέρα, που εκείνη είχε πάει στο μαγαζί που δουλεύει, και ήταν αμέριμνη και ήρεμη σχεδόν: Λάτρευαν τη λογοτεχνία, μίλησαν για τις ώρες για τους αγαπημένους τους συγγραφείς, σκιαγράφησαν μαζί ήρωες, είχαν περίπου μία ίδια ποιητική αντίληψη της πραγματικότητας. Είχαν κι ένα άλλο σημείο επαφής: ιδια πολιτική τοποθέτηση. Ενθουσιασμένη έφυγε εκείνη την ημέρα από το μαγαζί. Και τρομαγμένη. Τρόμαξε που έκανε τόσο όμορφη κουβέντα μαζί του. Πάντα αυτοί που μας γοητεύουν μας τρομάζουν. Αν ήταν αλλιώς πώς τα πράγματα, αν εκείνος δεν είχε πίσω του την οικογένεια του, αν δεν ήταν λίγο αλήτης, τότε ίσως δεν θα τρόμαζε τόσο, αλλά θα ενέδιδε ευκολότερα στο εμφανές φλερτάρισμα του. Οχι, πώς τώρα δεν ενδίδει. Τα μάτια της τον κοιτάνε με εκείνο το βλέμμα που τα λέει όλα και που είναι αυθάδες: "Πάρε με τώρα", του έλεγε με όλο της το είναι. Σε προστακτική έγκληση. Μόνο προστακτική ταιριάζει στα πάθη. Κι εκείνου το  βλέμμα έλεγε : "Θα σε δέσω και θα σε πηδάω ώρες" και ας της μιλούσε για τον Κρισναμούρτι. 
Το καλό κορίτσι... Το προφίλ που είχαν δημιουργήσει οι άλλοι ερήμην της, μετά από δέκα χρόνια απουσίας από την επαρχία, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια, και που την καταπίεζε αφόρητα και που την έκανε να ασφυκτιά.  Ήταν μία προοδευτική νέα γυναίκα, που για τα δεδομένα της επαρχίας που ζούσε, έφερε μέσα της επαναστατικές ιδέες, επαναστατική στάση ζωής. Ήταν μία νέα γυναίκα που με το κόκκινο σχεδόν πάντα κραγιόν της, προκαλούσε διακριτικά εκείνον που ήθελε. Ήταν μία γυναίκα που δεν μπορούσε να αντιληφθεί το σώμα της χωρίς να κάνει έρωτα με κάποιον. Το σώμα της, τόσο ατελές, μα τόσο ζωντανό, και έτοιμο να δεχτεί τον ανδρισμό του κάθε άντρα που την τρέλαινε, μέσα του και πάνω του. Και αποζητούσε απεγνωσμένα και κολασμένα το βάρος αυτό: το βάρος της ύπαρξης του άλλου, που ορμάει μέσα σου, και σε κατασπαράζει, με την άδεια σου φυσικά. Ζούσε πάντα με γνώμονα τον έρωτα, με γνώμονα το σωματικό έρωτα, που έκανε το σώμα της ευτυχισμένο. Ήθελε να γευτεί ένα ξένο σώμα, το σώμα του, να το χορτάσει. " Ευαγγέλιο σε δικαστήριο το σώμα σου"  Ήθελε να αποθεώσει το δικό του σώμα, να χαθεί μέσα σε αυτό, να το ευχαριστηθεί, να το χορτάσει. Ένιωθε τόσο πεινασμένη για αγάπη. Μία ακόρεστη καύλα για πάρτη του. Για πάρτη του ίσως να ήθελε να πέσει και στη φωτιά.
Και ύστερα κατακλύστηκε από την ενοχή. Από μία μικροαστική, καθαρά μολυσμένη νοοτροπία, που την σκότωνε, που την έκανε να τον τρομάζει, να μελαγχολεί. Τι θα είχε να πει η μάνα της και ο πατέρας της και ο κόσμος ; Και η τοπική κοινωνία ; Τι δουλειά είχε αυτή μ αυτόν ; Αυτή η νοοτροπία αυτή ήταν ο λόγος του αυτοεξορισμού της στην πρωτεύουσα εδώ και τόσα χρόνια. Είχε γυρίσει αποφασισμένη ότι δεν θα πέσει σε αυτήν την παγίδα των ενοχών και από την άλλη δεν τόλμαγε να προχωρήσει. Σκεφτόταν από την μία ότι θα την κακολογήσουν, σκεφτόταν την μάνα της, που έτσι και την έβλεπε με αυτόν, θα έκλαιγε, θα μάτωνε, θα της ματαίωνε τα σχέδια που είχε κάνει η ίδια για την κόρη της. " Να βρει ένα καλό παιδί, να κάνει μία καλή οικογένεια" . Βέβαια ως έντιμη κόρη της είχε εξηγήσει ότι κατά τη γνώμη της δεν επιλέγουμε ποιόν θα ερωτευτούμε και ότι όλη αυτή η μαγεία είναι τυχαία, και η μάνα της συμφώνησε. Αλλά μάλλον μόνο στα λόγια συμφώνησε. Ο αδερφός της είχε πει γι αυτόν: Είναι η κλασική περίπτωση αλήτη με την κακή έννοια. Πώς θα πρόδιδε όλους αυτούς ; Πώς θα έμπλεκε με έναν τέτοιον άνθρωπο, διόλου αποδεκτό από το κοινωνικό περιβάλλον ; 

Το κοινωνικό περιβάλλον: Γέροι στα καφενεία, που έζησαν όπως θέλησαν τα νεανικά τους χρόνια, καθώς η γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Κεράτωναν τις γυναίκες τους στα κρυφά, και κάποτε και στα φανερά, μα εκείνες δεν έλεγαν να τους εγκαταλείψουν, καθώς δεν είχαν πόρους να ζήσουν. Το κοινωνικό περιβάλλον: Γυναίκες υποταγμένες στον άντρα τους, που αναρωτιέται, αν είχαν ποτέ κάποιον οργασμό. Τίμιες γυναίκες που συμβιβάστηκαν με κάποιον που διάλεξε ο πατέρας τους για εκείνες, τίμιες γυναίκες που δεν σήκωσαν ποτέ κεφάλι, μόνο ευνούχισαν τους γιούς τους, καθώς οι σύζυγοι ήταν ανεπαρκείς και έτσι όλος ο υστερικός πόθος για το αντρικό φύλλο μεταβιβάστηκε σε μία εξάρτηση από το άλλο αντρικό μέλος της οικογένειας: το γιο. Κι ύστερα ο γιος ευνουχίστηκε. Έμεινε δίχως ίχνος ανδρισμού, φοβήθηκε ήδη τις γυναίκες εξ αιτίας της μάνας του, ύστερα αγιοποίησε τη σύζυγο του, και σταμάτησε να της κάνει κρεβάτι. Η γυναίκα μου είναι για το σπίτι, σκέφτηκε, και μόνο η γκόμενα μου που είναι άτιμη γυναίκα είναι για το κρεβάτι. Ύστερα βγήκε στο καφενείο και διέσυρε τη γκόμενα του ή λίγο καλύτερα τη διέσυραν οι άλλοι άντρες που την είχαν πάρει και εκείνη, κι αυτός αποσβολωμένος συμφωνούσε και ουδέποτε την υπερασπίστηκε. Παντελόνια, λοιπόν, τέλος. Μόνο φούστες κατά βάθος του ταίριαζαν, αλλά δυστυχώς αυτοί οι τύποι φοράνε ακόμα παντελόνια. Υστερα ήρθαν κι οι άλλες γυναίκες, οι μη τίμιες, που απάτησαν τον άντρα τους, επειδή εκείνος τους άφησε τέτοια περιθώρια. Τον απάτησαν ανοιχτά. Ένα ωραίο πρωί άνοιξαν την πόρτα και εξαφανίστηκαν με τον εραστή τους. Ουδεμία υπόληψη στην κοινωνία δεν απολαμβάνουν, δακτυλοδεικτούμενες, περιθωριακές και φοβερά μισητές ειδικά από τις άλλες τις τίμιες γυναίκες, εκείνες που κατά βάθος τις ζηλεύουν, διότι εκείνες δεν ένιωσαν ποτέ τι θα πει ευτυχισμένο σώμα. Θα μου πείτε: Μα πού ζούμε ; Στο μεσαίωνα ; Σε ποιο χωριό υπάρχουν ακόμα τέτοιες αντιλήψεις ; Νέοι άνθρωποι δεν υπάρχουν ; 
Υπάρχουν και νέοι άνθρωποι: Αυτοί που είναι πετυχημένοι ελεύθεροι επαγγελματίες, αυτοί που είναι του επιπέδου της ηρωίδας μας, και θα ήταν καλοί γαμπροί για εκείνοι. Ταιριαστοί. Είναι αυτοί που αναζητούν μία επίσης καλή κοπέλα, που θα τη πηδάνε μία φορά το μήνα. ύστερα ενοχικά θα βλέπουν ταινίες πορνό, και δεν θα έχουν το σθένος να το ζητήσουν αυτό στη σχέση τους. Είναι αυτοί που θα ζήσουν διψασμένοι για ηδονές, καταπιεσμένοι, αλλά δεν θα έχουν ουδεμία κοινωνική ρετσινιά. Θα απολαμβάνουν την έξωθεν καλή μαρτυρία και θα το πληρώσουν πολύ ακριβά: Χωρίς να μυρίσουν το καρπό της ηδονής, χωρίς να λερωθούν από τον βρώμικο έρωτα. Το πολύ πολύ να πάνε σε κάνα μπορντέλο ή σε καμία παντρεμένη από αυτές που το νησί κακολογεί από αυτές τις εύκολες και να αδειάσουν τον εαυτό τους. Αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα νιώσουν τι θαύμα είναι να γαμάς από έρωτα. 
Κι όλοι αυτοί, σκέφτηκε, θα με κάνουν εμένα καλά ; Κι όλοι αυτοί θα με βάλλουν εμένα στο καλούπι τους ; Δεν πρέπει το καλούπι αυτό να σπάσει ; Δεν πρέπει να καταβαραθρωθεί ; Όλοι αυτοί, οι ηθικοχριστιανοι, οι καταπιεσμένοι, οι υστερικοί από την έλλειψη σεξ, όλοι αυτοί που ζηλεύουν την αυτονομία μου, όλοι αυτοί που θα βιαστούν να με σταυρώσουν σαν τον Χριστό σε τι διαφέρουν από τον Πόντιο Πιλάτο ; Σε τι διαφέρουν από την καθυστυκύια τάξη που καταδίκασε έτσι έναν Χριστό, έναν επαναστάτη με αιτία ; Σε τίποτα δεν διαφέρουν, μα έχουν την εξουσία. Είναι η κοινή γνώμη. Είναι αυτοί οι δικαστές. Είναι αυτοί οι παντογνώστες. Είναι αυτοί που πρέπει να στείλω στο διάολο, είπε, και μία φωνή μέσα της της υπενθύμισε ότι φοβάται, ότι τρέμει, ότι πάλι ανοίγει πόλεμος... Πατήρ πάντων πόλεμος, κοριτσάκι. " Έχεις να κλάψεις πολύ μεχρι να μάθεις τον κόσμο να γελάει" . Μοναχική, επαναστατημένη, προβληματισμένη, ευαίσθητη, ποιητική μου ύπαρξη, παρηγόρησε τον εαυτό της, άσε το χρόνο να σου πει και άσε και τον τύπο αυτόν να σου δώσει όπλα για να τον ερωτευτείς, κι ύστερα πολέμα. Με τη φωτιά με τα θεριά, με το τσεκούρι, κόψε τους τη γλώσσα, κάψε τις ενοχές σου σε μία ιερά πανήγυρις και κάλεσε και τον παπά στην εξώδιο ακολουθία. Στα τσακίδια όλα. Ας μην είσαι καλό κορίτσι. Αλλά ας έχεις ένα ευχαριστημένο σώμα. Κι αν είναι να φας τα μούτρα σου, τουλάχιστον μέτρα αν αξίζει να πληγωθείς. Βαραίνει αυτός για σένα ; Μόνο ό,τι βαραίνει έχει αξία. Ο,τι σε συγκλονίζει. Αλήθεια σε συγκλονίζει ; 

Μωρό μου, έλα το βράδυ, τα μεσάνυχτα, αθόρυβα, να χαμηλώσω τα φώτα της παιδικής μου κάμαρας, πάτα ελαφρά να μη σ ακούσουν. Ελα ένα βράδυ στη παιδική μου κάμαρα και εγώ θα διώξω για ακόμα μία φορά τις ενοχές μου, και φρόντισε να μου προσφέρεις ανόθευτο τον έρωτα σου και το ανεξάντλητο ευατό σου. Ελα να κάνουμε έρωτα πολλές φορές, να πέσουμε κατάκοποι στο κρεβάτι, μετά από βρωμόλογα, ερωτόλογα, δάκρυα, μύξες, αύθονο ξοδεμένο σπέρμα, αύθονο ιδρώτα που θα τρέχει από τα σώματα μας, ένδειξη της προηγούμενης κλινοπάλης. Ελα να κάνουμε έρωτα, έλα να μου δώσεις το ελιξίριο της αθανασίας, έλα κάνε με αθάνατη, κι αν αξίζεις, μωρό μου, στα τσακίδια όλοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου