Πάνε χρόνια που δεν έχω επιτρέψει στον εαυτό μου να πονέσει αρεκτά. Ενδόμυχα μπλοκάρω τον πόνο και λέω ΟΧΙ, δεν αξίζει. Λάθος.
Τώρα έχω πάει στη Λυπίου. Ματαιωμένες προσδοκίες η λυπίου. Ματαιωμένα όνειρα. Ματαιωμένοι έρωτες, κείτονται πεθαμένοι. Πώς περνάει ο έρωτας ; Δύσκολα.
Πρέπει να γδάρεις το δέρμα σου. Μόνο έτσι. Αλλιώς δε γίνεται. ΝαΙ, ΑΛΛΆ ΠΏΣ ΘΑ γδάρω το δέρμα μου ; Προσπάθησα έστω να το ξεπλύνω, αλλά εκείνες τις πιο προσωπικές μου ώρες η αναβλύζει το μύρο του παλιού έρωτα. Και τότε πονάει. Σκοτεινιάζει το δωμάτιο, μαυρο πηχτο σκοτάδι, ο άλλος δεν είναι δίπλα μου, στο μυαλό μου δεν είναι δίπλα μου, προσπαθώ να κατέβω στη γη, να επικεντρωθώ στον διπλανό μου. Κάποιες φορές αυτεξαπατώμαι και κάποιες άλλες όντως δεν τα καταφέρνω. Οταν δεν τα καταφέρνω, κοιμάμαι αγκαλιά με τον άλλον. Υποκρίτρια. Προσπαθώ όμως. Προσπαθώ γαμώτο. Το καταλαβαίνεις ; Οτι στο κρεβάτι είσαι εσύ, ο άλλος κι εγώ. Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω απ τη κρεβατοκάμαρα μου. Δεν μπορώ.
ΠΛέον δεν θέλω ούτε άλλος να υπάρχει. Πρέπει να διώξω το δικό σου φάντασμα.
Εδώ και μέρες ταξιδεύω στη Λυπίου. Εκεί ζω ξανά και ξανά αναμνήσεις, τις μόνες αναμνήσεις που ήμουν όντως ζωντανή. Μαζί σου έμαθα τι θα πει ζωή. Με κανέναν άλλον. Κανείς δε ξύπνησε τις αισθήσεις μου. Δεν είναι δικό σου θέμα. Ο έρωτας έκανε τη δουλειά του. Υπάρχουν γυναικες που δε ξέρουν τι σημαίνει αυτό που λέω. Είναι αλήθεια. οι πιο πολλές γυναίκες κάνουν σεξ για να ικανοποιήσουν τον άντρα, για να μη φανούν ξενέρωτες, γιατί έτσι πιστεύουν ότι πρέπει, γιατί τους το ζητάει ο άλλος, για να επιβεβαιωθούν. Πάντως λίγες φορές οι γυναίκες κάνουμε σεξ, επειδή όντως το γουστάρουμε. Ε με σένα έγινε αυτό. Ηθελα εσένα και τη πράξη, αλλά τη πράξη μόνο μαζί σου. Και με απελευθέρωνες πλήρως απ όλες τις γυναικείες ενοχές. Αυτές που κουβαλάμε οι γυναίκες από τις μανάδες μας. Με απελευθέρωνες πλήρως και από τη ντροπή. Αθωος έρωτας, ιερές στιγμές. Είσαι ό,τι με συνέδεσε με το παράδεισο. Το σώμα σου ήταν η γωνιά του παραδείσου. Και τον έζησα το παράδεισο μαζί σου. Και τη κόλαση όλη την έζησα όμως. Και κάκηκα. Και υπέφερα. Και ζήλευα. Μανιωδώς σε ζητούσα και χτυπιόμουν μοναχή μου πάνω στα κρεβάτια.
Μου έχει συμβεί αυτό που γράφει ο Χαριτόπουλος :
«...Και για να καταλάβεις τη σχέση μου με το δέρμα σου και με τη μυρωδιά σου: κοιμάμαι δυο μήνες και δέκα μέρες πάνω στο ίδιο σεντόνι και με το ηλίθιο πούρο σου δίπλα μου να βρομάει φρικτά.
Κι αυτή η φορά ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, αλλα κι η πρώτη μαζί σου, που η στέρηση είχε σώμα.
Αυτό το έγκλημα το έχεις μηχανευτεί ολόκληρο, από την αρχή ως το τέλος, για να την πατήσω εκεί που δεν την πάτησα ποτέ, να μην μπορώ να με ξαναγγίξει άνθρωπος, και να ξέρω πως, ακόμα κι αν είχαμε χωρίσει οριστικά, ακόμα κι αν κατάφερνα μετά από καιρό να καλυφθώ στοιχειωδώς (γαλήνια ιστορία και τα ρέστα) στο συναισθηματικό μέρος από έναν άνθρωπο, θα ΄πρεπε να πάθει το σώμα μου αμνησία για να μπορέσω να τον αγγίξω χωρίς να βγάλω όλα τα Bloody Mary από πάνω του.
Και όλο αυτό μου το έχεις στερήσει μεθοδικότατα, δεν ξέρω πως και με ποιους τρόπους, για να μην μπορέσω να 'εχω στη ζωή μου ποτέ πια παρά μόνο μια θλιβερή ερωτική ζωή, δηλαδή καλύτερα καθόλου (από θλιβερή). "
Το σώμα μου είναι κοιμησμένο. Το σώμα μου δεν νιώθει τίποτα από εκεινη τη γνωστή ανατριχίλα, τη ζωοποιό που ένιωθε για σένα. Πεθαινει. Αργοπεθαίνει. Και κάποιες μέρες, όπως σήμερα, είναι εντελώς νεκρό και άψυχο. Μόνο του μαραίνεται, αλίπαστο, αχόρταγο, πεινασμένο, στερημένο. Και η στέρηση διογκώνεται, μεγαλώνει σα φάντασμα μετά από περιστασιακές συντροφίες. Οσο πιο πολλούς γνωρίζω, τόσο πιο πολύ απογοητεύομαι, τόσο πιο πολύ αδειάζω, τόσο πιο πολύ πεινώ. Και πείνω για να πάω με τον άλλον. Νηφάλια δε μπορείς ; Μπορώ. Μα είμαι απούσα. Κανείς δεν είναι σαν εσένα. Και ξέρεις ποιό είναι το χειρότερο ; Μπορεί να μη βρω ποτέ κάποιον που να ναι σαν εσένα. Μπορεί να μη ξανανιώσω ποτέ ο,τι ένιωσα για σένα.
Τώρα πάω στη Λυπίου. Σήμερα μου κάνω τη χάρη αυτή. Με αφήνω. Δάκρυα. Ματαιότητα. Ματαιος έρωτας. Ωραία, δηλαδή και τι θα γινόταν ; Θα παντρευόμασταν, θα κάναμε παιδιά, θα γινόμουν μία χαρωπή νοικοκυρά και μία αγάμητη μάνα ; Μαζί σου ποτέ δεν θα ήμουν αγάμητη μάνα και το ξέρω. Υποπτεύομαι πάντα όλους τους άντρες που θέλουν να μας καταστήσουν μάνες, και άρα κτήματά τους και άρα γυναίκες τους. Οι πιο πολλοί αγιοποιούν τις γυναίκες τους και παύεις να είσαι ερωμένη. Δε θέλω τέτοιο ρόλο. Θέλω πάντα να μαι ερωμένη, η γκόμενα του, όταν είμαστε στο κρεβάτι ή τελοσπάντων οπουδήποτε άλλου. Θέλω να με βλέπει και να τρελένεται. Οχι να μου κάνει παιδιά και να με παρατήσει να θυλάζω κι εκείνος να θυλάζει άλλες. Γιατί θα τον σκοτώσω. ΤΟ μαλάκα.
Πάω στη Λυπίου για όσο θέλω. Αφησε με εδώ. Στη Λυπίου, όπου με εγκατέλειψες. Πήρες μαζί σου όλο το φως. Η ζωή μου είναι δύο εποχές. Η εποχή η δικιά μας . Η εποχή μετά από σένα. Πώς λέμε μετά το Β Παγκόσμιο ; Μεταξύ μας υπήρχε συμπαντική ένωση. Δηλαδή τι είναι ο έρωτας, αν δεν είναι συμπαντική ένωση ; Εκείνο το κρεβάτι στη Χίο, ένιωθα πως αιωρούταν σ' ένα κόκκινο σύννεφο, με ιδρώτες, πόθους, δαίμονες. Με δαιμόνιζες. Τόσο όσο κανένας. Μα τα μυστήρια του κόσμου! Πώς γίνεται ένας μόνο άνθρωπος, ανθρώπινος άνθρωπος, να σου προκαλεί τέτοια αισθήματα, ώστε να νιώθεις ότι πλησιάζεις το θείο ;
Λέει η ψυχολόγος ότι σου φόρεσα ιδιότητες που δεν είχες. Οτι σε έπλασα στο μυαλό μου, όπως ήθελα. Μπορεί. Ναι. Εντάξει. Τι να πούμε ; Οτι δεν άξιζες ; Οτι τελικά δεν ήμασταν τόσο καλά ; Οτι με πλήγωνες ; Οτι υπέφερα ; Οτι ένιωθα ότι δεν παίρνω την απαραίτητη προσοχή ; Ναι! Ολα αυτά τα ξέρω. Εγώ μίλάω για άλλα πράγματα. Πέρα απ τη λογική. ΤΟ σώμα έχει δική του λογική. Παράλογη λογική. Μιλάει. Ουρλιάζει. Υποφέρει. Στερείται. Λυπάται. ΤΟ σώμα μου σε διψάει, Και σε πεινάει. Το σώμα έχει μνήμη. Το λέει και η επιστήμη. Μία επιστήμη να μου πει πώς διαγράφεται αυτή η μνήμη. Και ας μη πήγαινα μαζί σου τώρα. Δεν θα πήγαινα. Νομίζω. Θα μπορούσα να αντισταθώ; ΟΧΙ.
Στη λυπιού πλάθω εικόνα. ΑΝοιγεις τη πόρτα και μπαίνεις. Και σε δέρνω. Και σε χτυπάω και σου λέω πόσο σε μισώ. Υστερα το δε μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Μου είπε ότι μπορώ. Οτι είμαι δυνατή. Κι αυτό έγινε, στο πραγματικό κόσμο. Οχι στη Λυπίου μου. Αλλά είναι αλήθεια. Καμία φορά δε ζω χωρίς εσένα. Πάω να σου δώσω χαστούκι δυνατό, να προσγειώσω το χέρι μου στο πρόσωπο σου, αυτό που τόσο μισώ. Με ακινητοποιείς. Κλάματα. Μύξες. Φιλιά. Καυτά φιλιά. Προσπαθώ να σε διώξω. Μάταια. Δε γίνεται. Μαζί σου ξυπνάει το σώμα μου. Είναι αλήθεια. Δεν θα μπορούσα ποτέ να σε διώξω. ΤΟ σώμα μου δεν μπορεί. Κλάματα στη λυπίου.
Κλάματα που δεν μου συνέβη αντίστοιχο και ούτε που θα μου συμβεί. Εχω ένα σώμα νεκρό. Με αυξημένη πλέον επιφάνεια. Χορταίνω τη πείνα μου για σένα μέσα από απαίσια τρόφιμα. Τοξική ζωή. Τοξική τροφή.
Εδω πού χάνομαι στη Λυπίου, με διακόπτει ένα τηλέφωνο. Υποχρεώσεις της καθημερινής ζωής. που δεν μπορώ να φέρω εις πέρας. ΟΧι, μπορώ, αλλά δυσκολεύομαι. Τι χρώμα έχει η απώλεια ; Μαύρο πηχτό σκοτάδι και η νοστολαγία μοιάζει μ ένα ηλιοβασίλαμε στο αιγαίο. Σε κουβαλάω. Σε υποφέρω. Δε ξέρω τι να κάνω. Εδώ στη Λυπίου δεν μου επιτρέπεται να μαι συχνά. Η ζωή ζητάει. Τρέχω. Βιάζομαι. ΜΕ βιάζει η καθημερινότητα. Υποφέρω. Μόνο πάπλωμα και αλκοολ θέλω. Αλλά η ζωή δε βγαίνει έτσι. Με αυτοκατστροφή. Εχεις και να επιβιώσεις. Λένε πως στη Λυπίου δε ζεις. Μα έχεις παραμορφωτικό φακό. Δεν είναι αλήθεια. Οι πιο βαθιές μας ώρες είναι στη Λυπίου. Τηλέφωνο πάλι. Βιάζομαι. Πρέπει να γίνει ένα μικρό πράγμα, και κάθε φορά μου φαίνεται βουνό. Και ειναι τόσο μικρό.
Εδώ στη Λυπίου σήμερα 09.00 με 12.00. Υστερα ρεαλισμός. Μπαίνω στον αυτόματο. Σταματάω το pause. Παίρνω εισιτήριο επιστροφής από τη Λυπίου και πάω στη χώρα της Καθημερινότητας: Καθημερονοχώρα. Η ουδέτερη χώρα. Η βιαστική. Η κουραστική. Η απάνθρωπη. Η και καλά υγιής. Η θετική ψυχολογία. Η αυτοφροντίδα. Η προσπάθεια. Η υποκρισία. Υποκρίνεσαι, μέχρι να καταφέρεις όντως να ξεχάσεις. Και πώς ξεχνάνε ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου