Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

"Είμαι γελοίος... Καμιά φορά σκέφτομαι τον εαυτό μου, εμένα, το αγρίμι, κι απορώ πως ήταν δυνατόν να παρακαλέσω εγώ.. εγώ που ήμουν εγωιστής, σκληρός, που ποτέ δεν ζητούσα βοήθεια από τους άλλους κι ούτε την αγάπη τους... Εγώ που δεν έλεγα ποτέ σε άλλον άνθρωπο
"μείνε... σε έχω ανάγκη...".


Αυτά ήταν τα λόγια του. Υστερα ο φίλος του τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε...

"Μα εσύ, δεν είσαι εγωιστής ούτε σκληρός... Είσαι υπερευαίσθητος κι αν καμιά φορά γίνεσαι σκληρός είναι από άμυνα... Εσύ είσαι από τους πιο συναισθηματικούς ανθρώπους στον κόσμο...
Απλά φαίνεσαι "αγρίμι" κι άλλοτε πάλι σαν ένα χελιδόνι με σπασμένα φτερά...
είναι σαν να συνυπάρχουν μέσα σου δύο φύσεις, η δυνατή και η αδύναμη...
Πάντα όλοι από ΄σενα περιμέναμε... κι εσύ ποτέ τίποτα δεν ζητούσες..."

"Ναι δεν μπορούσα ποτέ να ζητήσω... μέχρι που Εκείνη, με έκανε να υποταχτώ...
Ναι, δε ξέρω πως... Ίσως από τα λόγια της, ίσως απο την δύναμη του αισθήματος της... Οσες άμυνες κι αν κρατούσα, φρόντισε να τις γκρεμίσει... Είχε εισβάλλει για τα καλά μέσα στην πόλη μου..
Και ξέρεις κάτι? Δεν με πείραξε... Όχι, κι ας με είχε δει σαν χελιδόνι με σπασμένα φτερά
κι ας με είχε δει τόσο συναισθηματικό ...
Ωρες-ώρες όμως σκέφτομαι, πως γίνεται αυτό...
Γιατί να της ζητήσω να γυρίσει? Κι εκείνη να μη μου γράψει έπειτα ούτε μια λέξη... Κι εκείνο το κυκλάμινο γιατί να μην της το χάριζα? ΑΝ, λέω, αν ερχόταν θα έβγαινα στους αγρούς να κόψω αυτό το πολυπόθητο κυκλάμινο. Αυτό που τόσο αποζητούσε... ", του αποκρίθηκε...

"Μα ήταν λογικό να λυγίσεις... Ξέρεις, φίλε, ο έρωτας είναι ΄κάτι πέρα από την λογική...
Έρχεται πάντα εκείνες τις ώρες και σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι... Είναι λόγια που θέλεις να πεις.
Είναι ώρες βραδυνές, όταν είσαι λιώμα από το ποτό και έχεις καταστρέψει τα πνευμόνια σου από τα τσιγάρα, ναι, εκείνες τις μοναχικές ώρες, που άλλοτε διάβαζες ποίηση, τώρα θέλεις λίγα λόγια της...
Ζητιανεύεις ακόμη και μια καληνύχτα.. Ζητιανεύεις λίγη προσοχή... Επαίτης των ονειρών της, της ψυχής της, της σάρκας της ενίοτε..
Και τότε, γυρεύεις εκείνη, την αποζητάς, δεν αντέχεις μακριά της. Αποφασίζεις να της γράψεις κι οι λέξεις γράφονται έτσι, σαν λόγια μεθυσμένου. Καταγράφεις τις ανάγκες σου... την παρακαλείς... είσαι ευάλωττος... "

"Ναι ήμουνα μαλάκας... έτσι έκανα..." είπε με παράπονο και ένα αίσθημα οργής...

" Οχι δεν ήσουνα μαλάκας φίλε... όταν δίνουμε ένα κομμάτι της ψυχής μας και μοιραζόμαστε τις ανάγκες μας με τους άλλους, παίρνουμε ένα τεράστιο ρίσκο... ΤΟ ρίσκο του πόνου και της απόρριψης.. Και πίστεψε με, θέλει πολλά κότσια να βγείς από το κάστρο σου και να χαρίσεις σε κάποιον την πόλη σου... Μόνο οι πραγματικά δυνατοί το κάνετε... Εμείς, οι δειλοί, διαλέγουμε την μοναξιά... ή τις συμβατικές σχέσεις... Οχυρωνόμαστε, κοροϊδευόμαστε ότι είμαστε μαζί με τους άλλους... μαζί με τις όμορφες... στην ουσία είμαστε μόνοι, ανθρωπάρια συμβιβασμένα που φοβόμαστε να αγαπήσουμε... να ανοίξουμε τον κόσμο μας...
Σε ζηλεύω φίλε..." του είπε κοιτάζοντας τον με αγωνία...

"Τι να ζηλέψεις απο μένα? Που κομματιάστηκα? Που ρήμαξα την καρδιά μου... Ο,τι μου έδωσε αυτή η δυναμική γυναίκα το έχω πληρώσει με αίμα. Με αίμα, μ' ακούς?
Κι εκείνη τώρα... Μ' αγαπάει, λέει... μα δε ξέρει αν ζω ή αν πεθαίνω... Μα θα με θυμάται πάντα, λέει... Λόγια, φίλε, Βαρέθηκα.. ",
ψιθύρισε κι ύστερα σκούπισε τα μάτια του βιαστικά σαν παιδί που το μαλώσανε..
Ναι,
σαν παιδί... αυτός ο τριαντάχρονος άντρας... !
Κι ύστερα κάρφωσε το βλέμμα στην θάλασσα... Τα μάτια του από γαλάζια γκριζάρισαν...
Πήραν το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού...
Κοίταζε το δειλινό... μακριά.. μακριά... εκεί που έτρεχε κι ο λογισμός του...

άξαφνα είπε...
" Ήταν παράξενη εκείνη η γυναίκα... Ο,τι κι αν μου έκανε την συγχωρούσα... Είχε επιρροή πάνω μου... Εξουσίαζε τα κύτταρά μου και ξόρκιζε ένα βράδυ την μοναξιά μου, ξέσκισε το πέπλο της ερημιάς που σκέπαζε τα δειλινά... "

Ο φίλος του δεν του είπε τίποτα για λίγο... Χάθηκε κι εκείνος μέσα στα χρώματα του δειλινού..
Μα έπειτα του είπε...

"Ο,τι ζούμε είναι δικό μας... Κανείς δε θα σου πάρει το συναίσθημά σου... Κανείς ποτέ... Τα μάτια της,τα λόγια της, την δύναμη που είχε στο πρόσωπο εκείνη η γυναίκα, εσύ αν το θες, πάντα θα τα έχεις μέσα σου... "

" Έχεις δίκιο... Πάντα θα την θυμάμαι... στην καρδιά μου θα είναι κάτι ξεχωριστό...
Μα ακόμη ρε συ, δεν κατάλαβα... Τελικά ο έρωτας είναι εγωκεντρικό συναίσθημα? Είναι μοναξιά? Είναι ελευθερία? Είναι παράνοια? Τι είναι επιτέλους αυτός ο Έρωτας? Μήπως είναι ανάγκη ? Μήπως είναι απλά μια έκρηξη του εγκεφάλου? Λες να είναι ποίημα? Και γιατί ο έρωτας πάντα μας εξουσιάζει? Γιατί είναι τόσο όμορφος, που όσο κι αν πονάει, τον ξεναεπιδιώκεις.??? " τον ρώτησε με αγωνία...

" Αλήθεια θέλεις να μάθεις? "

" Όχι.. θα χάσω τη μαγεία... " του απάντησε μ ένα χαμόγελο ζεστό...

έπειτα βράδιασε.. Έφυγαν..

Είδαν οι γείτονες δύο σκιές να χάνονται στην παραλία, τράβαγαν πέρα, εκεί, στα φώτα των δρόμων, στην ατέλευτη μοναξιά τους...





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου