Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

Η δική μου Λυπιού

"Tα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο…
Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,
ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,
ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.
Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι… όχι… λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».
Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.
Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας…
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,
τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας. .
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι
όπως σ’ ένα καινούργιο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντας σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.
Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού
βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.
Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε
αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο
που ’βγαινε απ’ το θάνατο.
Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,
ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας
βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος
κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.
Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο
δρόμο της απ’ το μαύρο στο τέλειο.
Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω
που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω
πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται
στην οδό της χαράς.
Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω
και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού
ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.
Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,
σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:
«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
Η θρησκεία στη Λυπιού
είναι μια Έννοια Ακέφαλη.
Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα
στις αδελφές της δίπλα:
την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία
με τις πιο σωστές αναλογίες.
Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή
κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…
έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ
και βρίσκεται σε διέγερση
γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι
όπως και τ’ αντίθετό της.
Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα
και το χορτάρι που φυτρώνει
ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων
τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν
που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν
σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.
Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος
σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.
Λυπιου/ Κατερίνα Αγγελακη Ρουκ


Πάνε χρόνια που δεν έχω επιτρέψει στον εαυτό μου να πονέσει αρεκτά. Ενδόμυχα μπλοκάρω τον πόνο και λέω ΟΧΙ, δεν αξίζει. Λάθος. 

Τώρα έχω πάει στη Λυπίου. Ματαιωμένες προσδοκίες η λυπίου. Ματαιωμένα όνειρα. Ματαιωμένοι έρωτες, κείτονται πεθαμένοι. Πώς περνάει ο έρωτας ; Δύσκολα. 

Πρέπει να γδάρεις το δέρμα σου. Μόνο έτσι. Αλλιώς δε γίνεται. ΝαΙ, ΑΛΛΆ ΠΏΣ ΘΑ  γδάρω το δέρμα μου ;  Προσπάθησα έστω να το ξεπλύνω, αλλά εκείνες τις πιο προσωπικές μου ώρες η  αναβλύζει το μύρο του παλιού έρωτα. Και τότε πονάει. Σκοτεινιάζει το δωμάτιο, μαυρο πηχτο σκοτάδι, ο άλλος δεν είναι δίπλα μου, στο μυαλό μου δεν είναι δίπλα μου, προσπαθώ να κατέβω στη γη, να επικεντρωθώ στον διπλανό μου. Κάποιες φορές αυτεξαπατώμαι και κάποιες άλλες όντως δεν τα καταφέρνω. Οταν δεν τα καταφέρνω, κοιμάμαι αγκαλιά με τον άλλον. Υποκρίτρια. Προσπαθώ όμως. Προσπαθώ γαμώτο. Το καταλαβαίνεις ; Οτι στο κρεβάτι είσαι εσύ, ο άλλος κι εγώ. Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω απ τη κρεβατοκάμαρα μου. Δεν μπορώ. 

ΠΛέον δεν θέλω ούτε άλλος να υπάρχει. Πρέπει να διώξω το δικό σου φάντασμα. 

Εδώ και μέρες ταξιδεύω στη Λυπίου. Εκεί ζω ξανά και ξανά αναμνήσεις, τις μόνες αναμνήσεις που ήμουν όντως ζωντανή. Μαζί σου έμαθα τι θα πει ζωή. Με κανέναν άλλον. Κανείς δε ξύπνησε τις αισθήσεις μου. Δεν είναι δικό σου θέμα. Ο έρωτας έκανε τη δουλειά του. Υπάρχουν γυναικες που δε ξέρουν τι σημαίνει αυτό που λέω. Είναι αλήθεια. οι πιο πολλές γυναίκες κάνουν σεξ για να ικανοποιήσουν τον άντρα, για να μη φανούν ξενέρωτες, γιατί έτσι πιστεύουν ότι πρέπει, γιατί τους το ζητάει ο άλλος, για να επιβεβαιωθούν. Πάντως λίγες φορές οι γυναίκες κάνουμε σεξ, επειδή όντως το γουστάρουμε. Ε με σένα έγινε αυτό. Ηθελα εσένα και τη πράξη, αλλά τη πράξη μόνο μαζί σου.  Και με απελευθέρωνες πλήρως απ όλες τις γυναικείες ενοχές. Αυτές που κουβαλάμε οι γυναίκες από τις μανάδες μας. Με απελευθέρωνες πλήρως και από τη ντροπή. Αθωος έρωτας, ιερές στιγμές. Είσαι ό,τι με συνέδεσε με το παράδεισο. Το σώμα σου ήταν η γωνιά του παραδείσου. Και τον έζησα το παράδεισο μαζί σου. Και τη κόλαση όλη την έζησα όμως. Και κάκηκα. Και υπέφερα. Και ζήλευα. Μανιωδώς σε ζητούσα και χτυπιόμουν μοναχή μου πάνω στα κρεβάτια. 

Μου έχει συμβεί αυτό που γράφει ο Χαριτόπουλος  : 

«...Και για να καταλάβεις τη σχέση μου με το δέρμα σου και με τη μυρωδιά σου: κοιμάμαι δυο μήνες και δέκα μέρες πάνω στο ίδιο σεντόνι και με το ηλίθιο πούρο σου δίπλα μου να βρομάει φρικτά.

Κι αυτή η φορά ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, αλλα κι η πρώτη μαζί σου, που η στέρηση είχε σώμα.

Αυτό το έγκλημα το έχεις μηχανευτεί ολόκληρο, από την αρχή ως το τέλος, για να την πατήσω εκεί που δεν την πάτησα ποτέ, να μην μπορώ να με ξαναγγίξει άνθρωπος, και να ξέρω πως, ακόμα κι αν είχαμε χωρίσει οριστικά, ακόμα κι αν κατάφερνα μετά από καιρό να καλυφθώ στοιχειωδώς (γαλήνια ιστορία και τα ρέστα) στο συναισθηματικό μέρος από έναν άνθρωπο, θα ΄πρεπε να πάθει το σώμα μου αμνησία για να μπορέσω να τον αγγίξω χωρίς να βγάλω όλα τα Bloody Mary από πάνω του.

Και όλο αυτό μου το έχεις στερήσει μεθοδικότατα, δεν ξέρω πως και με ποιους τρόπους, για να μην μπορέσω να 'εχω στη ζωή μου ποτέ πια παρά μόνο μια θλιβερή ερωτική ζωή, δηλαδή καλύτερα καθόλου (από θλιβερή). " 

Το σώμα μου είναι κοιμησμένο. Το σώμα μου δεν νιώθει τίποτα από εκεινη τη γνωστή ανατριχίλα, τη ζωοποιό που ένιωθε για σένα. Πεθαινει. Αργοπεθαίνει. Και κάποιες μέρες, όπως σήμερα, είναι εντελώς νεκρό και άψυχο.  Μόνο του μαραίνεται, αλίπαστο, αχόρταγο, πεινασμένο, στερημένο. Και η στέρηση διογκώνεται, μεγαλώνει σα φάντασμα μετά από περιστασιακές συντροφίες. Οσο πιο πολλούς γνωρίζω, τόσο πιο πολύ απογοητεύομαι, τόσο πιο πολύ αδειάζω, τόσο πιο πολύ πεινώ. Και πείνω για να πάω με τον άλλον. Νηφάλια δε μπορείς ; Μπορώ. Μα είμαι απούσα. Κανείς δεν είναι σαν εσένα. Και ξέρεις ποιό είναι το χειρότερο ; Μπορεί να μη βρω ποτέ κάποιον που να ναι σαν εσένα. Μπορεί να μη ξανανιώσω ποτέ ο,τι ένιωσα για σένα. 

Τώρα πάω στη Λυπίου. Σήμερα μου κάνω τη χάρη αυτή. Με αφήνω. Δάκρυα. Ματαιότητα. Ματαιος έρωτας. Ωραία, δηλαδή και τι θα γινόταν ; Θα παντρευόμασταν, θα κάναμε παιδιά, θα γινόμουν μία χαρωπή νοικοκυρά και μία αγάμητη μάνα ; Μαζί σου ποτέ δεν θα ήμουν αγάμητη μάνα και το ξέρω. Υποπτεύομαι πάντα όλους  τους άντρες που θέλουν να μας καταστήσουν μάνες, και άρα κτήματά τους και άρα γυναίκες τους. Οι πιο πολλοί αγιοποιούν τις γυναίκες τους και παύεις να είσαι ερωμένη. Δε θέλω τέτοιο ρόλο. Θέλω πάντα να μαι ερωμένη, η γκόμενα του, όταν είμαστε στο κρεβάτι ή τελοσπάντων οπουδήποτε άλλου. Θέλω να με βλέπει και να τρελένεται. Οχι να μου κάνει παιδιά και να με παρατήσει να θυλάζω κι εκείνος να θυλάζει άλλες. Γιατί θα τον σκοτώσω. ΤΟ μαλάκα. 

Πάω στη Λυπίου για όσο θέλω. Αφησε με εδώ. Στη Λυπίου, όπου με εγκατέλειψες. Πήρες μαζί σου όλο το φως. Η ζωή μου είναι δύο εποχές. Η εποχή η δικιά μας . Η εποχή μετά από σένα. Πώς λέμε μετά το Β Παγκόσμιο ; Μεταξύ μας υπήρχε συμπαντική ένωση. Δηλαδή τι είναι ο έρωτας, αν δεν είναι συμπαντική ένωση ; Εκείνο το κρεβάτι στη Χίο, ένιωθα πως αιωρούταν σ' ένα κόκκινο σύννεφο, με ιδρώτες, πόθους, δαίμονες. Με δαιμόνιζες. Τόσο όσο κανένας. Μα τα μυστήρια του κόσμου! Πώς γίνεται ένας μόνο άνθρωπος, ανθρώπινος άνθρωπος, να σου προκαλεί τέτοια αισθήματα, ώστε να νιώθεις ότι πλησιάζεις το θείο ; 

Λέει η ψυχολόγος ότι σου φόρεσα ιδιότητες που δεν είχες. Οτι σε έπλασα στο μυαλό μου, όπως ήθελα. Μπορεί. Ναι. Εντάξει. Τι να πούμε ; Οτι δεν άξιζες ; Οτι τελικά δεν ήμασταν τόσο καλά ; Οτι με πλήγωνες ; Οτι υπέφερα ; Οτι ένιωθα ότι δεν παίρνω την απαραίτητη προσοχή ; Ναι! Ολα αυτά τα ξέρω. Εγώ μίλάω για άλλα πράγματα. Πέρα απ τη λογική. ΤΟ σώμα έχει δική του λογική. Παράλογη λογική. Μιλάει. Ουρλιάζει. Υποφέρει. Στερείται. Λυπάται. ΤΟ σώμα μου σε διψάει, Και σε πεινάει.  Το σώμα έχει μνήμη. Το λέει και η επιστήμη. Μία επιστήμη να μου πει πώς διαγράφεται αυτή η μνήμη. Και ας μη πήγαινα μαζί σου τώρα. Δεν θα πήγαινα. Νομίζω. Θα μπορούσα να αντισταθώ; ΟΧΙ. 

Στη λυπιού πλάθω εικόνα. ΑΝοιγεις τη πόρτα και μπαίνεις. Και σε δέρνω. Και σε χτυπάω και σου λέω πόσο σε μισώ. Υστερα το δε μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Μου είπε ότι μπορώ. Οτι είμαι δυνατή. Κι αυτό έγινε, στο πραγματικό κόσμο. Οχι στη Λυπίου μου. Αλλά είναι αλήθεια. Καμία φορά δε ζω χωρίς εσένα. Πάω να σου δώσω χαστούκι δυνατό, να προσγειώσω το χέρι μου στο πρόσωπο σου, αυτό που τόσο μισώ. Με ακινητοποιείς. Κλάματα. Μύξες. Φιλιά. Καυτά φιλιά. Προσπαθώ να σε διώξω. Μάταια. Δε γίνεται. Μαζί σου ξυπνάει το σώμα μου. Είναι αλήθεια. Δεν θα μπορούσα ποτέ να σε διώξω. ΤΟ σώμα μου δεν μπορεί. Κλάματα στη λυπίου. 

Κλάματα που δεν μου συνέβη αντίστοιχο και ούτε που θα μου συμβεί. Εχω ένα σώμα νεκρό. Με αυξημένη πλέον επιφάνεια. Χορταίνω τη πείνα μου για σένα μέσα από απαίσια τρόφιμα. Τοξική ζωή. Τοξική τροφή. 

Εδω πού χάνομαι στη Λυπίου, με διακόπτει ένα τηλέφωνο. Υποχρεώσεις της καθημερινής ζωής. που δεν μπορώ να φέρω εις πέρας. ΟΧι, μπορώ, αλλά δυσκολεύομαι. Τι χρώμα έχει η απώλεια ; Μαύρο πηχτό σκοτάδι και η νοστολαγία μοιάζει μ ένα ηλιοβασίλαμε στο αιγαίο. Σε κουβαλάω. Σε υποφέρω. Δε ξέρω τι να κάνω. Εδώ στη Λυπίου δεν μου επιτρέπεται να μαι συχνά. Η ζωή ζητάει. Τρέχω. Βιάζομαι. ΜΕ βιάζει η καθημερινότητα. Υποφέρω. Μόνο πάπλωμα και αλκοολ θέλω. Αλλά η ζωή δε βγαίνει έτσι. Με αυτοκατστροφή. Εχεις και να επιβιώσεις. Λένε πως στη Λυπίου δε ζεις. Μα έχεις παραμορφωτικό φακό. Δεν είναι αλήθεια. Οι πιο βαθιές μας ώρες είναι στη Λυπίου. Τηλέφωνο πάλι. Βιάζομαι. Πρέπει να γίνει ένα μικρό πράγμα, και  κάθε φορά μου φαίνεται βουνό. Και ειναι τόσο μικρό. 

Εδώ στη Λυπίου σήμερα 09.00 με 12.00. Υστερα ρεαλισμός. Μπαίνω στον αυτόματο. Σταματάω το pause. Παίρνω εισιτήριο επιστροφής από τη Λυπίου και πάω στη χώρα της Καθημερινότητας: Καθημερονοχώρα. Η ουδέτερη χώρα. Η βιαστική. Η κουραστική. Η απάνθρωπη. Η και καλά υγιής. Η θετική ψυχολογία. Η αυτοφροντίδα. Η προσπάθεια. Η υποκρισία. Υποκρίνεσαι, μέχρι να καταφέρεις όντως να ξεχάσεις. Και πώς ξεχνάνε ; 





Τον τάσο μη τον μελετάς, ο νου σου μη τον βάνει, απ τη καρδιά σου βγάλε τον, σα σε βγαλε κι εκείνος....."

Η αγάπη χόρτο δεν είναι για να βγει 
με τόση ευκολία, 
είναι δεντρί βαθύρριζο μα θες για να το βγάλεις 
πριχού μονάχο μαραθεί σ’ οργώνει τη καρδιά σου,
βγαίνει μαζί με τη καρδιά.

Ειν’ η αγάπη βάτος,
που αν τύχει και μπλεχτείς μέσα στις αγκαθιές του
δε ξεμπερδεύεις εύκολα,
θα φύγεις λαβωμένος.

Είναι η αγάπη θάλασσα,
που γλυκοκυματίζει,
κι αν τύχει τα γαλάζια της νερά σε ξεγελάσουν
τις ομορφιές της λιμπιστείς κι απλώσεις τα πανιά σου,
δεν είναι μάνα βολετό πίσω για να γυρίσεις
κι αν σε βοηθήσουν οι καιροί με κίνδυνο μεγάλο
στην άλλη άκρια θε να βγεις αλλιώτικα εχάθης.

Είναι η αγάπη φονικό
που ζωντανό σ’ αφήνει.

Είναι η αγάπη ξενιτιά που παίρνει το παιδί σου
μα κάθε μέρα καρτερείς μη και γυρίσει πίσω. 

Είναι η αγάπη όνειρο που θέλεις για να τρέξεις
μ’ από τη γη τα πόδια σου δε λεν να ξεκολλήσουν.

Είναι η αγάπη χείμαρρος
χυμά και σε συντρίβει.

Αγάπη είναι ν’ αγαπάς όποια πληγή σου ανοίγει.

Αγάπη είναι η  η μοναξιά που πρέπει στον καθένα.
Αγάπη είναι να κοιτάς τη πόρτα ολοένα.
Αγαπη ειναι να μιλάς στα φύλλα και στα δέντρα,
στις πέτρες, στα τριαντάφυλλα,
στους τοιχους,

στα ταβάνια. 

Βάζω λευκό φόντο στα γράμματα. Λευκό, όπως το χρώμα που φορούν οι αριστορκάτες στις κηδειες. Πώς αλλιώς θα κηδέψεις έναν έρωτα, αν όχι σα γόνο αριστοκρατικής οικογένειας ; Ο έρωτας γεννιέται μέσα στο ωραίο, μέσα στο υψηλό, μέσα στο ζωτικό σημείο του σύμπαντος σου. Γεννιέται εντός σου, στο κέντρο σου. Αρχίζει απ το νου και καταλήγει στο σημείο ανάμεσα στα πόδια σου. 

Χόρτο... δεν είναι για να βγει... Κηδευώ σε απόψε. Σε διψω. Σε πεινώ. Σου δέομαι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου